ΔΕΝ ΕΧΩ ΔΙΑΒΑΣΕΙ ακόμα την πρόσφατη αυτοβιογραφία του Διονύση Σαββόπουλου («Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα»), διάβασα όμως ξανά το εξαίρετο βιβλίο του δοκιμιογράφου και ιστορικού του δικαίου, Δημήτρη Καράμπελα με τίτλο απλώς το ονοματεπώνυμο του σπουδαίου όσο και (καθ’ έξιν;) «πολωτικού» Έλληνα τραγουδοποιού.
Αυτή η θερμή, ενθουσιώδης, στοχαστική, λυρική μελέτη του έργου του Σαββόπουλου που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 2003 (τέσσερα χρόνια μετά την κυκλοφορία του «Χρονοποιού», του τελευταίου του δίσκου με πρωτότυπο υλικό), επανήλθε πριν από λίγο καιρό σε μια αναθεωρημένη έκδοση από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Και παραμένει ζωντανή και καίρια, όπως και το ίδιο το υποκείμενό της, που βρίσκεται πάντα στην επικαιρότητα, για όλους τους σωστούς και τους λάθος λόγους. Που συχνά δεν έχουν να κάνουν με το έργο του, παρότι κι αυτό εξακολουθεί να διχάζει.
Πολλοί τραβάνε την «κόκκινη» γραμμή στα Τραπεζάκια Έξω, άλλοι στο Κούρεμα. Προσωπικά, θα έλεγα ότι ακόμα και οι τελευταίοι του δίσκοι έχουν κάποια τραγούδια που έχουν θέση στον σαββοπουλικό κανόνα, με εξαίρεση ίσως το ατυχές – και ανυπόφορα «cringe» κατά τόπους, για να χρησιμοποιήσουμε την τρέχουσα αργκό – άλμπουμ με τις διασκευές που είχε τίτλο Το ξενοδοχείο. Ειδικά το «Μέρα όμορφη» (το “Perfect Day” του Lou Reed) ήταν σα να δίνει έτοιμη στο πιάτο στον Τζίμη Πανούση την παρωδία του κομματιού που εκτελούσε στις ζωντανές εμφανίσεις του με τίτλο «Πρέζα όμορφη».
«Ο Σαββόπουλος αναζήτησε το Πνεύμα και η άγνοια κι η αδημονία του, ανάμικτες με θυμό και ευσέβεια, φόρτισαν στο έπακρο τα τραγούδια του, οδηγώντας τα, άλλοτε σπασμωδικά και άλλοτε με ένα αλλόκοσμο θάρρος, ως εκεί που δεν έχουν να διεκδικήσουν τίποτε άλλο, παρά μόνον να περιμένουν».
«Ο Σαββόπουλος θα ζήσει αρκετές φορές και τη θεοποίηση και την αποκαθήλωση από το κοινό του…θα γευτεί και το μερίδιο που του αναλογούσε στην ύβρι και το μερίδιο που του αναλογούσε στη μετάνοια», γράφει ο Καράμπελας, ξεκαθαρίζοντας εξαρχής ότι το βιβλίο –που ελπίζει να παραμένει «πιστό στην εφηβική αδημονία που το είχε γεννήσει», όπως σημειώνει στον πρόλογο της νέας έκδοσης, δεν πρόκειται για μια μελέτη μουσικολογική ούτε φιλολογική, ούτε και τον ενδιέφερε μια ιστορική ή κοινωνιολογική πλαισίωση η οποία, κατά τη γνώμη του, «θα εγκλώβιζε τα τραγούδια του Σαββόπουλου στην εποχή τους και θα επιβάρυνε τις νέες ακροάσεις τους».

Δημήτρης Καράμπελας,
Διονύσης Σαββόπουλος,
εκδόσεις Μεταίχμιο
Η διαδρομή από το Φορτηγό («η στιγμή της αυτοσυνειδησίας του ελληνικού τραγουδιού, η στιγμή που με βίαιη κίνηση ξεσκεπάζεται κι αποκαλύπτεται ποια καινούργια πραγματικότητα όφειλε να αποδεχθεί για να ζήσει») μέχρι τον Χρονοποιό και πέρα από αυτόν, εξετάζεται μέσα από τα βιώματα και τις αναφορές του Σαββόπουλου, πριν καταδυθεί στους εσωτερικούς πυρήνες των τραγουδιών του.
Για τον συγγραφέα αυτής της επικής μονογραφίας, ο Σαββόπουλος αποτελεί «ένα παράδειγμα μείζονος τραγουδοποιού που στηρίχθηκε στα υλικά και τους εκφραστικούς τρόπους μιας ‘ελάσσονος’ στάσης απέναντι στη ζωή, στρέφοντάς τα προς την επιθυμία να γίνουν φορείς ενός υπερβατικού ήθους... Η ένταση ανάμεσα στην επιθυμία του να βιώσει την πίστη του και στις αντιστάσεις του εγώ του, που τείνουν να την παραμορφώσουν ή να την ιδεολογικοποιήσουν, η προσωπική, δηλαδή, συνάντηση μαζί της, διατρέχει όλο το ώριμο έργο του…
Ο Σαββόπουλος αναζήτησε το Πνεύμα και η άγνοια κι η αδημονία του, ανάμικτες με θυμό και ευσέβεια, φόρτισαν στο έπακρο τα τραγούδια του, οδηγώντας τα, άλλοτε σπασμωδικά και άλλοτε με ένα αλλόκοσμο θάρρος, ως εκεί που δεν έχουν να διεκδικήσουν τίποτε άλλο, παρά μόνον να περιμένουν».
Σε ό,τι αφορά το ακανθώδες και διαρκώς «διχαστικό» ζήτημα της ιδεολογικής «μεταστροφής» του Σαββόπουλου ή της προσχώρησής του στο νεόρθοδοξο ρεύμα, ο Δημήτρης Καράμπελας έχει να καταθέσει (ξανά) τα εξής: «Ο τραγουδοποιός είχε διεκδικήσει από νωρίς, μέσα στα κομματικά χαρακώματα, έναν χώρο που να διασώζει την προσωπική ετερότητα, ένα σημείο ελευθερίας που δεν απορροφάται, αλλά διαφεύγει από τους δογματικούς κομματικούς θεσμούς… Η προσχώρηση του Σαββόπουλου στον Χριστιανισμό λειτουργεί ακόμα και σήμερα ως ένα είδος νευρικού κλονισμού για αρκετούς ακροατές του – ειδικά για όσους θεωρούν ασύμβατη τη θρησκευτική πίστη με μια αιρετική, έστω, αριστερή κοσμοθεωρία.
Κι ωστόσο, οι προϋποθέσεις της ήταν παρούσες στα τραγούδια του από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 – γι’ αυτό και είναι τελικά αδύνατον να διαχωρίσει κανείς τους δίσκους του σε εποχές πριν και μετά τα Τραπεζάκια Έξω. Η στροφή του θα μπορούσε να ‘κατακριθεί’ αν βρισκόταν σε αντίφαση με την εσωτερική ζωή ή τις αληθινές ανάγκες του έργου του – ενώ το Βρώμικο Ψωμί είχε ήδη υπάρξει ο τελευταίος μεγάλος μεταφυσικός δίσκος, ενώ το άνοιγμα του τραγουδοποιού στο Πνεύμα και το όνειρο μιας γιορτής που ριζώνει στο εδώ και τώρα αλλά στρέφεται προς το μέλλον είχαν έρθει σε ρήξη με τις άλλες εναλλακτικές διαδρομές που είχαν ακολουθήσει οι συνομήλικοί του μετά την εκπνοή της δεκαετίας του 1960…».