Όταν κανείς σκέφτεται δηλητηριώδη ζώα, πιθανότατα φαντάζεται φίδια, σκορπιούς και αράχνες. Όμως ορισμένα είδη κάμπιας είναι οπλισμένα με ισχυρά δηλητήρια και οι επιστήμονες πιστεύουν ότι μπορούμε να τα αξιοποιήσουμε για να σχεδιάσουμε νέα φάρμακα.
«Θα φτάσουμε στο σημείο να παίρνουμε πράγματα από τα δηλητήριά τους (των καμπιών) που θα είναι χρήσιμα; Σίγουρα», λέει στο BBC ο Άντριου Γουόκερ, εξελικτικός βιολόγος και βιοχημικός στο Πανεπιστήμιο του Queensland στην Αυστραλία. «Αλλά πρέπει πρώτα να γίνει πολλή θεμελιώδης δουλειά».
Οι κάμπιες είναι τα προνυμφικά στάδια της τάξης των εντόμων Λεπιδόπτερα, δηλαδή των πεταλούδων και των σκόρων. Είναι μόνο μία από τις πολλές ομάδες ζώων οι οποίες μπορεί να είναι δηλητηριώδεις, αλλά γνωρίζουμε ελάχιστα για αυτές.
Πώς η μελέτη δηλητηρίων βοηθά στην εξέλιξη φαρμάκων
Πολλά δηλητήρια είναι πολύπλοκα και ορισμένα περιέχουν περισσότερες από 100 διαφορετικές χημικές ενώσεις, κάτι που τα καθιστά και εξαιρετικά μοναδικά.
«Κανένα είδος δεν έχει το ίδιο οπλοστάσιο δηλητηρίων», λέει η Μαντέ Χόλφορντ, επιστήμονας δηλητηρίων στο Hunter College και στο Αμερικανικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας στη Νέα Υόρκη. «Γι' αυτό είναι σημαντικό να μελετάμε όσο το δυνατόν περισσότερα είδη μπορούμε να βρούμε».
Πράγματι, η μελέτη των δηλητηρίων θα μπορούσε να είναι ένας καλύτερος τρόπος για την εξεύρεση νέων υποψήφιων φαρμάκων από το να ξεκινάμε από το μηδέν. Διότι τα δηλητήρια που βρίσκονται στα ζώα εμπεριέχουν μόρια που έχουν ρυθμιστεί με την πάροδο αιώνων ώστε να δημιουργούν συγκεκριμένες βιολογικές διεργασίες στο θύμα.
«Έχουν εξελιχθεί επί εκατομμύρια χρόνια, έχουν δοκιμαστεί στη φύση και ξέρουμε ότι λειτουργούν», εξηγεί η Χόλφορντ. «Όταν προσπαθούμε να τα επινοήσουμε μόνοι μας στο εργαστήριο, το ποσοστό επιτυχίας είναι πολύ μικρότερο».
Οι περισσότερες ομάδες δηλητηριωδών οργανισμών, ωστόσο, δεν έχουν μελετηθεί αρκετά από τους επιστήμονες.
«Έχουμε έναν τεράστιο πλούτο γνώσεων για τα δηλητήρια των φιδιών, των σκορπιών και των αραχνών», λέει στο BBC ο Νίκολας Κέισγουελ, βιολόγος δηλητηρίων στη Σχολή Τροπικής Ιατρικής του Λίβερπουλ, στο Ηνωμένο Βασίλειο. «Αλλά υπάρχουν πολλές ομάδες δηλητηριωδών ζώων εκεί έξω που είναι σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητες».
Οι κάμπιες, ειδικότερα, αξίζουν περισσότερη προσοχή, σύμφωνα με τον Γουόκερ, ο οποίος έγραψε για τα δηλητηριώδη λεπιδόπτερα στην Ετήσια Επιθεώρηση Εντομολογίας του 2025. Αν και μόνο περίπου το 2% των ειδών κάμπιας είναι δηλητηριώδη, όπως εκτιμά ο Γουόκερ, είναι ευρέως διασκορπισμένα στο εξελικτικό δέντρο των λεπιδόπτερων. Αυτό το μοτίβο σημαίνει ότι το δηλητήριο πιθανότατα εξελίχθηκε ανεξάρτητα αρκετές φορές εντός της ομάδας, δημιουργώντας ενδεχομένως μια ασυνήθιστη ποικιλία χημικών ουσιών.
Οι θανατηφόρες κάμπιες Lonomia
Οι θανατηφόρες κάμπιες, που ανήκουν στο νοτιοαμερικανικό γένος Lonomia, έχουν ένα φιδίσιο δηλητήριο που παρεμβαίνει στην πήξη του αίματος, ενώ άλλες διαθέτουν δηλητήρια που προκαλούν χρόνια φλεγμονώδη προβλήματα.
Η ύπαρξη αυτών των ειδών είναι αρκετή για να καταστήσει τις δηλητηριώδεις κάμπιες ζήτημα δημόσιας υγείας, τουλάχιστον σε ορισμένα μέρη του κόσμου, υποστηρίζει ο Γουόκερ «Δεν σκοτώνουν πολλούς ανθρώπους τακτικά, όπως κάνουν οι σκορπιοί και τα φίδια, αλλά σε σύγκριση με τις αράχνες δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά στον κίνδυνο για την υγεία».
The Lonomia caterpillar has an extremely strong poison that causes profuse internal bleeding in the human body. pic.twitter.com/seEaU8Bqw3
— Kotobarz (@Kotobarz) December 28, 2023
Η ανησυχία αυτή έχει οδηγήσει ορισμένους ερευνητές να εργαστούν για την κατανόηση των βιολογικών επιδράσεων του δυνητικά θανατηφόρου δηλητηρίου της Lonomia και να αναπτύξουν αντίδοτο για τη θεραπεία των προσβεβλημένων ατόμων.
Αν και ορισμένα δηλητήρια καμπιών έχουν μελετηθεί στο παρελθόν, ο Γουόκερ ισχυρίζεται ότι τα περισσότερα παραμένουν σχεδόν εξ ολοκλήρου ανεξερεύνητα και πιστεύει ότι η ιατρική έχει πολλά να κερδίσει από τη μελέτη τους.
Για παράδειγμα, σημειώνει, τα περισσότερα δηλητήρια λεπιδόπτερων προκαλούν πόνο, μερικές φορές αρκετά έντονο ώστε να απαιτούνται οπιοειδή παυσίπονα. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, αφού ο πόνος είναι ένας εξαιρετικός τρόπος αποτροπής των θηρευτών. Παράλληλα, όμως, επιτρέπει στους ερευνητές να χρησιμοποιήσουν το δηλητήριο ως ανιχνευτή για τον εντοπισμό των «οδών πόνου» στο ανθρώπινο σώμα και των υποδοχέων πόνου σε πειραματόζωα. Αυτό, με τη σειρά του, θα μπορούσε να οδηγήσει σε δοκιμές με ανθρώπους και έπειτα, σε νέα φάρμακα.
Πώς μία σαύρα άνοιξε τον δρόμο για το Ozempic
Η έρευνα για τα δηλητήρια της κάμπιας είναι ακόμη αρκετά πρώιμη ώστε να μην έχουν προκύψει ακόμη νέα φάρμακα, αλλά τα δηλητήρια άλλων οργανισμών έχουν συμβάλει σε κάποιες σημαντικές θεραπείες. Για παράδειγμα, υπάρχουν φάρμακα κατά της αρτηριακής πίεσης που εμπνεύστηκαν από δηλητήρια φιδιών. Επιπλέον, ένας πρόδρομος του νέου, πρωτοποριακού φαρμάκου σεμαγλουτίδη - πιο γνωστό με την εμπορική του ονομασία Ozempic - βασίστηκε σε ένα μόριο που εξήχθη από μια δηλητηριώδη σαύρα, το τέρας του Gila.
Χάρη στην πρόοδο της μοριακής βιολογίας και της βιοπληροφορικής, τα δηλητήρια όλων των ζώων, συμπεριλαμβανομένων των καμπιών, είναι όλο και πιο εύκολο να διερευνηθούν, κάτι που σημαίνει ότι σύντομα έρχονται μεγάλα βήματα προόδου, όπως επισημάνει ο Κέισγουελ.
«Είναι σαν ένας θησαυρός που βρίσκεται ακόμα εκεί έξω για να τον κατανοήσουμε».
Με πληροφορίες από BBC