Το ρεπορτάζ του Béla Váradi στον Guardian παρουσιάζει με συγκλονιστικό τρόπο μία από τις πιο σκοτεινές όψεις της φτώχειας και της ανισότητας που επικρατούν στην Ουγγαρία.
Στη βορειοανατολική Ουγγαρία, μια νέα οικονομία έχει αναπτυχθεί, στηριζόμενη κυριολεκτικά στο ανθρώπινο αίμα. Οι ιδιωτικές εταιρείες πλάσματος εκμεταλλεύονται την οικονομική απελπισία της περιοχής, προσφέροντας στους πιο περιθωριοποιημένους πληθυσμούς, όπως οι Ρομά, την ευκαιρία να δωρίσουν πλάσμα έναντι χρημάτων. Για πολλούς, αυτή η διαδικασία δεν αποτελεί επιλογή, αλλά ένα από τα τελευταία μέσα επιβίωσης σε μια περιοχή που μαστίζεται από χρόνια ανεργία και κοινωνική απομόνωση.
Οι δωρεές πλάσματος έχουν αυξηθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια. Στην Ουγγαρία λειτουργούν πάνω από 50 κέντρα, συγκεντρώνοντας έως και 2.600 λίτρα πλάσματος την εβδομάδα. Παρόλο που ο νόμος ορίζει ως μέγιστη αμοιβή τις 7.500 φιορίνια (περίπου 15,30 ευρώ), τα κέντρα συχνά προσφέρουν επιπλέον κίνητρα, όπως κουπόνια, πόντους επιβράβευσης και συμμετοχές σε κληρώσεις για δώρα, όπως ηλεκτρικά πατίνια και τηλεοράσεις. Στις φτωχότερες περιοχές, όπως η Μίσκολτς και η Tornanádaska, όπου το ποσοστό ανεργίας είναι υψηλό, αυτά τα κίνητρα μοιάζουν να αποτελούν μία σανίδα σωτηρίας για ανθρώπους που παλεύουν να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες.
H σκοτεινή πραγματικότητα με τη δωρεά πλάσματος στην Ουγγαρία
Ωστόσο, η πραγματικότητα που αποκαλύπτεται είναι σκοτεινή. Παρότι ο νόμος επιτρέπει τη δωρεά έως δύο φορές την εβδομάδα και το πολύ 45 φορές τον χρόνο, η έλλειψη κρατικής εποπτείας έχει οδηγήσει σε καταχρήσεις. Οι δωρητές συχνά επισκέπτονται πολλά κέντρα την ίδια εβδομάδα, παρακάμπτοντας το νόμιμο όριο. Καθώς τα κέντρα δεν μοιράζονται πληροφορίες μεταξύ τους, ο έλεγχος της συχνότητας των δωρεών καθίσταται πρακτικά αδύνατος. Πολλοί γιατροί φαίνεται να αγνοούν προφανείς ενδείξεις υπερβολικής δωρεάς, επιτρέποντας ακόμη και σε ανηλίκους να συμμετέχουν, παρά την απαγόρευση.
Οι ιστορίες των ανθρώπων που συμμετέχουν σε αυτό το σύστημα είναι συνταρακτικές. Ένας 18χρονος από την Tornanádaska ξεκίνησε να δωρίζει πλάσμα όταν ήταν ακόμη 16 ετών, δύο χρόνια πριν από το νόμιμο όριο ηλικίας. Μαζί με τη μητέρα του, ταξιδεύουν δύο ώρες ως τη Μίσκολτς για να δωρίσουν πλάσμα, το οποίο αποτελεί τη μοναδική τους πηγή εισοδήματος για να θρέψουν την οικογένεια των δέκα ατόμων. Ένας άλλος άνδρας αποκάλυψε ότι, σε διάστημα ενός έτους, είχε δωρίσει πάνω από 220 λίτρα πλάσματος, υπερβαίνοντας κατά πολύ το ανώτατο όριο των 34 λίτρων που ορίζει ο νόμος.
Το σύστημα αυτό στηρίζεται στην ανάγκη των πιο φτωχών, οδηγώντας τους συχνά σε φυσική εξάντληση. Πολλοί δωρητές παρουσιάζουν ανησυχητική φυσική κατάσταση: χαμηλό βάρος, χλωμή όψη, και συχνές λιποθυμίες. Ένας άνδρας εξομολογήθηκε ότι συνέχισε να δίνει πλάσμα, παρά την εξασθένιση του ανοσοποιητικού του, καθώς δεν είχε άλλη επιλογή. Για τους περισσότερους, η διαδικασία αυτή είναι ένα αναγκαίο κακό, ένα καθημερινό τίμημα για να βάλουν φαγητό στο τραπέζι.
Παρά την έντονη διαφημιστική καμπάνια που παρουσιάζει τη δωρεά πλάσματος ως αλτρουιστική πράξη, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Οι δωρητές αντιμετωπίζουν κοινωνικό στίγμα, ενώ η ίδια η διαδικασία έχει γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από εταιρείες που κερδοφορούν εις βάρος των ευάλωτων. Οι εικόνες και οι μαρτυρίες του ρεπορτάζ φωτίζουν την αθέατη πλευρά αυτής της πρακτικής, προκαλώντας ερωτήματα για την ηθική της εμπορευματοποίησης του ανθρώπινου σώματος.
Η κατάσταση αυτή απαιτεί άμεση κρατική παρέμβαση. Οι αδύναμοι δεν μπορούν να αφεθούν έρμαια ενός συστήματος που θυσιάζει την υγεία τους για το κέρδος. Το ζήτημα αυτό δεν αφορά μόνο την Ουγγαρία, αλλά αποτελεί μια παγκόσμια πρόκληση για την κοινωνική δικαιοσύνη και την προστασία των πιο ευάλωτων.