ήρθαν γύρω από την κρήνη ένα τσούρμο θεατρίνοι
πήγα να τους δω κι εγώ
κι είδα μον’ τον αρχηγό τους
ματωμένο, ξαπλωμένο, μες στο έρημο χωριό
ΣΕ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ τρέφω απέραντη εκτίμηση για τον «Μπάλλο» του Διονύση Σαββόπουλου, έχοντας την ίδια γνώμη από τότε που τον πρωτάκουσα, μαθητής στο Γυμνάσιο ακόμη, στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Πρόκειται για ένα εκπληκτικό ροκ άλμπουμ. Ίσως το κορυφαίο στην ιστορία του ελληνικού ροκ.
Υπάρχει η αντίληψη πως αν εξετάζεις τον Διονύση Σαββόπουλο μέσα στο χώρο τού ελληνικού ροκ, τον υποτιμάς. Πως ο Σαββόπουλος υπερβαίνει συγκυρίες, στεγανά, είδη μουσικά κ.λπ. και πως πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά μόνας μέσα στο ελληνικό τραγούδι γενικότερα, σαν ξεχωριστή οντότητα. Δεν είναι λάθος αυτό.
Όπως δεν είναι λάθος αν υποστηρίξει κάποιος πως η ροκ περίοδος του Σαββόπουλου, και βασικά τα άλμπουμ «Μπάλλος» και «Βρώμικο Ψωμί», αποτελούν από μόνα τους κάτι ξεχωριστό, κάτι μεγάλο και πολύ σοβαρό και πως κάπου θα... χαθούμε στο μέτρημα, αν δεν εξάρουμε τη συμβολή τού ροκ στην δημιουργία τους.
Μάλιστα, τα δύο αυτά άλμπουμ συνδέονται και με κάτι άλλο, που τους δίνει –τους έδωσε τότε, στην εποχή που βγήκαν– μια ξεχωριστή δυναμική. Είναι το γεγονός πως αποτελούν συστατικά στοιχεία των ροκ σκηνών, που διαμορφώνονταν εκείνα τα χρόνια (1969-1972) στην Αθήνα, στα κλαμπ Rodeo και Κύτταρο. Ο «Μπάλλος» φτιάχτηκε, δυνάμωσε και δραπέτευσε μέσα από το Rodeo, ενώ το «Βρώμικο Ψωμί» μέσα από το Κύτταρο.
Υπάρχει η αντίληψη πως αν εξετάζεις τον Διονύση Σαββόπουλο μέσα στο χώρο τού ελληνικού ροκ, τον υποτιμάς. Πως ο Σαββόπουλος υπερβαίνει συγκυρίες, στεγανά, είδη μουσικά κ.λπ. και πως πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά μόνας μέσα στο ελληνικό τραγούδι γενικότερα, σαν ξεχωριστή οντότητα. Δεν είναι λάθος αυτό.
Και φυσικά και τα δύο αυτά LP δεν θα ηχούσαν το ίδιο, αν είχαν ολοκληρωθεί έξω από το ροκ περιβάλλον της εποχής, αν δεν είχαν ενσωματώσει στους στίχους, τις μουσικές, τις ενορχηστρώσεις και τις ερμηνείες τους τα διδάγματα του καλύτερου ροκ, που μας ερχόταν σταδιακά από το εξωτερικό, ανακατωμένο με τον ελληνικό λόγο, τα ελληνικά ακούσματα και την ελληνική, γενικότερα, άποψη. Γιατί το ροκ γίνεται ελληνικό, υψηλά ελληνικό, βασικά μέσα απ’ αυτούς τους δύο δίσκους, τον «Μπάλλο» και το «Βρώμικο Ψωμί».
Το «Περιβόλι του Τρελλού» [Lyra, 1969] προσωπικά δεν το θεωρώ ροκ άλμπουμ, με την έννοια των άλλων δύο δίσκων. Γενικότερα, ναι, είναι ροκ, όπως ροκ μπορεί να είναι πολλά και διαφορετικά πράγματα, αλλά το ροκ, ειδικότερα, λείπει από το «περιβόλι». Το γκρουπ, τα Μπουρμπούλια, είναι από υποβαθμισμένο, έως εξαφανισμένο και οι ενορχηστρώσεις τού Γιώργου Κοντογιώργου μπορεί να είναι άψογες, αλλά δεν έχουν ουδεμία σχέση με το ροκ, έτσι όπως αυτό θα το «τακτοποιούσε» ένα ροκ συγκρότημα.
Αυτό το είχε εντοπίσει ήδη από τότε ο μπασίστας των Μπουρμπουλιών, ο Βασίλης Ντάλλας, ο οποίος σε μια συνέντευξή του, μάλλον στον Τάσο Φαληρέα στο περιοδικό Κούρος (τεύχος #2, Μάης 1971), λέει σε σχέση με το «Περιβόλι του Τρελλού»: «Θα μπορούσε να ήταν πολύ καλύτερο. Το υλικό του Σαββόπουλου ήταν φανταστικό, αλλά οι εκτελεστές μάλλον δεν έχουν ιδέα από ροκ και ούτε θέλουν να καταλάβουν. Όσο για τους ηχολήπτες – ωραία πλάκα».
Ο Β. Ντάλλας είχε αναφερθεί, προφανώς, στους session μουσικούς που είχε διαλέξει ο Γιώργος Κοντογιώργος για να συμμετάσχουν στην ηχογράφηση και που έπαιζαν βιολί, πνευστά κ.λπ. και όχι στο ροκ γκρουπ, που, το ξαναλέμε, ήταν υποβαθμισμένο στην ηχογράφηση.
Ο Τάσος Φαληρέας (1940-2000) είχε πει παλαιότερα (Ήχος & Hi-Fi, #243, Ιούνιος 1993) πως ο Σαββόπουλος ήθελε να κάνει ροκ ήδη από την εποχή του «Φορτηγού», και αν δεν έκανε ήταν γιατί «δεν ήξερε μουσική». Πάντως, η αλήθεια είναι πως για πρώτη φορά ο Σαββόπουλος κάνει ροκ, δισκογραφικά, στον «Μπάλλο», όταν αναλαμβάνει ο ίδιος τις ενορχηστρώσεις των τραγουδιών του, μαζί με τα Μπουρμπούλια, και αυτό το ροκ, παραμένει ανεξίτηλο, σαν άποψη, 50 χρόνια αργότερα.
Τούτο, τελικά, το υποστηρίζει και ο Τ. Φαληρέας, ο οποίος στην ίδιαν αφήγηση, στον Ήχο, λέει κάτι πολύ σωστό, όχι μόνο για τον «Μπάλλο», μα και για το ροκ γενικότερα:
«Νομίζω πως το ροκ πέρασε στην Ελλάδα, αν πέρασε, μέσα από ένα δίσκο, τον “Μπάλλο”. Αυτό, όμως, δεν μπορώ να το πω με σιγουριά, γιατί δεν ξέρω κι εγώ τι πάει να πει ροκ. Περισσότερο αυτό που λέμε ροκ μπορώ να το εντοπίσω χρονικά».
Ορισμός του ροκ δεν υπάρχει, γιατί το ροκ είναι πολλά, και πολλές φορές αντιφατικά πράγματα. Ο εντοπισμός του όμως σε μια χρονική περίοδο που, στην Ελλάδα, συνέπεσε με την επταετία της δικτατορίας, είναι η πιο απλή και αδιαμφισβήτητη αλήθεια.
Τι είχε προηγηθεί, όμως, της έκδοσης τού «Μπάλλου», στα τέλη Μαρτίου 1971; Πολλά και διάφορα. Ας τα δούμε ένα-ένα...
Κατ’ αρχάς την συγκεκριμένη εποχή, στη διετία 1970-71, καταγράφεται η... ενηλικίωση του ροκ στον τόπο μας. Και του ελληνικού ροκ, μα και του ροκ γενικότερα. Τούτο, υπό την έννοια πως το ροκ διαχέεται ακόμη πιο πολύ, μέσα από τα περιοδικά, τις εφημερίδες, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση και βεβαίως τον κινηματογράφο, με ταινίες όπως το Woodstock ή με άλλες που διαθέτουν ροκ σάουντρακ (το Easy Rider π.χ.).
Είναι η εποχή των μεγάλων διεθνών φεστιβάλ (βλ. Isle of Wight), που απασχολούν ευρέως τον ελληνικό Τύπο, είναι η εποχή των ροκ-μιούζικαλ (βλ. Hair, που ανεβαίνει στην Ελλάδα μέσα στο 1970) και είναι η εποχή των long plays, των δίσκων βινυλίου 33 και 1/3 στροφών, που μαζί με τα 45άρια, διασκορπίζουν την ροκ τραγουδοποιία σε μίντια, τζουκ-μποξ, κλαμπ, ντισκοτέκ, πάρτυ κ.λπ. Όλα αυτά μπορεί να υπήρχαν και στα σίξτις, αλλά με τον ερχομό της καινούριας δεκαετίας μπαίνουν σε μιαν άλλη βάση.
Η Lyra, του Αλέξανδρου Πατσιφά, με τον Τάσο Φαληρέα στο ρόλο τού «υπεύθυνου για όλα», όπως και το δισκάδικο Pop Eleven των αδελφών Φαληρέα, του Γρηγόρη και του Τάσου, που άνοιξε εκείνη την εποχή (χειμώνας 1969-70) παίζουν μεγάλο ρόλο.
Η Lyra / Zodiac δεν κάνει μόνον παραγωγές, μικρών και μεγάλων δίσκων τού ελληνικού ροκ, αλλά αντιπροσωπεύει και ξένες εταιρείες (Warner Bros, Elektra, Atlantic, Reprise…), τυπώνοντας στη χώρα μας LP των Frank Zappa / The Mothers, The Doors, Led Zeppelin, Jethro Tull, Yes, Ides of March, Osibisa...
Υπάρχει ένας ροκ οργασμός, τηρουμένων των αναλογιών, ο οποίος δεν εμποδίζεται, διόλου, από το καθεστώς. Απεναντίας, αυτό, το δικτατορικό καθεστώς εννοούμε, αφήνει το πεδίο ελεύθερο, σε πολύ μεγάλο βαθμό, ώστε να αναπτυχθεί το ροκ στην Ελλάδα (ακόμη και επιχειρηματικά), για τους δικούς του ταπεινούς λόγους, που τους έχουμε αναλύσει σε παλαιότερα κείμενα, εδώ στο LiFO.gr, παρέχοντας, βασικά, εκπομπές στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση, αφήνοντας, παράλληλα, παντελώς ελεύθερη, ώστε να αναπτυχθεί, την ροκ δισκογραφία. Κοντολογίς; Το εργοστάσιο της Columbia «έκοβε» ροκ δίσκους και δισκάκια συνεχώς.
Στο μόνο που δεν υπάρχει οργασμός είναι στην συνεπή και ουσιαστική «ροκ δημοσιογραφία». Δεν υπάρχουν βιβλία, ούτε πρωτότυπα ελληνικά, εννοείται, μα ακόμη ούτε και μεταφρασμένα. Τα ελάχιστα μουσικά περιοδικά κινούνται στα καλούπια των περιοδικών της «χρυσής νεολαίας» της περασμένης δεκαετίας (Μοντέρνοι Ρυθμοί), στο στυλ αφέλεια και συντήρηση (δηλαδή αντίδραση), με τα σκήπτρα να κρατούν τα μεγάλα οικογενειακά και διεθνούς επικαιρότητας περιοδικά (ΦΑΝΤΑΖΙΟ, Επίκαιρα κ.λπ.), με μεταφρασμένα κείμενα από την αλλοδαπή, άρα και έγκριτα σ’ έναν βαθμό, όπως και με επιτόπια ρεπορτάζ στις ροκ σκηνές και στα κλαμπ, καταγράφοντας τον παλμό της νεολαίας της εποχής.
Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό «λειτουργούν» μουσικοί όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος, με τα Μπουρμπούλια του, που εκείνη την εποχή, 1970 προς ’71, μέλη τους ήταν οι János Lambizi ηλεκτρική κιθάρα, Σπύρος Καζιάνης φαγκότο, τρομπόνι, Νίκος Μουρίκης κόρνο, Βασίλης Ντάλλας μπάσο και Νίκος Τσιλογιάννης ντραμς, ενώ κοντά σε όλους αυτούς βρισκόταν και η τραγουδίστρια Μαρίζα Κωχ.
Το σχήμα ξεκινάει στο κλαμπ Rodeo, της Πλατείας Βικτωρίας (Χέυδεν 34) τον χειμώνα του 1969-70, για να συνεχίσει απτόητο και την επόμενη σεζόν 1970-71.
Είναι η εποχή όπου ετοιμάζεται ο «Μπάλλος» και παρουσιάζεται στο Rodeo. Ο Γιάννης Πετρίτσης (δημοσιογράφος, τραγουδοποιός κ.λπ., ο πρώτος που είχε ανεβάσει το μιούζικαλ Hair στην Ελλάδα), ο οποίος δούλευε τότε για τα Επίκαιρα, επισκέπτεται το κλαμπ και γράφει στο περιοδικό (τεύχος #121, 27 Νοεμβρίου-4 Δεκεμβρίου 1970) τα ακόλουθα:
«Κι όμως το τελευταίο Σάββατο, κάπου εκεί στην Πλατεία Βικτωρίας, ακούγοντας τον Διονύση Σαββόπουλο και την παρέα του, ένοιωσα πάλι εκείνο τον γνώριμο ρυθμικό αισθησιασμό, καθώς ο κόσμος κτυπούσε τα χέρια του, κτυπούσε τα τραπέζια ή άνοιγε τα δάκτυλά του στο σήμα της νίκης (σ.σ. ποιας «νίκης» άραγε;).
Κόσμος μιας κάποιας ηλικίας, περικυκλωμένος από αγόρια με μακριά μαλλιά και κορίτσια με παντελόνια, μάξι τουαλέτες ανακατεμένες με μπλου τζηνς, γραβάτες και χίπικα χαϊμαλιά – όλοι μαζί, ταιριασμένοι, αδελφωμένοι, άλλοι με έντονες κινήσεις και άλλοι με ανεπαίσθητες συμμετείχαν στις επικές μπαλάντες του Σαββόπουλου.
Γιατί ομολογουμένως “Η θεία Μάνου” (σ.σ. «Η θεία Μάρω»), ο «Αντύπας» (σ.σ. «Σαν ρεμπέτικο παλιό»), «Η σημαία» (σ.σ. «Σημαία από νάυλον»), «Ο ληστής» (σ.σ. «Ο παλιάτσος κι ο ληστής»), το «Ολαρία» (σ.σ. «Ολαρία-ολαρά») η «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη» και τόσα άλλα είναι περισσότερο θούρια, παρά τραγούδια, γραμμένα πάνω σε ελληνικά μοτίβα, μετρημένα πάνω σε μοντέρνους ρυθμούς, δωδεκάμετρα κ.λπ. και ενορχηστρωμένα έτσι, ώστε παρά τους ελληνικούς στίχους να μην ξεφεύγουν από το κλίμα τής ποπ – έχοντας την πρόθεση να παρασύρουν, να συγκινήσουν ή να προκαλέσουν το γέλιο, μα πάνω απ’ όλα να εμψυχώσουν αυτούς που τα ακούνε».
Η βασική πληροφορία, που δίνει εδώ ο Γ. Πετρίτσης, πέρα από την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο Rodeo, είναι πως ήδη από τον Νοέμβριο του 1970 τα τραγούδια τού δίσκου «Μπάλλος», όπως τα «Ο παλιάτσος κι ο ληστής» και «Σημαία από νάυλον», ακούγονταν και δοκιμάζονταν στο κλαμπ… και όχι μόνον αυτά, μα ακόμη και ίδιος ο μεγαλόπνοος «Μπάλλος». Όπως διαβάζουμε λίγο πιο κάτω, στο ίδιο άρθρο:
«Νέα παιδιά, με μακριά μαλλιά και ατημέλητο ντύσιμο... Η ορχήστρα του Διονύση... Στη μέση, αυτός με τη φλογέρα του... και οι πρώτες νότες από το καινούργιο μεγάλο κομμάτι του, τον “Μπάλλο”... Και γύρω-γύρω κορμιά που αρχίζουν να σαλεύουν, πρόσωπα που αρχίζουν να εκστασιάζονται, κοπέλες που φωνάζουν, φώτα, πολλά φώτα, σποτ που ανάβουν και σβήνουν, ένα δάσος από χέρια... και οι στίχοι του Διονύση σαν μαχαίρια: “Ωχ, πηδώ, χοροπηδώ / κι έχω ένα τσίρκο ηλεκτρικό, μεσ’ στο μυαλό μου / Μεσ’ στο μυαλό μου που ’χει όρια / και μια ελευθερία ζόρικια / αλίμονό μου...”».
Το Rodeo, ας το πούμε αυτό, δεν ήταν κάποιο περιθωριακό μαγαζί, κάποια... ροκ γιάφκα. Ήταν ένα κλαμπ για τον πολύ κόσμο, να μην πούμε για όλο τον κόσμο, ένα venue για την Αθήνα του ’70 από το οποίο θα περνούσε και το ανώνυμο πλήθος, μα και οι «επώνυμοι». Και εννοούμε τους ξένους «επώνυμους», τους σχετικούς με το ροκ ή και όχι.
Έτσι, στις αρχές Δεκεμβρίου του 1970 θα βρεθεί στο Rodeo, για ν’ ακούσει τον Σαββόπουλο με τα Μπουρμπούλια του, ο Michael Wadleigh, o σκηνοθέτης της ταινίας Woodstock, που τότε βρισκόταν στην Αθήνα, με την σύζυγό του, ενώ λίγο πιο μετά, τον Φλεβάρη του ’71, θα βρεθούν εκεί και οι πρωταγωνιστές τής ταινίας τού Henri Verneuil “Le Casse” (ε.τ. «Οι Διαρρήκτες»), που γυριζόταν εκείνη την περίοδο σε Αθήνα και Πειραιά, δηλαδή οι Jean-Paul Belmondo, Omar Sharif, Robert Hossein και Nicole Calfan. Και αναφερόμαστε σε όλους αυτούς, επειδή υπάρχουν οι σχετικές φωτογραφίες... καθότι υπάρχουν πληροφορίες και για άλλους ακόμη. Μπορείτε να δείτε κι εδώ.
Σημασία έχουν, όμως, και κάποια λόγια τού Wadleigh για τον Σαββόπουλο, που καταγράφει πάλι ο Γιάννης Πετρίτσης, σ’ ένα επόμενο τεύχος των Επικαίρων (#123, 11-18 Δεκεμβρίου 1970). Λέει ο σκηνοθέτης του Woodstock:
«Ο Σαββόπουλος, που σήμερα άκουσα, εκφράζει μουσική-κήρυγμα. Διαθέτει μια ορχήστρα με θαυμάσιο ήχο. Θα τον ακούσω οπωσδήποτε μιαν ακόμη φορά, πριν φύγω από την Ελλάδα, και θα πάρω ένα μικρό βίντεο, το οποίο θα δείξω στους οργανωτάς τού φεστιβάλ του Νιούπορτ, με σκοπό τη μετάκλησή του εκεί το ερχόμενο καλοκαίρι».
Μπορεί αυτό να μην συνέβη τελικά, κάτι που, ενδεχομένως, να άλλαζε εντελώς την πορεία του Σαββόπουλου, του ελληνικού ροκ ή και της ελληνικής μουσικής γενικότερα, αλλά είναι ενδεικτικό τής αξίας που είχε τότε, ακόμη και για τα εξασκημένα «ξένα» αυτιά, ο ήχος των Σαββόπουλου-Μπουρμπούλια.
Ο «Μπάλλος» αρχίζει να απασχολεί τον κόσμο, τους θαμώνες του Rodeo, πριν από την κυκλοφορία του σε δίσκο, όπως ήδη γράφτηκε παραπάνω, και κάπως έτσι, προς το τέλος του 1970, οι στίχοι από το φερώνυμο track τυπώνονται στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Απρόοπτο, που έβγαζε, τότε, ο γνωστός στιχουργός-ποιητής Άκος Δασκαλόπουλος (ως Κ.Ε. Δασκαλόπουλος).
Οι στίχοι είναι αποτυπωμένοι με εξαιρετική ακρίβεια, όπως ακριβώς θα ακούγονταν στον δίσκο, λίγους μήνες αργότερα, εκτός από ένα σημείο. Έτσι λοιπόν μετά το… «έρχεται καταπάνω μου και με τυλίγει / φέρνω το δάχτυλο στα χείλη: / σςςςς, σςςςς!» διαβάζουμε το ακατάληπτο… «Τωςς θάνα στύγκουμ μπρα / Βρώος βίτος κουμ στυγκά» με την υποσημείωση «χορωδία από μακρυά».
Αυτό το δίστιχο, που «ακούγεται» και μετά το… «ραντίζει με αίμα τις πέτρινες κερκίδες / κάνοντας το τοπίο να μεγαλώνει», δεν έχει αποτυπωθεί στο βινύλιο, αφού έχει αντικατασταθεί από μερικά πνευστά μέτρα, στα οποία κυριαρχεί το τρομπόνι του Σπύρου Καζιάνη (φυσικά, μπορεί να τραγουδηθεί άνετα πάνω στα συγκεκριμένα μέτρα). Τι μπορεί να συνέβη, στην ηχογράφηση, δεν ξέρουμε. Μόνον υποθέσεις μπορεί να γίνουν…
Κατ’ αρχάς οι λέξεις δεν φαίνονται και τόσο τυχαίες. Πιθανώς, δε, να αφορούσαν σε κάποια γλώσσα ή διάλεκτο… βαλκανο-ουγγρικής προέλευσης. Μην ξεχνάμε και το «ντιλεντέμ λεντιλέμ», με το θέμα των πνευστών και την διασκευή τής βαλκανικής λαϊκής μελωδίας (όπως αναγράφεται και στο οπισθόφυλλο του «Μπάλλου»).
Άρα ο «Μπάλλος», το συγκεκριμένο track εννοούμε, ήταν… βαλκανικός;
Όχι ακριβώς. Η βασική μελωδία ήταν παρμένη από ουγγρικό παραδοσιακό, το οποίο είχε φέρει στο συγκρότημα ο ιταλο-ούγγρος κιθαρίστας János Lambizi.
Ο Lambizi είχε ενοχληθεί από το γεγονός πως δεν είχε γραφτεί στον δίσκο ότι η μελωδία τού κομματιού είχε στηριχθεί σ’ ένα συγκεκριμένο ουγγρικό παραδοσιακό, το “Érik a szőlő”, φθάνοντας να δηλώσει τα ακόλουθα, λίγα χρόνια αργότερα, στο περιοδικό Μουσική (τεύχος #4, Μάρτιος 1978):
«Όταν έπαιζα με το Σαββόπουλο ξεκινήσαμε να φτιάξουμε το LP “Μπάλλος”, το οποίο αποτελείται από ένα βασικό θέμα, που είναι η κακή απομίμηση ενός παλιού ουγγαρέζικου κομματιού, πάνω στο οποίο έγινε μια γελοία ενορχήστρωση, στην οποία, ντρέπομαι να το πω, έλαβα κι εγώ μέρος. Πάνω σ’ όλα αυτά χρησιμοποιήθηκαν στίχοι που δεν έχουν καμιά σχέση με το βασικό θέμα του κομματιού, το οποίο λέει για τον πόνο και τον ιδρώτα που έχουν δώσει οι Ούγγροι αγρότες για να ζήσουν καλλιεργώντας τη γη. Για όποιον έχει ακούσει τα λόγια αυτού του δίσκου δεν είναι δύσκολο να καταλάβει ότι αυτά που ακούγονται δεν έχουν καμιά πραγματική σχέση ούτε με πόνο, ούτε με ιδρώτα. Και όμως αυτός ο δίσκος πούλησε οκτώ χιλιάδες αντίτυπα από την πρώτη μέρα που βγήκε. Η μουσική του Σαββόπουλου κατά τη γνώμη μου είναι σαν να έχουμε ανακατέψει μία ωραία σούπα με μισό κιλό παρφέ παγωτό».
Μπορεί να είχε δίκιο ο Lambizi, πως η μελωδία ήταν ουγγρική και όχι γενικώς «βαλκανική», αλλά σε όλα τα άλλα είχε λάθος. Μεγάλο λάθος. Η ενορχήστρωση δεν ήταν «γελοία», απεναντίας ήταν πάρα πολύ καλή, ενώ το γεγονός πως οι στίχοι τού Σαββόπουλου δεν είχαν καμία σχέση με τους πρωτότυπους δεν μπορεί (αυτό) να αποτελέσει, σε καμία περίπτωση, μομφή. Απεναντίας...
Πολλά χρόνια αργότερα, λίγο καιρό πριν φύγει από την ζωή, ο János Lambizi (1948-2019) είχε ξαναμιλήσει για τον «Μπάλλο» σε μια συνέντευξή του, που είναι ανεβασμένη στο YouTube (κανάλι Musicpaper.gr), ξεκαθαρίζοντας, από την μεριά του, ακόμη περισσότερο τα πράγματα:
«Ο “Μπάλλος”, χωρίς να θέλω να πω τίποτα κακό για τον Διονύση, είναι μία ουγγαρέζικη φολκ μουσική, και η μελωδία και τα ακόρντα και όλα αυτά που ακούς εκεί είναι από ουγγαρέζικο φολκ. Αυτό που με πειράζει, μέσα σε όλο αυτό το πράγμα, είναι ότι εγώ το πήγα, για να δείξω στο γκρουπ το πώς είναι η ουγγαρέζικη μουσική… περίπου. Και στο δίσκο δεν νομίζω ότι γράφτηκε η πηγή. Αυτό δεν μου άρεσε.(...)
Εγώ δεν θέλω να πειράξω τον Διονύση, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Ήμασταν φίλοι με τον Διονύση, αλλά φίλοι που ποτέ δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν σε τίποτα. Ήμασταν, όμως, φίλοι. Εγώ τον αγαπάω. Και τώρα... γιατί τώρα παίζει πολύ καλή κιθάρα ο Διονύσης, τώρα που έχει μάθει έτσι, τον κοιτάζω κι εγώ με άλλο μάτι. Εγώ, τότε, δεν καταλάβαινα τίποτα απ’ αυτά που έλεγε στον “Μπάλλο”, γιατί ο Διονύσης ήταν πολύ μέσα και σε πολιτικά θέματα και τέτοια, με τα οποία εγώ δεν έχω ασχοληθεί ποτέ και δεν με ενδιέφεραν ποτέ αυτά τα πράγματα, έτσι τόσο βαθιά, αλλά ούτε και επιφανειακά».
Το ότι ο Σαββόπουλος μετέτρεψε, στο οπισθόφυλλο του δίσκου, την ουγγαρέζικη παραδοσιακή μελωδία σε «βαλκανική λαϊκή μελωδία» συνέβη, προφανώς, επειδή έτσι εξυπηρετείτο καλύτερα το... βαλκανικό όραμά του. Εξάλλου ο σκοπός ήταν γνωστός και στην Τρανσυλβανία (που έχει εκτεταμένο ουγγρικό στοιχείο) και που ως περιοχή ανήκουσα στην Ρουμανία θα μπορούσε να θεωρηθεί ακόμη και βαλκανική.
Εντάξει, αυτό μπορεί να ακούγεται κάπως τραβηγμένο τώρα, αλλά φαίνεται πως ο Σαββόπουλος, επηρεασμένος και από το ποίημα «Όρνεον 1748» του Νίκου Εγγονόπουλου και πιο συγκεκριμένα από το έσχατο τρίστιχο «“Μίρκο Κράλη, τι ζητάς; / εδώ δεν είναι παίξε γέλασε: / εδώ είναι Μπαλκάνια”», ήταν εύκολο ή και αναγκαίο ακόμη-ακόμη να προβεί σ’ αυτήν την ατασθαλία.
Τι ήταν ο «Μπάλλος» για τον ίδιον τον Διονύση Σαββόπουλο; Το λέει ο ίδιος σε μια συνέντευξή του στην εφημερίδα Το Βήμα, στον Γιώργο Κοντογιάννη (Πάσχα, 1971):
«Με τη μουσική τού “Mπάλλου” κυκλοφορώ μέσα στα Βαλκάνια, που έχω στο μυαλό μου. Το τραγούδι μου είναι εικόνα να πούμε, που μπορεί όμως να περπατήσει μόνη της. Μέσα στον “Μπάλλο” οι φίλοι μου με πείθουν να πεθάνω για να ταυτιστούν μαζί μου, λοιπόν κι εγώ πεθαίνω κι όταν πέφτει η αυλαία ξανασηκώνομαι. Μετά πάω κοντά τους και τους λέω ότι αναστήθηκα. Κι αυτοί μπερδεύονται. Τους κακοφαίνεται. Ωστόσο αναλαμβάνω πλήρως την ευθύνη να κάνω το ψέμα αλήθεια, καλλιτεχνικώς, ως σώου. Γι’ αυτό είμαι ο αρχηγός αυτού του πανηγυριού».
Ο Σαββόπουλος οραματιζόταν έναν ελληνικό ροκ ήχο, ανακατεμένο με στοιχεία τής ευρύτερης βαλκανικής παράδοσης. Εξάλλου ο ίδιος ήταν επηρεασμένος βαθιά από την παράδοση, κάτι που φαινόταν και στο «Ντιρλαντά» του και στην επαγγελματική σχέση του με την Δόμνα Σαμίου και στο ζωναράδικο χορό της Θράκης, πάνω στον οποίο στήριξε την «Μαύρη Θάλασσα» από το άλμπουμ του «Βρώμικο Ψωμί» κ.λπ.
Μάλιστα, αυτήν ακριβώς την μουσική μας παράδοση την αντιμετώπιζε ενταγμένη σ’ ένα ευρύτερο, σ’ ένα βαλκανικό πλάνο, όπως φαινόταν και από τους στίχους του (από την επερχόμενη «Μαύρη Θάλασσα»)... «στα μάγια και στα όνειρα καμπάνα και καντήλα / Πόλη, Βάρνα, Οδησσός, Κοστάντζα και Μπραΐλα / και σε χρόνο μυστικό σαν ηφαίστειο του Αίμου / λεγεώνες του πολέμου».
Η παράδοση τον ενέπνεε όχι μόνο μουσικά δηλαδή, καθώς το όραμά του αποτυπωνόταν και στα λόγια του – ακόμη και στον «Μπάλλο», εκεί όπου τον ακούμε κάποια στιγμή να τραγουδά: «σε τούτα τα Βαλκάνια, σε τούτο τον αιώνα / συνάντησα τους φίλους μου μια νύχτα του χειμώνα».
Ή, όπως είχε πει και ο ίδιος σ’ εκείνη την συνέντευξή του στον ποιητή Μιχαήλ Μήτρα, στο «Χρονικό 1972», του Καλλιτεχνικού Πνευματικού Κέντρου ΩΡΑ:
«Εγώ πιστεύω πως Έλληνας δεν είναι ο κάτοικος ενός συγκεκριμένου γεωγραφικού χώρου. Είμαι ένας Έλλην ο οποίος παίζει ροκ».
Οι προαιώνιοι στενοί δεσμοί του Ελληνισμού με τις απομακρυσμένες (εκτός της ελληνικής επικράτειας εννοούμε) περιοχές των Βαλκανίων, μα και της Μαύρης Θάλασσας ακόμη, συγκινούν τον Σαββόπουλο, ο οποίος μοιάζει να νοιώθει κάπως σαν εκφραστής μιας πολιτιστικής, ου μην αλλά και πολιτικής, βαλκανικής συνομοσπονδίας.
Από τι στοιχεία αποτελούνταν το ροκ του Σαββόπουλου στον «Μπάλλο»;
Κατ’ αρχάς, και από μουσικής πλευράς, έχουμε τραγούδια που γράφονται ως ροκ από την αρχή τους. Γράφονται δηλαδή για να αποδοθούν από ένα... ηλεκτρικό συγκρότημα, όπως ήταν τα Μπουρμπούλια. Έπειτα, οι ενορχηστρώσεις ήταν ροκ.
Εκείνη την εποχή, στο διεθνές στερέωμα, κυριαρχούσε το ροκ με πνευστά. Οι Blood, Sweat & Tears έκαναν θραύση και μαζί τους συγκροτήματα όπως οι Cold Blood, οι Chicago, οι Ten Wheel Drive, οι Ides of March κ.λπ. Και κάπως έτσι «πνευστό τμήμα» υιοθετήθηκε και στον «Μπάλλο» (Σπύρος Καζιάνης φαγκότο, τρομπόνι, Νίκος Σπίνουλας κόρνο, Νίκος Μουρίκης κόρνο).
Τραγούδια όλων αυτών των αμερικάνικων συγκροτημάτων κυκλοφορούσαν τότε στην Ελλάδα –σε δίσκους ελληνικών εκτυπώσεων εννοούμε– είτε σε 45άρια, είτε σε «κανονικά» LP, είτε σε συλλογές, ενώ και δίσκους εισαγωγής σίγουρα θα μπορούσε κάποιος να βρει στο Pop Eleven και αλλαχού. Αυτά ήταν τα ακούσματα, που είχαν επηρεάσει εκείνη την εποχή τον Σαββόπουλο, και αυτό το λέει όσο πιο ξεκάθαρα γίνεται ο Βασίλης Ντάλλας (μπασίστας στα Μπουρμπούλια), σ’ εκείνη την συνέντευξη στον Κούρο, τον Μάιο του 1971, απαντώντας στην ερώτηση... πώς θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τον «Μπάλλο»:
«Θα σου απαντήσω μπερδεμένα. Ροκ γνήσιο, καθαρό, από τα βαλκανικά βουνά, παρ’ όλο που μοιάζει λίγο και με Ουγγαρία και με Ten Wheel Drive».
Γίνεται λόγος, δηλαδή, εδώ και για τον ουγγαρέζικο σκοπό, που είχε φέρει ο Lambizi στην παρέα, και για τα Βαλκάνια, και για το φωνητικό jazz-rock, με πνευστά, που ακουγόταν κατά κόρον στις αρχές των 70s και που αντιπροσώπευαν γκρουπ όπως οι Ten Wheel Drive.
Υπήρχαν, όμως κι άλλες αναφορές, ακόμη και τζαζ φυσικά. Η κιθάρα του János Lambizi στον «Μπάλλο», σε όλον τον δίσκο, και όχι μόνο στο συγκεκριμένο track, είναι περισσότερο τζαζ, παρά ροκ – με παιξίματα όχι εντυπωσιακά στο φαίνεσθαι (απ’ αυτά, στα οποία αρέσκονται οι rockers), μα πιο τεχνικά, χαμηλής ισχύος, με ωραίο finger picking και με τις νότες να «στάζουν» ολοκάθαρες σαν ν’ ακούς Joe Pass ή Grant Green, ενώ «τζαζ» θα μπορούσε να χαρακτηριστούν και διάφορα περάσματα τού πιανίστα Χάρη Ανδρεάδη.
Φυσικά, η παράδοση αντιπροσωπεύεται στην ενορχήστρωση και από καθαρά παραδοσιακά όργανα, όπως είναι η γκάιντα (Θόδωρος Κεκές) ή ακόμη και τα ποικίλα κρουστά, που χειρίζονταν ο Ευγνώμων Διαλετής, από την παλιά φουρνιά των συγκροτημάτων (Forminx κ.λπ.) και ο Δημήτρης Πουλικάκος (που, την ίδιαν εποχή, σχημάτιζε τον Εξαδάκτυλο).
Ο σχεδόν 17λεπτος «Μπάλλος», που καταλαμβάνει όλη την πρώτη πλευρά του βινυλίου, είναι φυσικά η πολύ μεγάλη, η απλώς συγκλονιστική στιγμή του δίσκου. Ό,τι και να πούμε για τον «Μπάλλο», τώρα, είναι λίγο ή εν πάση περιπτώσει έχει ξαναειπωθεί. Εδώ εκείνο που μετράει είναι το σύνολο, η ενότητα του κομματιού, ο ήχος του, το δόσιμο των μουσικών, με πρώτο τον συνθέτη, οργανωτή και ερμηνευτή Σαββόπουλο.
Στίχοι; Από τους ωραιότερους που θα έγραφε ποτέ στην μακριά διαδρομή του ο τραγουδοποιός. Ελεύθεροι σε επεξηγήσεις και σε νοήματα, ποιητικά πυρετικοί – λόγια ικανά να σε κάνουν να σαστίσεις στο άκουσμά τους ακόμη και τώρα, 50 χρόνια αργότερα.
Η δομή του «Μπάλλου» επίσης εκπλήσσει, έτσι όπως διαμορφώνεται αυτή μέσα από τα τέσσερα μέρη του. Τα έξοχα γεμίσματα στα ντραμς από τον Τσιλογιάννη, το μεγαλιθικό μπάσο του Βασίλη Ντάλλα, που είναι ο μισός ήχος τού «Μπάλλου», και που σε κάνει να σβήνεις από τη μνήμη σου μπασίστες του διαμετρήματος ενός Jack Bruce για παράδειγμα, οι σεμνές πενιές του Lambizi, που είναι πάντα εκεί για να σε ανατριχιάσει, όταν και όπου απαιτείται, στο τρίτο μέρος ας πούμε (στα τρία κουπλέ... «ωχ πηδώ, χοροπηδώ / κι έχω ένα τσίρκο ηλεκτρικό μες στο μυαλό μου» κτλ.), με τα πνευστά και τα κρουστά sections (Διαλετής-Πουλικάκος) να παρουσιάζονται, κάθε στιγμή, πλήρη και ουσιαστικά. Μαγεία!
Μάλιστα η γνωριμία-συνεργασία Σαββόπουλου-Πουλικάκου ήταν εκείνη που έφερε στο σετ των Μπουρμπουλιών την έξοχη διασκευή τού τραγουδιού τού Bob Dylan “All along the watchtower” (που είχε ήδη αποθεώσει ο Jimi Hendrix) ως «Ο παλιάτσος κι ο ληστής».
Το τραγούδι το παρουσίαζε ο Πουλικάκος με το πρώτο συγκρότημά του, τους M.G.C., ήδη από το 1968-69, ενώ με την σύνθεση Δημήτρης Πουλικάκος φωνή, Δημήτρης Πολύτιμος φαρφίζα, Τάκης Σέμπος κιθάρα, Βασίλης Ντάλλας μπάσο, Τζίμης Τζιμόπουλος ντραμς υπάρχει και ζωντανή ηχογράφηση από το καλοκαίρι του ’69, στις Σπέτσες, για την οποία σημείωνε ο Πουλικάκος το 2004, στο ένθετο του άλμπουμ του «Αδέσποτα Σκυλιά» [ΜΒΙ]:
«Ήταν το πρώτο κομμάτι που τραγουδήσαμε στα ελληνικά με τους M.G.C. το 1968. Είχα κάνει τη μετάφραση και ένα βράδυ που το παίζαμε στου Λεωνίδα στην Πλάκα είχε έρθει να μας ακούσει και ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο οποίος μου ζήτησε τα λόγια, του τα ’δωσα και αλλάζοντας αρκετά τους στίχους, το έβγαλε ως ‘Ο παλιάτσος και ο ληστής’!».
Το τραγούδι, στην εκτέλεση του Σαββόπουλου και των Μπουρμπουλιών είναι εκπληκτικό, με φοβερό rhythm section από τους Ντάλλα-Τσιλογιάννη (πολύ μεγάλος μουσικός ο αείμνηστος και πρόωρα χαμένος μπασίστας Βασίλης Ντάλλας), με τον János Lambizi να παίζει πάντα ουσιαστικά και με «προσοχή», με το πνευστό τμήμα να «γεμίζει» ανά σημεία, και με τον Διονύση Σαββόπουλο να δίνει μία από τις ερμηνείες της ζωής του. Ακόμη και σήμερα σου σηκώνεται η τρίχα καθώς ακούς το τραγούδι, που είναι διασκευασμένο εντελώς ξεχωριστά, ερμηνευμένο από σπουδαίους μουσικούς, με ευρύτατο εκτόπισμα.
Η δεύτερη πλευρά τού δίσκου όμως άνοιγε με έναν άλλο ροκ-δυναμίτη, το «Κιλελέρ», εμπνευσμένο από την εξέγερση των αγροτών έναντι των τσιφλικάδων στον θεσσαλικό κάμπο, στο χωριό Κιλελέρ, τον Μάρτιο του 1910.
Αν συνυπολογίσουμε πως ο «Μπάλλος» βγαίνει στην καρδιά της δικτατορίας, τραγούδια σαν το «Κιλελέρ», με την εξεγερσιακή θεματική του, περιβάλλονταν και από μιαν αντιχουντική αύρα – όπως και «Ο παλιάτσος κι ο ληστής» εξάλλου.
Τρίτο τραγούδι στην Β Πλευρά ήταν το «Έρχεται βροχή έρχεται μπόρα», που, στη βάση του, είναι rhythm n’ blues. Πολύ περίεργο αυτό. Γιατί, τότε, το rhythm n’ blues σαν φόρμα, και μάλιστα με ελληνικό στίχο, ήταν τελείως άγνωστο και αχρησιμοποίητο στην Ελλάδα. Πιθανώς ο Σαββόπουλος να είχε και τέτοια ακούσματα, εκείνη την εποχή, μέσω του Τάσου Φαληρέα ή δίσκων από το Pop Eleven, εντάσσοντας με μεγάλη άνεση την συγκεκριμένη φόρμα στο λόγο του και στο ρεπερτόριό του. Σαν τραγούδι πάντως, σαν στίχος, το «Έρχεται βροχή έρχεται μπόρα» ταιριάζει περισσότερο με το κλίμα του άλμπουμ «Το Περιβόλι του Τρελλού».
Εξάλλου στο βιβλίο «Σαββόπουλος / Τα λόγια από τα τραγούδια / με σκίτσα του Αλέξη Κυριτσόπουλου» [Ίκαρος, 1976], εκεί όπου τα λόγια από τα τραγούδια ακολουθούν όχι την σειρά που κυκλοφόρησαν στα άλμπουμ, αλλά την σειρά με την οποία γράφτηκαν, το «Έρχεται βροχή έρχεται μπόρα» είναι τοποθετημένο πριν από τον «Μπάλλο» και πριν από το «Η Δημοσθένους λέξις», ένα τραγούδι που γράφτηκε την εποχή που έπαιρνε σχήμα το «περιβόλι».
Τούτο, όμως, δεν ισχύει για το επόμενο τραγούδι του δίσκου, το «Σημαία από νάυλον», που δεν ανήκει στο κλίμα του «περιβολιού» και που φαίνεται πως είναι γραμμένο μετά το «Φορτηγό» και πριν «Το Περιβόλι του Τρελλού». Ίσως το 1967. Ίσως και πριν την έλευση της δικτατορίας. Στο βιβλίο με τα λόγια είναι τοποθετημένο μετά το «Η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη», που είναι τραγούδι εκείνης της εποχής (1966-67).
Το «Σημαία από νάυλον» είναι ένα πολύ προσωπικό τραγούδι, παρότι στους στίχους τού ρεφρέν του («σημαία από νάυλον υψώνουμε, σημαία πλαστική / ο κόσμος δεν έχει τίποτα να χάσει, και τίποτε να βρει»), μπορεί να βρει ο καθένας κάτι, για να... αφυπνιστεί, με το τελευταίο στιχάκι «τ’ αυτιά μου κλείνω κι αφήνω μια πορδή» να μετατρέπεται σε «τ’ αυτιά μου κλείνω κι αφήνω μια φωνή», για να μην υπάρξει μπλέξιμο με την λογοκρισία.
Το «Διάλειμμα» που ακολουθεί ήταν εκείνο που έλεγε η λέξη, ένα διάλειμμα. Ένα σύντομο οργανικό (διαρκούσε λιγότερο από δύο λεπτά) σε folk-rock κλίμα, που θυμίζει βρετανικά, ανάλογα, συγκροτήματα της εποχής.
Ο «Μπάλλος» θα ολοκληρωνόταν με το «Σ’ ευχαριστώ, ω! εταιρία», επίσης ένα σύντομο τραγούδι (διαρκούσε λίγο πάνω από δύο λεπτά), με πρωταγωνιστές δύο φωνές σε unisono κι ένα πιάνο στα κουπλέ, συν μια ωραία γέφυρα από κόρνο στην μέση του, συν μια προαναγγελία από το «Ολαρία-ολαρά» (που θα ακουγόταν για πρώτη φορά στο «Βρώμικο Ψωμί») στο τέλος του. Σαν υλικό ανήκει και αυτό στην εποχή τού «περιβολιού» και πρέπει να είναι γραμμένο (το τραγούδι) περί το 1967.
Το περιεχόμενο είναι σκωπτικό-ειρωνικό ως προς την εταιρία γενικότερα ή και ειδικότερα ως προς την τότε εταιρία του Σαββόπουλου, την Lyra. Είναι οι δύο κόσμοι, ένας εκτεθειμένος κι ένας με καλυμμένα τα νώτα του (ας το πούμε έτσι), που καλούνται να συνεργαστούν, παρότι μεταξύ τους υπάρχει άβυσσος. Ένα έξυπνο και με ουσία τραγούδι, που μοιάζει ιδανικό για κλείσιμο.
Και κάτι που παρ’ ολίγο να το ξεχάσουμε και δεν θα ήταν σωστό. Το εξώφυλλο τού «Μπάλλου», αυτή η πύρινη, ποπ, πολυχρωματική λαίλαπα, είναι πίνακας, ως γνωστόν, του Αλέξη Ακριθάκη, φιλοτεχνημένος το 1965.
Όιντα!