ΓΙΑ ΠΑΝΩ ΑΠΟ μια δεκαετία, η Νικόλ Ντεντόν ήταν επικεφαλής μιας ασυνήθιστης αυτοκρατορίας ευεξίας που μετέτρεπε τη σεξουαλική διέγερση σε πρακτική διαλογισμού που αποσκοπούσε στην ενδυνάμωση των γυναικών. Ως ιδρύτρια της εταιρείας OneTaste, διέδωσε τη φιλοσοφία της στη σκηνή του TEDx αλλά και ως τακτική καλεσμένη στο podcast της Goop.
«Ό,τι έκανε το διαδίκτυο για τους υπολογιστές, ο γυναικείος οργασμός μπορεί να κάνει για την ανθρώπινη σύνδεση», υποσχόταν το 2013. Η συγκεκριμένη πρακτική, κατά την οποία ένας σύντροφος –συχνά όχι ρομαντικός– χαϊδεύει τα απόκρυφα σημεία μιας γυναίκας, υποτίθεται ότι απελευθερώνει τις γυναίκες από τα τραύματα και πυροδοτεί τη δημιουργικότητα. Η εταιρεία λέει ότι στο απόγειό της 35.000 άνθρωποι είχαν παρακολουθήσει τις συνεδρίες και τις εκδηλώσεις της, 1.500 είχαν εκπαιδευτεί ως δάσκαλοι ενώ τα ετήσια έσοδα ξεπερνούσαν τα 11 εκατομμύρια δολάρια.
Τώρα οι ομοσπονδιακοί εισαγγελείς λένε ότι η Ντεντόν και άλλα στελέχη της OneTaste εξανάγκαζαν τους εργαζόμενους στην εταιρεία να δουλεύουν ακραία ωράρια σε απαράδεκτες συνθήκες προκειμένου να βοηθήσουν στην επέκταση της επιχείρησης, απειλώντας τους με ψυχολογική και οικονομική βλάβη εάν δεν έκαναν αυτό που τους ανατέθηκε. Ο τελευταίος χρόνος πέρασε για την Ντεντόν με μια αλληλουχία ακροαματικών διαδικασιών, αλλά η δίκη που ήταν να ξεκινήσει αυτόν τον μήνα, αναβλήθηκε απροσδόκητα για τον Μάιο.
Το 2017, η Ντεντόν πούλησε το μερίδιό της στην εταιρεία OneTaste έναντι 12 εκατομμυρίων δολαρίων σε μετρητά. Λίγο αργότερα όμως έφτασαν τα κακά μαντάτα. Τον Ιούνιο του 2018, μια ιστορία του Bloomberg Businessweek σχετικά με την OneTaste κατηγορούσε την εταιρεία για επιθετικές τακτικές πωλήσεων, για μια ελευθεριακή σεξουαλική ατμόσφαιρα και για πρακτικές που θύμιζαν αίρεση.
Παρά το γεγονός όμως ότι αντιμετωπίζει την προοπτική της δίκης και της φυλάκισης, η 57χρονη Ντεντόν έχει ενισχύσει τη σταυροφορία της. «Η πρακτική μου έχει αυξηθεί σε δύο φορές την ημέρα», λέει για τις συνεδρίες οργασμικού διαλογισμού της, τις οποίες κάνει με έναν μη ρομαντικό σύντροφο. Η Ντεντόν αντιμετωπίζει την κατηγορία της συνωμοσίας με σκοπό την καταναγκαστική εργασία, ένα αδίκημα που κατά κανόνα συνοδεύεται από άλλα αδικήματα όπως η σεξουαλική εμπορία ανθρώπων (sex trafficking) ή η εκμετάλλευση παράνομων μεταναστών.
Η κατηγορία της «αίρεσης» (οι περισσότεροι εργαζόμενοι διέμεναν μόνιμα στις εγκαταστάσεις της εταιρείας) δεν έχει διατυπωθεί επίσημα, οι εισαγγελείς όμως ζήτησαν από τον δικαστή να επιτρέψει στους μάρτυρες να το κάνουν. Από την άλλη μεριά, οι δικηγόροι της εταιρείας δηλώνουν ότι οι ασκούμενοι της OneTaste ήταν ενήλικες που επέλεξαν να περάσουν την πόρτα της εταιρείας και ήταν ελεύθεροι να φύγουν ανά πάσα στιγμή. Οι ένορκοι θα πρέπει να κρίνουν το κατά πόσον ο υποτιθέμενος ψυχολογικός εξαναγκασμός που ασκούσε η Ντεντόν και οι συνεργάτες της υπερέβη αυτή τη συναίνεση και ισοδυναμεί με έγκλημα.
Για την ίδια και τους ακόλουθούς της, ο οργασμικός διαλογισμός είναι μια πρακτική που ενισχύει τη συνειδησιακή λειτουργία, δημιουργεί δεσμούς και είναι ένας τρόπος για να διοχετεύσει δημιουργικά η γυναίκα τη σεξουαλική της ενέργεια. Η διαδικασία έχει ως εξής: Μια γυναίκα, γυμνή από τη μέση και κάτω, ξαπλώνει σε προσεκτικά τοποθετημένα μαξιλάρια με τα πόδια της σε θέση πεταλούδας. Ένα πλήρως ντυμένο άτομο –συχνά ένας άνδρας– βάζει ένα χρονόμετρο για 15 λεπτά. Χρησιμοποιώντας (με γάντι και λιπαντικό) τον δείκτη του αριστερού του χεριού, χαϊδεύει το άνω αριστερό τεταρτημόριο της κλειτορίδας της γυναίκας με την πίεση που θα χρησιμοποιούσε κανείς για να αγγίξει μια βλεφαρίδα.
«Η κορύφωση δεν είναι συνώνυμο του οργασμού», έγραφε η Ντεντόν στο βιβλίο της «Slow Sex: The Art and Craft of the Female Orgasm» του 2011. «Ο οργασμός είναι η ικανότητα του σώματος να δέχεται και να ανταποκρίνεται στην ηδονή». Η ιδέα είναι ότι ο οργασμικός διαλογισμός χρησιμοποιεί τη διέγερση για να αποκτήσει πρόσβαση στη λανθάνουσα δημιουργικότητα και σε μια μυστικιστική κατάσταση και όσοι επιδίδονται σ’ αυτήν την πρακτική μπορούν να χρησιμοποιήσουν αυτή την «ερωτική δύναμη» για να συνδεθούν με τους άλλους και να μειώσουν τον πόνο, ψυχικό και σωματικό.
Η Ντεντόν έκανε σπουδές φύλου και σημειολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο. Μετά την αποφοίτησή της, ξεκίνησε μια γκαλερί τέχνης, ενώ για να τα φέρει βόλτα δούλευε περιστασιακά σε μια πιτσαρία ενώ έκανε και στριπτίζ. Αρκετά χρόνια αργότερα, σχεδίαζε να γίνει βουδίστρια καλόγρια όταν γνώρισε έναν άνδρα σε ένα πάρτι. «Υπάρχει μια πρακτική που ίσως θέλεις να δοκιμάσεις», θυμάται η ίδια να της λέει πριν πάνε στο σπίτι του, ένα γιόγκα άσραμ. «Βγάλε το παντελόνι σου και ξάπλωσε», της είπε. «Θα σε χαϊδέψω για 15 λεπτά». Στην αρχή της φάνηκε τρελό, λέει, αλλά έκανε ό,τι της είπε. Η εμπειρία της άνοιξε τα μάτια, όπως λέει. «Επέστρεφα στο σπίτι τη νύχτα και ένιωθα τόσο καθαρά».
Αφού εκπαιδεύτηκε για περίπου επτά χρόνια, μεταξύ άλλων και με τον Καλιφορνέζο γκουρού του σεξ Ρέι Βέτερλαϊν, γνωστό για τη διδασκαλία μιας μεθόδου για την παράταση του οργασμού, ίδρυσε το 2004 την OneTaste μαζί με έναν επιχειρηματικό της εταίρο. Το όνομα προήλθε από μια βουδιστική ρήση για την ελευθερία: «Όπως ο μεγάλος ωκεανός έχει μια γεύση, τη γεύση του αλατιού, έτσι και αυτή η διδασκαλία και η πειθαρχία έχει μια γεύση, τη γεύση της απελευθέρωσης».
Το 2017, η Ντεντόν πούλησε το μερίδιό της στην εταιρεία OneTaste έναντι 12 εκατομμυρίων δολαρίων σε μετρητά. Λίγο αργότερα όμως έφτασαν τα κακά μαντάτα. Τον Ιούνιο του 2018, μια ιστορία του Bloomberg Businessweek σχετικά με την OneTaste κατηγορούσε την εταιρεία για επιθετικές τακτικές πωλήσεων, για μια ελευθεριακή σεξουαλική ατμόσφαιρα και για πρακτικές που θύμιζαν αίρεση.
Μετά την παρέμβαση του FBI, τα κέντρα OneTaste ανά την υφήλιο άρχισαν να κλείνουν το ένα μετά το άλλο. Πέντε χρόνια αργότερα, η Ντεντόν και η επικεφαλής των πωλήσεών της, Ρέιτσελ Σέρβιτς, παραπέμφθηκαν σε δίκη. Η Νικόλ Ντεντόν πάντως δεν φαίνεται να ανησυχεί για το ενδεχόμενο να περάσει χρόνια στη φυλακή και δηλώνει ότι θα συνεχίσει εκεί το έργο της, σ’ ένα περιβάλλον με εκατοντάδες γυναίκες που έχουν βιώσει τραύματα και θα μπορούσαν να βοηθηθούν σημαντικά από την εξάσκηση του οργασμικού διαλογισμού.
Με στοιχεία από The Wall Street Journal