Η Νατάσσα γεννήθηκε στους Αγίους Αναργύρους, αλλά μεγάλωσε σαν νομάς, γιατί άλλαζε συνέχεια σχολεία, αναγκάζοντας την οικογένεια να μετακομίζει σε κάποιο κοντινό σημείο.
Από πέντε ετών κάνει πιάνο και χορό, πηγαίνει με τους γονείς της σε συναυλίες και θεατρικές παραστάσεις, ακούει κλασική μουσική, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη και είναι «φοβερά εξαρτημένη από τον Τζιμ Μόρισον και τον Μικ Τζάγκερ.
«Θυμάμαι μια συναυλία του Θεοδωράκη στο Ηρώδειο που με είχε πάει ο πατέρας μου. Πρέπει να ήμουν οκτώ ή εννιά ετών. Ήταν ένα ωραίο αυγουστιάτικο βράδυ, κόντευαν ν’ ανοίξουν τα σχολεία, είχα δηλαδή μπει σε mood σχολείου. Στην αρχή μου άρεσε η συναυλία, μετά όμως από κάποια στιγμή κουράστηκα. Ώσπου βγαίνει μια ευτραφής τραγουδίστρια κι αρχίζει και τραγουδάει το “Μαρίνα, πράσινό μου αστέρι”. Μαγεύτηκα. Κάτι συνέβη μέσα μου, ήταν σαν να άνοιξε ένας ολόκληρος κόσμος, δεν ξεκόλλαγα το βλέμμα μου από πάνω της. Ίσως εκεί ήταν που σκέφτηκα πρώτη φορά να γίνω τραγουδίστρια. Βέβαια, εγώ έλεγα ότι ήθελα να γίνω διπλωματικός ακόλουθος. Ήθελα να κάνω ένα ανθρωπιστικό επάγγελμα, να ταξιδεύω, να προσπαθώ να βοηθάω άλλους ανθρώπους. Έτσι σπούδασα στο Πολιτικό της Νομικής. Αλλά όταν πέρασα στο πανεπιστήμιο, συνειδητοποίησα ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα και ότι αν τελείωνα αυτήν τη σχολή, θα έπρεπε να διοριστώ στο Δημόσιο για να επιβιώσω. Και σ’ εκείνη τη φάση ήρθε μια πρόταση να τραγουδήσω σε ένα ντέμο δύο φίλων μου που θα το έστελναν σε μια ακρόαση για τη Μικρή Άρκτο, τη δισκογραφική».
Τη ρωτάω αν είναι έντεχνη, ερώτηση-ταμπού και με πολυεπίπεδες αναγνώσεις τόσο ως προς την πρόθεση της ερώτησης όσο και ως προς τη σημειολογίας της (εκάστοτε) απάντησης (παρόμοιο παράδειγμα είναι η «αιώνια» συζήτηση περί του «τι είναι ροκ» κ.λπ.). «Είναι εξαιρετικά τιμητικό να εντάσσομαι σε μια ταμπέλα σαν κι αυτή. Γιατί θεωρώ ότι το έντεχνο έχει βγάλει πολύ σπουδαία πράγματα. Αν θεωρούνται έντεχνοι ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, ο Μάνος Χατζιδάκις, η Μαρία Δημητριάδη και η Δήμητρα Γαλάνη και με βάζουν κι εμένα σε αυτό το σινάφι, τότε είναι μεγάλη μου τιμή. Στο δικό μου κεφάλι, κάτω από την ομπρέλα του έντεχνου μπαίνουν όλες οι μουσικές που γίνονται με τέχνη. Δεν είναι μια ταμπέλα που χαρακτηρίζει το στυλ, αλλά την αισθητική και την προσπάθεια για κάτι πραγματικά καλό».
Η είσοδος της Νατάσσας Μποφίλιου στο τραγούδι αντιμετωπίστηκε γενικά πολύ θετικά από τα σχετικά media. Κάποια επιδόθηκαν σε διθυραμβικές υπερβολές, κάποια σε ατυχείς παραλληλισμούς, όπως το «Ποντίκι Art» που είχε γράψει ότι είναι ο θηλυκός Λευτέρης Πανταζής, η γρίπη του έντεχνου και ότι για να έχει κοινό στις εμφανίσεις της φωνάζει όλο της το σόι για να την αποθεώνει και να γεμίζει και το μαγαζί.
«Στην αρχή στενοχωριόμουν, αλλά μετά κατάλαβα ότι η κακή κριτική μου κάνει καλό».
Η Νατάσσα μεγάλωσε μέσα σε χρηματοκιβώτια. Αυτή ήταν η δουλειά του πατέρα της, να φτιάχνει και να επισκευάζει χρηματοκιβώτια. Η οικογένεια έχει ακόμη ένα βανάκι που γράφει απ’ έξω «Χρηματοκιβώτια: Αδερφοί Μποφίλιου», το οποίο το φωνάζουν «Ασπρούλη» και καμιά φορά το παίρνει και η Νατάσσα για να πάει μέχρι τους χώρους όπου κάνει συναυλίες.
Παρκάρει και κατεβαίνει ντυμένη σαν pin up girl, με ξανθό μαλλί και κατακόκκινο κραγιόν. Περνάει μέσα από τον κόσμο και πάει στο καμαρίνι της. Τα βράδια, όταν γυρνάει σπίτι, βλέπει με μανία τηλεόραση. Τους θούριους του Βασίλη Λεβέντη, ελληνικές σειρές σε επανάληψη και πολύ τελεμάρκετινγκ.
«Τρελαίνομαι μ’ εκείνο το στρώμα που το φουσκώνουν και μετά το βάζουν ανάμεσα σε δύο φορτηγά και το πιέζουν για να τσεκάρουν τις αντοχές του, για το Μπαμίξ που τα κάνει όλα στην κουζίνα, γενικά κολλάω με όλα. Μου αρέσει το καλτ. Καίγομαι τελείως. Ας πούμε, μου αρέσει πολύ ο Ζαγοραίος. Τον ξέρεις τον Ζαγοραίο; “Πάρτε, κύριε, λαχεία” και τα λοιπά;».