Πέρυσι, στις 29 Μαρτίου 2021, είχαμε γράψει εδώ στο LiFO.gr ένα κείμενο σχετικό με τον «Μπάλλο» του Διονύση Σαββόπουλου, που είχε κυκλοφορήσει προς το τέλος Μαρτίου του 1971. Τώρα θα πράξουμε το ίδιο για «Το Βρώμικο Ψωμί» και πάλι με αφορμή την συμπλήρωση της πεντηκονταετίας.
Αυτά τα δύο άλμπουμ του Διονύση Σαββόπουλου εξετάζονται μαζί. Πρέπει να εξετάζονται μαζί, γιατί αφορούν στην ίδια ιστορική εποχή, έχουν παρεμφερείς μουσικές και στιχουργικές αναζητήσεις, ενώ εντάσσονται κιόλας στο φάσμα του «ελληνικού ροκ», του καλύτερου ελληνικού ροκ όλων των εποχών, όπως εκείνο εξελισσόταν όχι μόνο στην δισκογραφία, αλλά και στα κλαμπ. Και βασικά στο Rodeo και στο Κύτταρο, αν μιλάμε για την περίπτωση του Διονύση Σαββόπουλου.
Όπως είχαμε τονίσει και στο περσινό κείμενο, το να πιστώνεις τον Διονύση Σαββόπουλο στο ελληνικό ροκ προσπορίζει τιμή στο ελληνικό ροκ πρώτα-πρώτα και όχι κατ’ ανάγκην στον Σαββόπουλο. Από την άλλη όμως, αν δεις τον Σαββόπουλο έξω από το ελληνικό ροκ της εποχής, ακυρώνεις την σημαντική εκείνων των δίσκων του και γενικότερα της περιόδου.
Το ροκ για τον Διονύση Σαββόπουλο εκτός από το fun ήταν και κάτι άλλο, που έλειπε από τα περισσότερα γκρουπ και τους καλλιτέχνες της εποχής. Ήταν η επικοινωνία του με τη ντόπια παράδοση και το ελληνικό στοιχείο, μέσα από ένα σύγχρονο-καίριο τρόπο (και κυρίως λόγο).
Για ποια περίοδο, όμως, συζητάμε – και σε σχέση πάντα με «Το Βρώμικο Ψωμί»; Βασικά λέμε για την τριετία καλοκαίρι / φθινόπωρο 1971-άνοιξη 1974, όταν έχει ολοκληρωθεί πια ο «Μπάλλος» (με τις παραστάσεις στο Rodeo) και ξεκινάει να ετοιμάζεται το υλικό του «βρώμικου ψωμιού». Μια περίοδος που περατώνεται με την τελευταία παρουσία του Διονύση Σαββόπουλου στο Κύτταρο, την άνοιξη του ’74 (όταν το υλικό από «Το Βρώμικο Ψωμί» ακόμη κυριαρχεί).
Αν και θα μπορούσε, εδώ που τα λέμε, να τραβήξουμε την περίοδο χρονικά μέχρι και τον Νοέμβρη του ’74, όταν κυκλοφορεί το δισκάκι με το «Σαν τον Καραγκιόζη» από την Lyra, που αποτελεί ουσιαστικά το... ένατο και τελευταίο τραγούδι από «Το Βρώμικο Ψωμί».
Η πρώτη «Μαύρη Θάλασσα»
Μετά το καλοκαίρι του ’71 ο Διονύσης Σαββόπουλος αρχίζει να σκέφτεται γύρω από ένα νέο άλμπουμ, μέσα στο οποίο δεν μπορεί παρά να έχει αισθητή παρουσία κι ένα κομμάτι υπό τον τίτλο «Μαύρη Θάλασσα».
Στην αρχή γράφεται η μουσική, χωρίς τα λόγια, πράγμα σπάνιο για τον Σαββόπουλο, καθώς λόγια και μουσική «βγαίνουν» πάντα μαζί, η οποία (μουσική) αποτελείται από τρία τμήματα. Μία εισαγωγή στην οποία κυριαρχεί η ηλεκτρική κιθάρα και το φλάουτο, μία δεύτερη που διαθέτει και φωνή, με το φλάουτο κυρίως, μα και με την ηλεκτρική κιθάρα να κινούνται προς δυναμικές folk-rock περιοχές και μία τρίτη, που έχει να κάνει με τον θρακιώτικο σκοπό «Δω στα λιανοχορταρούδια», που είχε γίνει ευρύτερα γνωστός, πέραν της Θράκης, όταν το ηχογράφησε το συγκρότημα του Καρυοφύλλη Δοϊτσίδη, μαζί με τις κόρες του Λαμπριάνα και Θεοπούλα Δοϊτσίδη, σ’ ένα 45άρι της Music-box το 1969 (το 1971 και σε LP) και που, στις εμφανίσεις της στο Rodeo, θα το τραγουδούσε προφανώς και η Δόμνα Σαμίου.
Η «Μαύρη Θάλασσα» είναι έτοιμη, εννοούμε, από μουσικής πλευράς, το φθινόπωρο του ’71 και κάπως έτσι την ακούμε στο (LP + single) «Ζωντανοί στο Κύτταρο / Η “Ποπ” στην Αθήνα», που κυκλοφορεί από την Zodiac, στις 20 Δεκεμβρίου 1971.
Εκείνη την εποχή κανονικά ο Σαββόπουλος με τα Μπουρμπούλια θα έπρεπε να εμφανίζονται στο Rodeo, στην Οδό Χέυδεν 34, που ξεκινά με Θανάση Γκαϊφύλλια & Συνοδούς, Λήδα-Σπύρο, Βαγγέλη Γερμανό, Δόμνα Σαμίου και ακόμη με δύο Ινδούς(!) σε σιτάρ, που μάλλον ήταν οι Darshan Kumari και Yamal Roshan, που εμφανίζονταν και σε συναυλίες με τους Socrates Drank the Conium και τους Morka, που οργάνωναν οι Στέλιος Ελληνιάδης και Παύλος Δαμιανάκος. (Η Kumari είναι διακεκριμένη δασκάλα του σιτάρ, στην Ολλανδία, και στο σάιτ της αναφέρεται και στο πέρασμά της από την Αθήνα του ’71).
Όμως ο Διονύσης Σαββόπουλος απέχει, τουλάχιστον στην αρχή, από τις εμφανίσεις στο Rodeo, καθώς υπάρχει στη μέση το θέμα του Στρατού, που έντονα τον απασχολεί – είναι αυτό που ακούμε, το 1975, στο LP «10 Χρόνια Κομμάτια»... «401, αγωνία για ηλεκτροσόκ, νεκροζώντανοι στο Κύτταρο, σκηνές ροκ». Με το «401» να μην είναι άλλο από το Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών και με το «νεκροζώντανοι στο Κύτταρο, σκηνές ροκ» να υποδηλώνει και το άλμπουμ «Ζωντανοί στο Κύτταρο», στο οποίο ακουγόταν και ο ίδιος ο Σαββόπουλος (σε φωνές), την εποχή του 401, μαζί με τα Μπουρμπούλια, δηλαδή τους Στέλλα Γαδέδη φλάουτο, φωνή, Νίκο Δαπέρη ηλεκτρική κιθάρα, Βασίλη Ντάλλα μπάσο και Νίκο Τσιλογιάννη ντραμς.
Από εδώ, όμως, ανακύπτει ένα ερώτημα. Το 1971-1972 ο Διονύσης Σαββόπουλος με τα Μπουρμπούλια του θα εμφανίζονταν στο Rodeo, καθώς το Κύτταρο (Ηπείρου 48 και Αχαρνών) θα άνοιγε, για πρώτη φορά εκείνη τη σεζόν με τους Socrates Drank the Conium, Θανάση Γκαϊφύλλια, Εξαδάκτυλο, Δάμωνα & Φιντία, Δημήτρη Ψαριανό κ.ά. (χωρίς τον Διονύση Σαββόπουλο). Πώς λοιπόν ο Σαββόπουλος βρίσκεται να ηχογραφεί στο Κύτταρο;
Το να υποθέσει κάποιος πως η ηχογράφηση της «Μαύρης Θάλασσας», χωρίς τα λόγια, έγινε στο Rodeo δεν είναι παράλογο, γιατί και το Rodeo και το Κύτταρο, που ήταν κοντά το ένα στο άλλο, τα διαχειρίζονταν το ίδιο πρόσωπο (Παύλος Ζέρβας), οπότε θα μπορούσε, ενδεχομένως, μια εγγραφή από το ένα κλαμπ, να εμφανιζόταν ως εγγραφή του άλλου.
Από την άλλη μεριά, όμως, δεν αποκλείεται Μπουρμπούλια και Διονύσης Σαββόπουλος να βρέθηκαν όντως στο Κύτταρο, εκτάκτως, για την ανάγκη της ηχογράφησης, πιθανώς τον Οκτώβριο-Νοέμβριο του 1971, αφού καλλιτέχνες από το σχήμα του Rodeo εμφανίζονταν και στο Κύτταρο την ίδιαν εποχή (όπως ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας).
Το τι ακριβώς συνέβη τελικά δεν έχει και τόση σημασία. Την μεγαλύτερη σημασία έχει αυτή καθ’ αυτή η ηχογράφηση του Γιάννη Σμυρναίου, για το «Ζωντανοί στο Κύτταρο» (LP + single), που έχει τη δική της αξία, έστω και χωρίς τα λόγια της «Μαύρης Θάλασσας», και που δείχνει περίτρανα, πως ο Διονύσης Σαββόπουλος βρισκόταν, τότε, σε φουλ δημιουργική περίοδο, προετοιμάζοντας κάτι, για μιαν ακόμη φορά, ξεχωριστό.
Όμως, από τον Οκτώβριο-Νοέμβριο του ’71 τα Μπουρμπούλια ήταν πλέον διαλυμένα. Ο János Lambizi φωτογραφίζεται ως μέλος των Socrates Drank the Conium ήδη από τον Οκτώβριο, ο Σπύρος Καζιάνης (φαγκότο-τρομπόνι) είναι πιο κοντά πλέον στην «σοβαρή μουσική», ενώ και ο Νίκος Δαπέρης που παίζει στη «Μαύρη Θάλασσα» στο Κύτταρο (στη θέση του Lambizi) είναι οπωσδήποτε «δανεικός» από τους Πελόμα Μποκιού.
Ουσιαστικά Μπουρμπούλια δεν υπάρχουν, με τους Ντάλλα-Τσιλογιάννη (το rhythm section δηλαδή) να κρατάνε, μόνοι τους, το όνομα του γκρουπ. Και όπως είναι γνωστό, ως Μπουρμπούλια, με την προσθήκη του Παντελή Δεληγιαννίδη κιθάρα και του Παύλου Σιδηρόπουλου τραγούδι (που αποτελούσαν το δίδυμο Δάμων και Φιντίας), θα κυκλοφορούσαν και το 45άρι «Απογοήτευση / Ο Ντάμης ο σκληρός» [Zodiac, 23 Αυγ. 1972], πριν διαλυθούν οριστικά.
Προετοιμάζοντας το «Βρώμικο Ψωμί», με το ελληνικό ροκ να βρίσκεται στα πάνω του καθώς η παράδοση το αναβιβάζει
Αυτό σημαίνει πως ο Διονύσης Σαββόπουλος από την άνοιξη του ’72 είναι σε μια φάση αναζήτησης νέων συνεργατών, και καθώς ο ίδιος έχει πολλά πράγματα στο μυαλό του σε σχέση με το νέο υλικό (και βασικά ενορχηστρώσεις με αρκετά όργανα και όχι μόνον τα κλασικά), το πράγμα αρχίζει να δυσκολεύει. Γίνεται έτσι το «τρελό» ένας Σαββόπουλος να μην μπορεί να βρει μουσικούς από το κύκλωμα των κλαμπ και να απευθύνεται... στην τύχη!
Και κάπως έτσι εμφανίζεται μια ανακοίνωση στην εφημερίδα «Μουσική Γενιά» (που τον είχε στο εξώφυλλό της, τον Ιανουάριο του ’72), στο έκτο τεύχος της, το Σάββατο 13 Μαΐου 1972, στην οποία διαβάζουμε ανάμεσα σε άλλα πως ο Σαββόπουλος δεν βρίσκει μουσικούς, πως υπάρχουν μεν κάποιοι, αλλά η κατάσταση είναι συγκεχυμένη και πως όποιος ενδιαφερόταν να παίξει μαζί του ας του έκανε ένα τηλεφώνημα τέλος πάντων (δινόταν και ο αριθμός του τηλεφώνου!), ώστε να βρεθούν και να συνεννοηθούν (βλ. και τη σχετική φωτογραφία).
Κι έτσι, από εκείνη την «αγγελία» ο Σαββόπουλος θα ερχόταν σ’ επαφή με καμιά 200αριά(!) μουσικούς, όπως είχε πει ο ίδιος σε συνέντευξη της εποχής, πριν καταλήξει στους Γιάννη (Μπαχ) Σπυρόπουλο, που έπαιζε τούμπα, Θεολόγο Στρατηγό (κιθάρα, κλαρίνο), Γιώργο Γαβαλά (μπάσο, τρομπέτα) και Κώστα Καραμήτρο (ντραμς, βιμπράφωνο, κρουστά). Και καθώς υπήρχαν από πιο παλιά η Στέλλα Γαδέδη σε φλάουτο, φωνή και ο Βαγγέλης Γερμανός σε κιθάρα, τζουρά (που είχε αυτονομηθεί πλέον από το ντουέτο Διόσκουροι), η Λαιστρυγόνα, το νέο συγκρότημα, μέσα στο φθινόπωρο του ’72, θα ήταν πλέον έτοιμο.
Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1972 είναι μία αρκετά ζωντανή εποχή για το ροκ στην Ελλάδα, καθώς τούτο διαχέεται με όλο και πιο γοργούς ρυθμούς στο νεανικό κοινό. Ουσιαστικά μουσικά περιοδικά μπορεί να μην κυκλοφορούν στη χώρα, καθώς και η «Μουσική Γενιά», που επιχειρεί να αρθρώσει έναν πιο σύγχρονο ροκ λόγο κλείνει τον Μάιο του ’72, με αποτέλεσμα ο κόσμος (κάποιος κόσμος τέλος πάντων) να ενημερώνεται από το “Pop Express” και το «Μοντέρνο Τραγούδι και Τηλεόρασις», που ναι μεν είναι αφελή σαν έντυπα, αλλά δεν γίνεται να κρύψουν την αλήθεια.
Στο Top-20 των ξένων άλμπουμ (ελληνικών εκτυπώσεων φυσικά), που δημοσιεύεται τον Αύγουστο του ’72 στο πρώτο τεύχος του “Pop Express”, που έχει στο εξώφυλλό του τον Rod Stewart (ιδιοκτήτης ο Θανάσης Τσόγκας, που έβγαζε και τους «Μοντέρνους Ρυθμούς» στα σίξτις), μπορεί στην πρώτη θέση να βρίσκεται το σάουντρακ της ταινίας “Sacco e Vanzetti” με τις μουσικές του Ennio Morricone, αλλά μέσα στην 20άδα βρίσκεις το τρίτο άλμπουμ των Santana, το “Imagine” του John Lennon, το “Harvest” του Neil Young, το “Mardi Gras” των Creedence Clearwater Revival, το “Welcome to the Canteen” των Traffic, το “Machine Head” των Deep Purple κ.λπ.
Την ίδια εποχή σε εξώφυλλο του περιοδικού «Μοντέρνο Τραγούδι και Τηλεόρασις» εμφανίζεται ο Frank Zappa(!) (Οκτ. ’72), ενώ ροκ μουσικά εξώφυλλα βλέπεις και στο Φαντάζιο, με Poll (Ιουν. ’72), Μαρίζα Κωχ (Αυγ. ’72) και Deep Purple (Δεκ. ’72), μα ακόμη και στα «Επίκαιρα», με την Μαρίζα Κωχ να φιγουράρει εκεί τον Ιούνιο του ’72 και τον Διονύση Σαββόπουλο τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς.
Το ροκ λοιπόν, ξένο κι ελληνικό, είναι ένα δεδομένο, που δεν μπορεί κανείς να το αγνοήσει και ως τέτοιο δεν μπορεί να μην απασχολεί και τον Διονύση Σαββόπουλο, ο οποίος δηλώνει σε μια συνέντευξή του, τον Αύγουστο του 1972, στον ποιητή Μιχαήλ Μήτρα, που δόθηκε για τον τόμο «Χρονικό ’72 / Καλλιτεχνική πνευματική ζωή» [Έκδοση Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα, 1972]: «Είμαι ένας Έλλην που παίζει ροκ». Και να η επακόλουθη επεξήγηση, σε σχέση και με το (υπόλοιπο) ελληνικό ροκ:
«Εγώ(…) πιστεύω πως Έλληνας δεν είναι ο κάτοικος ενός συγκεκριμένου γεωγραφικού χώρου. Είμαι ένας Έλλην, ο οποίος παίζει ροκ. Ροκ, διότι νοιώθω ροκ – όπως λέμε “νοιώθω χτυπημένος”. Το ροκ δεν είναι τόσο φόρμα όσο είναι μάλλον ένα αλφαβητάρι ή είναι μια φόρμα ατελής –ευτυχώς– της οποίας οι ρωγμές επιτρέπουν να φαίνεται η από μέσα αιμορραγία(…). Αυτό σήμερα που λέγεται “ελληνικό ροκ” μοιάζει πολύ μ’ εκείνο που τότε λεγόταν “νέο κύμα”, από την άποψη ότι είναι εξ ίσου ελαφρό. Η μόνη τους διαφορά είναι ότι το “ελληνικό ροκ” έχει λιγότερο “μανατζεριλίκι” απ’ ότι είχε το “νέο κύμα”. Γενικά έχει πιο αδύναμες δημόσιες σχέσεις από εκείνο. Βέβαια διαθέτει ένα μεγαλύτερο λαϊκό έρεισμα το σημερινό πράγμα. Παρ’ όλα αυτά, τα παιδιά που παίζουνε ροκ στον τόπο μας, στην πλειοψηφία τους παίζουνε ροκ από ευχαρίστηση, κι όταν παίζουμε μια μουσική από ευχαρίστηση το μοναδικό αποτέλεσμα είναι να μην ευχαριστιόμαστε ούτε εμείς που παίζουμε, αλλά ούτε κι εκείνοι που μας ακούνε. Υπάρχει η εντύπωση πως το κάθε πράγμα ανήκει σ’ εκείνον που το θέλει περισσότερο, κι έτσι ένας νέος που παίζει σήμερα στην Ελλάδα ροκ πιστεύει πως για να παίξει ροκ, αρκεί να το γουστάρει πολύ. Δεν είναι αρκετό. Ο μόνος τρόπος για να αποχτήσουμε ένα πράγμα είναι όχι να το θέλουμε πάρα πολύ, αλλά να αποφασίσουμε να παραδοθούμε εμείς σ’ αυτό, έτσι που να μας θέλει εκείνο. Δηλαδή να χτιστούμε εμείς ζωντανοί εκεί μέσα».
Και όπως σημειώναμε παλαιότερα εδώ στο LiFO.gr... το ροκ για τον Διονύση Σαββόπουλο εκτός από το fun ήταν και κάτι άλλο, που έλειπε από τα περισσότερα γκρουπ και τους καλλιτέχνες της εποχής. Ήταν η επικοινωνία του με τη ντόπια παράδοση και το ελληνικό στοιχείο, μέσα από ένα σύγχρονο-καίριο τρόπο (και κυρίως λόγο).
Το θέμα «παράδοση» γενικότερα, μα και ειδικότερα η μουσική παράδοση (βυζαντινή μουσική, δημοτικό τραγούδι, ρεμπέτικο, λαϊκό ή και «έντεχνο λαϊκό») βρίσκεται εκείνη ακριβώς την εποχή σε μια δημιουργική έξαρση. Αυτό που συμβαίνει με λίγα λόγια, στον τόπο, δεν έχει προηγούμενο.
Ενώ από την μια μεριά η παράδοση κακοποιείται από την απολίτιστη εξουσία, με τα τσάμικα το Πάσχα και τους πατριωτικούς χορούς στις εθνικές επετείους να δίνουν και να παίρνουν, από την άλλη μεριά ένα μεγάλο και οπωσδήποτε υποψιασμένο τμήμα της νεολαίας, μα και μεγαλύτεροι, αγκαλιάζει με αληθινό ενδιαφέρον οτιδήποτε το γειώνει με την παράδοση. Από το τραγούδι και την ζωγραφική, μέχρι την λαϊκή τέχνη, τα κεντήματα και τις φορεσιές. Δες, ας πούμε, το περιοδικό «Κάνιστρο / Το Μεράκι της Ρωμιοσύνης», που τυπώνει μόνος του ο ζωγράφος, πεζογράφος κ.λπ. Ράλλης Κοψίδης (πρώτο τεύχος από τον χειμώνα του ’72).
Φυσικά, η τραγουδιστική παράδοση είναι αυτή που σέρνει τον χορό, με τον Σαββόπουλο να μιλάει ταυτόχρονα για... Όμηρο, Ρωμανό Μελωδό, τραγικούς ποιητές, τραγουδάρηδες του Μεσαίωνα, έως και τους ρεμπέτες, δίχως φυσικά να παραβλέπει... Μάνο Χατζιδάκι, Στέλιο Καζαντζίδη, Τάσο Χαλκιά, Καίτη Γκρέυ ή και ακόμη πιο πέρα... τους πεχλιβάνηδες των λαϊκών πανηγυριών (παλαιστές και άλλους) και βεβαίως τους καραγκιοζοπαίχτες (συνέντευξη για όλα αυτά στον Γιώργο Λιάνη, για τα «Επίκαιρα», τον Νοέμβριο του ’72). Ο κύκλος, όπως αντιλαμβάνεστε, είναι τεράστιος και κανείς δεν μένει απ’ έξω.
Βασικά, αυτά για τα οποία τραγουδούσε ο Σαββόπουλος ήδη από την εποχή του «Φορτηγού» (μάγοι, σχοινοβάτες, παλιάτσοι, μασίστες που «λυγίζουν σίδερα, τρώνε καρφιά» κ.λπ.) βρίσκουν τώρα, στην εποχή τού «βρώμικου ψωμιού» την πλήρη ενσωμάτωσή τους στα τραγουδοποιητικά του δρώμενα και με βασικό άξονα το ροκ, πλέον – να μην το λησμονούμε αυτό.
Επιτυγχάνεται δηλαδή αυτή η σύνδεση, μιας ξένης λαϊκή κουλτούρας, με την αντίστοιχη ελληνική, κάτι που είναι και το διαρκές ζητούμενο, σε κάθε φάση και σε κάθε εποχή.
Δεν έχει νόημα, με άλλα λόγια, να παίζεις ροκ σαν Αμερικάνος, γιατί εκείνοι πάντοτε θα το κάνουν καλύτερα από ’σένα. Έχει νόημα, όμως, να παίζεις ροκ σαν Έλληνας. «Είμαι ένας Έλλην που παίζει ροκ». Αυτό είναι! Και το «Έλλην», με την έννοια του «ανοιχτού», που μπορεί να επηρεάζεται από τα πάντα, δίχως να μιμείται, ενσωματώνοντας στοιχεία αντιθετικά, με τέχνη και ταλέντο, και κυρίως δίχως παρωπίδες. Τούτο είναι το ζητούμενο πλαίσιο, μέσα στο οποίο και η ίδια η παράδοση, που είναι ούτως ή άλλως βιωματική, ελέγχεται ακόμη ή και ανατρέπεται. Όλα τα υπόλοιπα είναι έπεα πτερόεντα.
Και κάπως έτσι σ’ ένα ροκ ναό της νεολαίας, όπως ήταν το Κύτταρο της σεζόν 1972-73, μπαίνει ο Σαββόπουλος, με την κουστωδία του, δηλαδή την Λαιστρυγόνα, την Στέλλα Γαδέδη, τον Βαγγέλη Γερμανό, τον κλαριντζή Τάσο Χαλκιά, τον Τζίμη τον Τίγρη, τους παλαιστές του κατς (μαζί με τον διαιτητή τους!) και βεβαίως με την Δόμνα Σαμίου και τον Ευγένιο Σπαθάρη και τον αλώνει.
«Έλσα σε φοβάμαι» και Ρολάν Μπαρτ
Και αυτό συμβαίνει παράλληλα με τις ηχογραφήσεις των νέων τραγουδιών για το άλμπουμ, στο στούντιο Polysound, με ηχολήπτη τον Γιάννη Σμυρναίο, ένα άλμπουμ, που προετοιμάζεται για να κυκλοφορήσει πριν από τις γιορτές των Χριστουγέννων του ’72, ώστε να προλάβει την εορταστική αγορά, αλλά τελικά, κυκλοφορεί ίσως και την τελευταία μέρα του ’72 – χάνοντας εν ολίγοις το εορταστικό αλισβερίσι. Γιατί; Μα γιατί έγιναν συμπληρωματικές ηχογραφήσεις, στην Columbia, την τελευταία στιγμή, με ηχολήπτη τον Στέλιο Γιαννακόπουλο.
Τώρα, γιατί συνέβησαν όλα, ή πολλά τέλος πάντων, από την αρχή, όταν τα πάντα ήταν ήδη έτοιμα, αυτό δεν έχει και τόση σημασία. Και υπάρχει και παρασκήνιο εδώ, και φήμες διάφορες – και ό,τι χειρότερο μπορεί να σου τύχει είναι να ασχολείσαι με τις φήμες, γενικότερα. Δεν θα το πράξουμε.
Το άλμπουμ αποκαλείται «Το Βρώμικο Ψωμί», αν και ο τίτλος του δεν φαίνεται στο μπροστινό μέρος του εξωφύλλου, παρά μόνον πίσω! Εν τω μεταξύ εξώφυλλο με τόσο... ρεαλιστική φωτογραφία του Σαββόπουλου (τραβηγμένη από τον φίλο του Άλκη Σαχίνη) δεν είχε εμφανισθεί έως τότε σε δίσκο του (καθώς τα προηγούμενα εξώφυλλα ήταν... Κυριτσόπουλος, Δελιαλής και Ακριθάκης), ενώ ένα ακόμη παράξενο είναι πως ο τίτλος «Το Βρώμικο Ψωμί» απουσιάζει και από το label! Σαν να έχουν γίνει πράγματα «λάθος» εδώ πέρα, βιαστικά. Σαν να ξεχάστηκαν... Σαν λέμε...
Παρότι η φωτογραφία του Α. Σαχίνη, με τον Σαββόπουλο στην οδό Αθηνάς, είναι ωραία, και σαν εξώφυλλο («Το Βρώμικο Ψωμί») θεωρείται πλέον κλασικό, προσωπικώς έχω τη γνώμη πως δεν υπηρετεί το concept ροκ με παράδοση (που δεν είναι το μόνο φυσικά, αλλά είναι αρκετά σοβαρό), και όλα αυτά που αναφέραμε πιο πάνω, κάτι το οποίο συνέβαινε π.χ. με το εξώφυλλο του «Μπάλλου». Χρειαζόταν κάτι άλλο; Ίσως... Μα ίσως και όχι, αν σκεφτούμε πως αυτό το LP είναι το πιο «προσωπικό» από τα τέσσερα που είχε κάνει έως τότε ο Διονύσης Σαββόπουλος. Και μια δική του φωτογραφία στο εξώφυλλο θα υποδήλωνε ακριβώς αυτό.
Γιατί, τώρα, «Βρώμικο Ψωμί»; Έχει επ’ αυτού την εξήγησή του ο ίδιος ο Σαββόπουλος (επηρεασμένος προφανώς από σημειολογικά διαβάσματα ή συζητήσεις) και την δίνει αυτή σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό «Μοντέρνο Τραγούδι και Τηλεόρασις» (τεύχος #332, Δεκ. 1972):
«Το Βρώμικο Ψωμί είναι μία σειρά τραγουδιών που έχουν δραματική ενότητα. Προσπαθεί να αποκαλύψει (η σειρά) μία λειτουργία, έναν τρόπο ζωής. Βρώμικο ψωμί, ξέρεις, είναι ο αντικειμενικός κόσμος. Αυτόν τον οποίον πρέπει να φάμε και ο οποίος από μόνος του, ο αντικειμενικός κόσμος, είναι ακατάλληλος προς βρώσιν – είναι ένα βρώμικο ψωμί δηλαδή. Αυτό το πράγμα για να σωθεί, για να αποκτήσει έννοια, πρέπει να φαγωθεί από εμάς. Γιατί, όπως ξέρουμε, εμείς που ζούμε στον αντικειμενικό κόσμο, δεν ζούμε απ’ ευθείας σ’ αυτόν – ζούμε μάλλον σ’ έναν κόσμο από σημασίες. Μ’ αυτό εδώ το τραπέζι, για παράδειγμα, η σχέση η δική μου δεν είναι μ’ ένα αντικείμενο. Αυτό είναι το τραπέζι μ’ ένα σωρό πράγματα επάνω του, είναι μια ολόκληρη σημασία. Εγώ ζω με τη σημασία αυτού του πράγματος και όχι με το αντικείμενο.(...) Ο μόνος τρόπος για να σωθούν τα αντικείμενα και να υπάρξουν είναι να φαγωθούν. Από μόνα τους είναι ακατάλληλα. Μόνο δια της λειτουργίας του τρώγειν μπορούν να αποκτήσουν τη σημασία τους. Γι’ αυτό η σειρά των τραγουδιών λέγεται Βρώμικο Ψωμί».
Υπό αυτή την έννοια τα τραγούδια του Σαββόπουλου στο «Βρώμικο Ψωμί» θα πρέπει να βιωθούν για να αποκτήσουν το νόημά τους, αλλιώς θα παραμείνουν μη νοητά αντικείμενα (δηλαδή «βρώμικα ψωμιά»).
Είναι σαν να μας λέει εδώ ο Σαββόπουλος πως τα τραγούδια θα κατανοηθούν ως ένα βαθμό απ’ όσους αναγνωρίσουν σε αυτά κάποιες πτυχές του εαυτού τους, ενώ όπου δεν αναγνωριστούν αυτές οι πτυχές τα τραγούδια θα παραμείνουν χωρίς σημασίες για τον ακροατή (και άρα «βρώμικα ψωμιά»).
Τούτο το νοιώθεις, ας πούμε, με διάφορα κομμάτια του δίσκου, π.χ. με τα «Έλσα σε φοβάμαι», «Τραγούδι», «Μωρό» ή και με το «Ολαρία-ολαρά», αν και κανείς δεν σου απαγορεύει να «αναποδογυρίσεις» τα τραγούδια, ένα-ένα, και να δεις κάτω απ’ αυτά, μήπως μπορέσεις να ανακαλύψεις το ένα ή το άλλο. Απεναντίας, αυτό επιβάλλεται να γίνει!
Τούτο θα έπραττε ο συγγραφέας-ποιητής Πέτρος Μοροζίνης, της παρέας Σαββόπουλου, Τάσου Φαληρέα, Άλκη Σαχίνη, Νίκου Πιλάβιου κ.ά., στο ένατο τεύχος του περιοδικού «ΣΗΜΑ / Η ΣΚΗΝΗ» [Σεπτέμβριος 1975], επιχειρώντας να προσδιορίσει το «Έλσα σε φοβάμαι», με όρους Roland Barthes (Ρολάν Μπαρτ), στο κείμενό του «Δύο Εγγραφές της Έλσας (Στερεοφωνία και Στερεογραφία»)».
Πρεσβεύοντας, βασικά, την αντίληψη του Barthes περί δημιουργικής ανάγνωσης του κειμένου, που έχει τον τρόπο να αποκαλύπτεται στον αναγνώστη (το κείμενο) ανεξαρτήτως των προθέσεων και των σηματοδοτήσεων του συγγραφέα, ο Μοροζίνης προβαίνει σε μία διπλή ανάλυση της «Έλσας», αντιμετωπίζοντας το τραγούδι πότε ως ένα «σύστημα συμβόλων», με ψυχαναλυτικές προεκτάσεις (το «παίρνω σβάρνα τα φαρμακεία» συμβολίζει, ας πούμε, την μη ικανοποίηση της επιθυμίας), ενώ την δεύτερη ως «αναφορά» (με το «παίρνω σβάρνα τα φαρμακεία» να αποκτά νόημα μέσα στο περιβάλλον μιας συμβατικής ιατρικής βοήθειας ή και αντισυμβατικής, ενταγμένης στο πλαίσιο της ντόπιας και αναδυόμενης drug culture – έτσι όπως αυτή διαμορφωνόταν από πρόσωπα όπως ο Κώστας Θεοφιλόπουλος, για παράδειγμα).
Γενικώς για κάθε ένα τραγούδι από τα οκτώ του δίσκου («Έλσα σε φοβάμαι», «Άγγελος εξάγγελος», «Τραγούδι», «Ζεϊμπέκικο», «Ολαρία-ολαρά», «Το μωρό», «Η Δημοσθένους λέξις», «Μαύρη Θάλασσα») αξίζει κάποιος να το πάρει στίχο-στίχο, ψάχνοντας να δει τι μπορεί να κρύβεται από πίσω.
Προσωπικώς το έχω κάνει κι έχω καταλήξει σε διάφορα συμπεράσματα, που άλλα είναι ανακοινώσιμα και άλλα όχι. Για παράδειγμα στο κείμενό μου «Το βιβλίο του Χριστόφορου Κάσδαγλη για Το Βρώμικο Ψωμί του Διονύση Σαββόπουλου», που είχε δημοσιευτεί εδώ στο LiFO.gr, στις 4 Σεπτ. 2022, είχα γράψει στην παράγραφο «11» για το πώς αντιλαμβάνομαι κάποιους καίριους στίχους από το «Ολαρία-ολαρά» και στην παράγραφο «12» κάτι αντίστοιχο για την «Μαύρη Θάλασσα».
Δεν σκοπεύουμε, πάντως, να μεταφέρουμε εδώ εκείνα τα συμπεράσματα, ούτε και να προβούμε σε καινούρια. Κάτι τέτοιο θα «βάραινε» πολύ το κείμενο και θα το πήγαινε εντελώς... αλλού.
Ας μείνουμε, λοιπόν, στα πραγματολογικά στοιχεία και τις πληροφορίες και βεβαίως στην αξιολόγησή τους, κάτι που έχει επίσης μεγάλη σημασία, επειδή πολλά απ’ αυτά που θα διαβάσετε στη συνέχεια μπορεί να είναι και άγνωστα και υποτιμημένα. Εξάλλου, το να γράψει κάποιος για το πώς αντιλαμβάνεται κάθε ένα από τα τραγούδια τού Σαββόπουλου στο «Βρώμικο Ψωμί», πέρα από εντελώς υποκειμενικό, πιθανώς να είναι και το πιο εύκολο, τελικά – μέσα στη δυσκολία του.
Δεν έχει νόημα, επίσης, εδώ να λέμε για το ότι ο «Άγγελος εξάγγελος» αποτελεί διασκευή στο “The wicked messenger” του Bob Dylan, ότι η «Δημοσθένους λέξις» γράφτηκε στα κρατητήρια της Ασφάλειας τον Αύγουστο του ’67 κ.λπ. Αυτά και άλλα πολλά είναι εντελώς γνωστά, εννοούμε, και χιλιοειπωμένα...
Η Δόμνα Σαμίου, ο Τάσος Χαλκιάς, ο Τζίμης ο Τίγρης και οι παλαιστές του κατς με τον διαιτητή τους ζωντανοί στο Κύτταρο
Κατ’ αρχάς, εκείνο που πρέπει να σημειώσουμε σε σχέση με την πρώτη σεζόν του Σαββόπουλου στο Κύτταρο, είναι το εντυπωσιακό team (αργότερα θα περνούσαν κι άλλοι από ’κει, όπως ο Εργάτης Γιώργος Μεράντζας), δηλαδή το συγκρότημα Λαιστρυγόνα, μαζί με τον Τάσο Χαλκιά, τον Τζίμη τον Τίγρη, τους παλαιστές, την Δόμνα Σαμίου και τον Ευγένιο Σπαθάρη. Απίστευτη σύνθεση!
Σαμίου και Σαββόπουλος γνωρίζονταν, βεβαίως, από τα μέσα του ’60, λόγω Αλέξανδρου Πατσιφά και εταιρείας Lyra. Έχουν ήδη συνεργαστεί στο Rodeo, και στο Κύτταρο πλέον αυτή η συνεργασία βαθαίνει. Όπως διαβάζουμε στο domnasamiou.gr:
«Ο ενθουσιασμός των νέων –κυρίως φοιτητών– ενθάρρυνε τη Δόμνα να συνεχίσει τον επόμενο χειμώνα (1972-1973) και πάλι με πρωτοβουλία του Διονύση Σαββόπουλου, στην μπουάτ Κύτταρο, στην οδό Ηπείρου. Πραγματοποιήθηκαν είκοσι συναυλίες με τραγούδια και χορούς. Εκτός από τη Δόμνα και τους μουσικούς, της συμμετείχε και η Ελένη Τσαούλη με τον Όμιλο Ελληνικών Λαϊκών Χορών. Τραγούδησαν η Θάλεια Σπανού, ο Δημήτρης Βάγιας και συμμετείχαν οι μουσικοί Τάσος Χαλκιάς κλαρίνο, Νίκος Στεφανίδης κανονάκι, Αριστείδης Μόσχος σαντούρι, Αλέκος Παύλου-Αραπάκης βιολί, Ηλίας Τσιάκας κλαρίνο, Στάθης Κοκμοτός κλαρίνο, Σταύρος Αδριανός λαούτο, Αντώνης Περιστέρης λύρα Κρήτης, Αντώνης Σπανός τσαμπούνα, φλογέρα, Πέτρος Καρμπαδάκης λαούτο, Θόδωρος Κεκές γκάιντα, Ματθαίος Μπαλαμπάνης τουμπελέκι, Χρήστος Λήτος ντέφι, κ.ά.».
Και ο μεγάλος του κλαρίνου Τάσος Χαλκιάς, που είχε επηρεάσει τον κιθαρίστα των Socrates Γιάννη Σπάθα (ο οποίος είχε στήσει αντίσκηνο στο Κύτταρο) περισσότερο και από τον Jimi Hendrix, προσδίδοντας στις πενιές του «ελληνικότητα», λέει στο βιβλίο τού Αντρέα Χρονόπουλου «Θύμησες και Σημειώσεις Τάσου Χαλκιά» [Εκδόσεις Απόπειρα, 1985]:
«Νέους ανθρώπους γνώρισα, όταν κάποτε ήρθε και μου μίλησε ο Διονύσης Σαββόπουλος. Άνοιγε ένα μαγαζί κι ήρθε, με βρήκε και μου είπε:
– Χαλκιά σε θέλω να ’ρθεις στο μαγαζί. Θα κάνουμε έναρξη την τάδε του μήνα.
Με ευχαρίστησε η προτίμησή του, αλλά δεν πίστευα ότι θα πέρναγε η δική μου εργασία μέσα στον κόσμο, όπου θα είχε αυτός. Ήτανε άλλος ο κόσμος του και συγκεκριμένα του είπα επί λέξει:
– Ποιος να με καταλάβει από αυτούς τους ακούρευτους και αξύριστους;
Μου συνέχισε τότε ο Σαββόπουλος:
– Εσένα δε σε ενδιαφέρει κύριε Χαλκιά. Μόνο να ’ρθεις να μιλήσουμε και να συμφωνήσουμε.
Όντως, επήγα. Συμφωνήσαμε και έπαιξα δυο χρόνια. Ερχότανε αλήθεια αυτή η νεολαία, αυτοί όλοι που ονόμασα ακούρευτους, μαλλιάδες και αξύριστους και δεν με άφηναν να φύγω από την πίστα. Με αγαπούσαν αυτά τα παιδιά. Έπρεπε να γυρίσω το λιγότερο δυο φορές απ’ τα καλέσματά τους, για να τους παίξω λίγο ακόμη και να φύγω. Έκανα ένα πρόγραμμα από ένα τέταρτο, είκοσι λεπτά, αρχίζοντας από την Ήπειρο, πηγαίνοντας στο Μοριά, Ρούμελη, Θεσσαλία. Αυτά τα παιδιά μου ’δωσαν μεγάλη ζωή. Μ’ αγαπήσανε πάρα πολύ κι όπου πήγαινα κατόπιν, σε εκδηλώσεις, έρχονταν να με δουν».
Κι ο Τζίμης ο Τίγρης; Και οι παλαιστές του κατς; Πού κολλάγανε όλοι αυτοί στο σκηνικό του «βρώμικου ψωμιού», αποτελώντας μια μεγάλη ατραξιόν για το Κύτταρο του ’72-’73;
Τζίμης ο Τίγρης! Προσέξτε διάλογο από το Κύτταρο της εποχής, έτσι όπως αποτυπώνεται αυτός στα «Επίκαιρα» (#224, 17-23 Νοε. 1972). Μιλάει πρώτος ο Τζίμης και ακολουθεί ο κόσμος σε φάση καζούρας:
«– Αγαπητοί θεατές. Ουδείς εγεννήθη αθλητής! Νους υγιής εν σώματι υγιεί. Όλα γίνονται. Εγκαταλείψτε τις καταχρήσεις. Σας παρουσιάζω ένα ξύλο χοντρό, τεσσάρων πόντων...
– Από φελιζόλ είναι.
– Από φελιζόλ είναι το μυαλό σου! Σας παρουσιάζω λοιπόν ένα...
– Άσε τα πανάκια κάτω!
– Θα μ’ αφήσετε να συνεχίσω;
– Ο Τάσος είναι καλύτερος από σένα!
– Κύριοι, μπορείτε να ελέγξετε την κατάσταση... Ορίστε, και τώρα τρυπώ το ξύλο. Να!...
– Τζίμη, κάνε τα σίδερα κολιέ!
– Σας παρουσιάζω δύο τράπουλες...
– Μία είναι και χωρίς μπαλαντέρ...».
Ο Σαββόπουλος είχε συγκεκριμένη άποψη, για την ένταξη του Τζίμη στο ροκ σώου του Κυττάρου. Στο ίδιο τεύχος των «Επικαίρων» λέει κάτι πολύ ωραίο:
«Τους πεχλιβάνηδες, τους παλαιστές, τον Τζίμη τον Τίγρη τους έβαλα, γιατί τ’ αγαπώ αυτά από μικρός. Αυτοί οι άνθρωποι ολοκληρώνονται μέσα από την διαπόμπευσή τους. Η δουλειά τους είναι να φορτωθούν την αγριότητα αυτού του κόσμου (σ.σ. τους παρουσιάζει σαν... Χριστούς!). Είναι εκεί για να δεχτούν τις ειρωνείες μας και το θαυμασμό μας. Τους ειρωνευόμαστε γιατί είμαστε πλαστικοί (σ.σ. οι “plastic people” του Frank Zappa και των Mothers of Invention). Υποκαθιστούν τον χαμένο ήρωα. Δεν είναι αυτοί που θα θέλαμε (σ.σ. οι μεγάλοι ήρωες), αλλά το υποκατάστατό τους. Τους θαυμάζουμε λόγω της μεγάλης αντοχής τους στον χλευασμό μας. Γιατί μπορούν να “δέρνουν” (σ.σ. μεταφορικά και κυριολεκτικά) τον εαυτό τους».
Οι παλαιστές, που έπαιρναν μέρος στο πρόγραμμα ήταν ο «μεσαίος» πρωταθλητής Ελλάδος Παναγιώτης Χριστοφιλόπουλος και ο διεκδικητής του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος Καφετζόπουλος, ενώ ανάμεσά τους κινιόταν και ο διαιτητής Νικόλαος Πετρόπουλος, ώστε ο αγώνας να δείχνει (και να είναι) κανονικός, δηλαδή αληθινός. Όπως έλεγε ο Χριστοφιλόπουλος:
«Οι φίλαθλοι της πάλης έρχονται πιο συχνά εδώ. Εγώ που έλαβα μέρος στα παγκόσμια φεστιβάλ, στα γήπεδα της ΑΕΚ, του ΠΑΟ και του Αιγάλεω, τους αναγνωρίζω με την άκρη του ματιού μου. Πρέπει ν’ ανοίξουν κι άλλα τέτοια μαγαζιά, για το καλό του αθλήματος. Και δεν θιγόμαστε, από την κοροϊδία της κερκίδας. Μας υποδέχονται και μας αποχαιρετούν με ευχαρίστηση».
Όμως και η παρουσία του Καραγκιόζη στο «Κύτταρο», μέσω του Ευγένιου Σπαθάρη, ήταν πολύ σημαντική, αλλά γι’ αυτό θα έχουμε την ευκαιρία να τα πούμε και στη συνέχεια.
Μετά τις παραστάσεις στο Κύτταρο, που στέφονται από μεγάλη επιτυχία και που πρέπει να τελειώνουν μέσα στην άνοιξη του ’73, ο Σαββόπουλος περνάει πολύ χρόνο στην Αίγινα (υπόλοιπο της άνοιξης, καλοκαίρι, έως και αρχές φθινοπώρου), ετοιμάζοντας κάτι καινούριο.
Το Κύτταρο σαν ρεμπετάδικο, ο Καραγκιόζης του Ευγένιου Σπαθάρη και ο «Θίασος Σκιών»
Εν τω μεταξύ το Κύτταρο, ένα μήνα και κάτι πριν από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, μετατρέπεται σε κανονικό ρεμπετάδικο!
Ο Ηλίας Πετρόπουλος είναι έξω από τη φυλακή από τον Αύγουστο του 1973 (είχε καταδικαστεί λόγω του ποιητικού κειμένου του «Σώμα»), αφού το τριμελές πλημμελειοδικείο Πειραιώς θα διέκοπτε, για ένα τρίμηνο, το υπόλοιπο της ποινής του, για λόγους υγείας, και καθώς το βιβλίο του «Ρεμπέτικα Τραγούδια» έχει κάνει ήδη δεύτερη έκδοση από το 1972, ο ίδιος αποφασίζει να «καταλάβει», με ρεμπέτικα, το Κύτταρο.
Κι έτσι, από τις 5 έως τις 31 Οκτωβρίου του ’73, ο Η. Πετρόπουλος θα παρουσίαζε εκεί τους Μιχάλη Γενίτσαρη, Σπύρο Καλφόπουλο, Στέλιο Κερομύτη, Γιώργο Μουφλουζέλη, Πάνο Πετσά και Κούλη Σκαρπέλη, μαζί με την νεορεμπέτισσα Αλεξάνδρα και τον Ρίκο, με τη λατέρνα του, που «γέμιζε» τα διαλείμματα.
Το ενδιαφέρον του κοινού, και της υποψιασμένης νεολαίας, είναι μεγάλο. Έχει «βοηθήσει» και ο πρόσφατος χαμός, και μάλιστα μέσα σε εννέα μήνες, τριών πολύ μεγάλων μορφών του ρεμπέτικου (με την σειρά Σταύρος Παγιουμτζής, Μάρκος Βαμβακάρης, Γιάννης Παπαϊωάννου), με το Χάραμα στην Καισαριανή (λόγω Βασίλη Τσιτσάνη και Σωτηρίας Μπέλλου, που συνυπάρχουν το φθινόπωρο του ’73) να μετατρέπεται σε κάτι σαν «ναό» της εναλλακτικής νυχτερινής διασκέδασης. Ήταν κι άλλα...
Εν τω μεταξύ το ίδιο εκείνο διάστημα, κι ενώ το «Κύτταρο» εξακολουθεί να λειτουργεί σαν ρεμπετάδικο, τουλάχιστον μέχρι και την περίοδο του Πολυτεχνείου (προφανώς οι παραστάσεις, λόγω επιτυχίας, είχαν πάρει παράταση), ο Σαββόπουλος θα βρισκόταν σε περιοδεία στην επαρχία, μαζί με την Λαιστρυγόνα και τον καραγκιοζοπαίχτη Ευγένιο Σπαθάρη. Η περιοδεία θα ξεκινούσε στις 20 Οκτωβρίου από τον Βόλο, ενώ μετά τις 10 Νοεμβρίου του ’73, το σχήμα θα περνούσε από Πάτρα, Κόρινθο κ.λπ.
Η φάση αυτή είναι σημαντική, γιατί ο Σαββόπουλος συνειδητοποιεί, πλέον, βαθιά, τι σημαίνει Καραγκιόζης. Όπως θα έλεγε και ο ίδιος λίγο καιρό αργότερα στον Γιώργο Κοντογιάννη («Ο Ταχυδρόμος», τεύχος #1036, 15 Φεβ. 1974), ενθυμούμενος εκείνη την περιοδεία στην επαρχία:
«Η ιδέα (σ.σ. της ένταξης του Καραγκιόζη στις παραστάσεις στην Αθήνα, για τις οποίες θα πούμε στη συνέχεια) μου ήρθε όταν παίζαμε στην επαρχία το περασμένο φθινόπωρο (σ.σ. του ’73). Αισθανόμουνα κομμάτι εκτεθειμένος. Ξέρεις δα πώς είναι, όταν απομακρύνεσαι από την Αθήνα που σε κακομαθαίνει και πας στους λίγους παραπέρα, που είναι κάπως πιο σεμνοί, πιο συμμαζεμένοι, άρα και κάπως πιο κοντά στην πραγματικότητα. Τουλάχιστον εγώ έτσι το ’ζησα. Ίσως επειδή τα τραγούδια μου χαρακτηρίζονται, δυστυχώς, από κάποιο προσωπικό στοιχείο, άρα και από δυσάρεστες πρωτοτυπίες. “Μόνον εγώ είμαι υπεύθυνος” σκεφτόμουν και η νευρικότητά μου δεν περιγραφόταν. Το είχα μάλιστα προβλέψει κατά κάποιον τρόπο κι είχα πάρει μαζί τον Ευγένιο Σπαθάρη, με τους καραγκιόζηδες. Όχι για να αισθάνεται πιο άνετα το ακροατήριο, αλλά εγώ! Κοίταζα λοιπόν λιγάκι τον Καραγκιόζη κι ανάσαινα. “Ηρέμησε φίλε μου” σκεφτόμουν, “δες, ο κόσμος χαίρεται, πλήττει μέσα σ’ αυτή την φθινοπωρινή πολιτειούλα και πήρε ένα εισιτήριο για να διασκεδάσει – δεν υπάρχει λόγος, λοιπόν, για αγωνία και για έπαρση”. Κι όπως ήμασταν συνεχώς υπ’ ατμόν, σωστό μπουλούκι, στήσιμο-ξεστήσιμο, ξενοδοχεία, κι οι καραγκιόζηδες από δίπλα, αισθάνθηκα λιγάκι σαν αρχηγός θιάσου σκιών και πολύ μ’ άρεσε! Σκιές! Ούτε σώμα, ούτε φως, αλλά κάτι που υπαινίσσεται, ίσως, και τα δύο. Όχι μόνο ο Καραγκιόζης, αλλά και οι μουσικοί σκιές είναι».
[Παρένθεση. Τον Καραγκιόζη φέρνει στο ελληνικό ροκ ο Γιώργος Ρωμανός, τον Μάιο του 1970, όταν συμπεριλαμβάνει στο LP «Δυο Μικρά Γαλάζια Άλογα» το τραγούδι του «Καραγκιόζη μου, χαρτονάκι μου, με τα λόγια του Άκου Δασκαλόπουλου. Σε γενικές γραμμές, ο Ρωμανός, που για ένα μικρό διάστημα, στο δεύτερο μισό του 1969, συμπορεύεται με τον Διονύση Σαββόπουλο στα Μπουρμπούλια, είχε από παλιά πρωτότυπες ιδέες, καθώς είχε σμίξει ροκ και παράδοση στο περίφημο «Ρολόι» του ήδη από το 1967, αλλά το γεγονός πως δεν εμφανιζόταν μ’ ένα σταθερό ροκ γκρουπ, έχοντας περιστασιακές ζωντανές παρουσίες, φεύγοντας, μάλιστα, κάποια στιγμή, εντελώς από την Ελλάδα, στερεί από τις σκηνές των ροκ κλαμπ, στις αρχές των σέβεντις, μια παρουσία, που θα έδινε κι άλλο νόημα στα δρώμενα. Κλείνει η παρένθεση].
Τον Δεκέμβριο του ’73, περί τα μέσα περίπου, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, ξεκινά ο Σαββόπουλος στο Κύτταρο, για δεύτερη σεζόν, μ’ ένα πρόγραμμα, που έχει τίτλο «Θίασος Σκιών», με την συμμετοχή του σκηνοθέτη Λάκη Παπαστάθη, του Ευγένιου Σπαθάρη και βεβαίως του συγκροτήματος Λαιστρυγόνα, που πάντα, για πρώτη ύλη, θα έχει τα τραγούδια από «Το Βρώμικο Ψωμί» και από τον «Μπάλλο».
Κάτι συμβαίνει όμως και η παράσταση δεν κυλάει καλά, και βασικά σταματάει. Υπήρχαν θέματα με την λογοκρισία, που επανέρχεται δριμύτερη επί καθεστώτος Ιωαννίδη, αλλά ίσως ήταν και άλλοι λόγοι.
Στα βιωματικά διηγήματα του Λάκη Παπαστάθη υπό τον τίτλο «Το Καλοκαίρι θα Παίξει την Κλυταιμνήστρα» [ΠΟΛΙΣ, 2011] υπάρχει κάτι σχετικό με την λογοκρισία του προγράμματος στο Κύτταρο του 1973-74, αλλά επειδή δεν πρόκειται για ντοκουμέντο της εποχής και επειδή δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, μέσα στο πλαίσιο μιας κάποιας μυθοπλασίας, πόσο ακριβής μπορεί να είναι η αποτύπωση των διαλόγων ανάμεσα στους Σαββόπουλο-Παπαστάθη και τον χουντικό λογοκριτή, δεν θα μεταφέρουμε κάτι εδώ. Απλώς το επισημαίνουμε.
Σε κάθε περίπτωση ο «Θίασος Σκιών» ξεκινά, βασικά, στα μέσα Φεβρουαρίου του 1974, με την Δόμνα Σαμίου να ανοίγει το πρόγραμμα, για να ακολουθήσουν οι Λήδα-Σπύρος και μετά ο Σαββόπουλος με την Λαιστρυγόνα (δηλαδή οι Στέλλα Γαδέδη φλάουτο, φωνή, Νίκος Τσιλογιάννης ντραμς, που έχει επανακάμψει, Γιώργος Γαβαλάς μπάσο, τρομπέτα και Θεολόγος Στρατηγός ηλεκτρική κιθάρα, με τον Άγγελο Μαστοράκη να κανονίζει τα του ήχου), που τώρα παρουσιάζουν, πέρα από «Το Βρώμικο Ψωμί» και τον «Μπάλλο», κι ένα καινούριο τραγούδι, στο κλείσιμο, το γνωστό πλέον σήμερα «Σαν τον Καραγκιόζη».
Διονύσης Σαββόπουλος - Σαν τον Καραγκιόζη
Δυστυχώς αυτό το πρόγραμμα, που πρέπει να ήταν ένα από τα αρτιότερα του Σαββόπουλου, δεν κινηματογραφήθηκε (θα μπορούσε ίσως να συμβεί, γι’ αυτό το λέμε), οπότε μένουν μόνο μερικές φωτογραφίες, που έχουν διασωθεί, για να μας κατατοπίσουν κάπως.
Όπως, λοιπόν, ο κόσμος κοιτούσε την σκηνή στα αριστερά του ήταν ο μπερντές του Ευγένιου Σπαθάρη και δεξιά η κινηματογραφική οθόνη. Η Σούλα Αλεξανδροπούλου («είδα τη Σούλα και τον Δεσποτίδη» θα τραγουδούσε αργότερα ο Σαββόπουλος), στα «Επίκαιρα» (Μάρτης του ’74) γράφει για την παράσταση και επεξηγεί τι ακριβώς συνέβαινε. Αξίζει να το μεταφέρουμε:
«Δέκα μικρές ταινίες γύρισε για τον Σαββόπουλο ο Παπαστάθης. Χρησιμοποιώντας τους “μύθους” που έθρεψαν τον ελληνισμό, σαν βασικό κύτταρο και δένοντάς τες με την παράσταση του Σπαθάρη και τα τραγούδια του Σαββόπουλου. Και οι δέκα ταινίες, και ο μπερντές, κινούνται ανάμεσα στα τραγούδια, χωρίς να επιχειρούν να τα ερμηνεύσουν. Ο θεατής-ακροατής ξαφνιάζεται στην αρχή, αλλά εξοικειώνεται γρήγορα και παγιδεύεται σ’ αυτή την παράλληλη έλξη των αισθήσεών του. Πρώτη ταινία η Μαρία η Πενταγιώτισσα. Η Φρίντα Ποπελίνα, σύζυγος του Αχιλλέα Μαδρά και μόνιμη πρωταγωνίστρια στις ταινίες του, στην οθόνη. Η Μαύρη Θάλασσα και η Μεγάλη Ιδέα ζωντανεύουν τώρα πια μόνο με λιθογραφίες και λαϊκές εικόνες των Βαλκανικών Πολέμων. Στο μέτρημα του χρόνου το κινούμενο σχέδιο του Αλέξη Κυριτσόπουλου είναι ο βασικός συντελεστής. Η αναφορά στο ζεϊμπέκικο και στα υπόγεια ρεύματα, στην υπόγεια λειτουργία του, με μια τελετουργική εμφάνιση των μεγάλων του λαϊκού τραγουδιού που πέθαναν, κι όλα αυτά από φωτογραφίες που έχει στο αρχείο του ο Ηλίας Πετρόπουλος. Σημαντική, εκφραστική η δουλειά του Παπαστάθη στο “Είδα την Άννα κάποτε”. Μέσα από πίνακες του Ν.Γ. Πεντζίκη ζωντανεύει η μνήμη της Θεσσαλονίκης, σε συνδυασμό με την μνήμη ενός κοριτσιού. Φωτογραφημένο έτσι, που να δείχνει αδρό, πληγωμένο ίσως, οπωσδήποτε ανθρώπινο, το πρόσωπο της Υβόννης Μαλτέζου “δένει” στην αντίθεση με την τρυφερότητα του χώρου.(...) Επιστέγασμα του θεάματος ο Καραγκιόζης. Φιγούρες του Σπαθάρη παρελαύνουν σ’ ένα κάρο. Στην οθόνη κι ο Σαββόπουλος, σε φιγούρα κι αυτός. Οι άλλοι εξαφανίζονται, η φιγούρα πέφτει, γίνεται κομμάτια, για να καταλήξει στο στομάχι του γνωστού καραγκιοζέικου φιδιού».
Το ροκ, όταν στερείται νοήματος, πριν και μετά την έλευση της Μεταπολίτευσης
Ο «Θίασος Σκιών» μένει έως το τέλος Απριλίου στο Κύτταρο, και παρότι το εισιτήριο είναι φθηνό, στις 70 δρχ., ώστε να μπορούν να πάνε οι φοιτητές πρώτα-πρώτα (όλα τα ανάλογα κέντρα είχαν, τότε, πάνω από κατοστάρικο), δεν υπήρξε ιδιαίτερη ανταπόκριση. Το πρόγραμμα, χοντρικά, θεωρήθηκε εμπορικά αποτυχημένο. Υπήρχαν λόγοι.
Μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, και την άνοδο του φοιτητικού κινήματος, το ροκ πέφτει κατακόρυφα. Τα συγκροτήματα διαλύονται και όσα παραμένουν εν λειτουργία δεν τ’ ακούει κανείς.
Ο Σαββόπουλος εν τω μεταξύ είναι συνυφασμένος στη συνείδηση του κόσμου με το ροκ, που θεωρείται «ξενόφερτο», από την πολιτικοποιημένη μάζα, η οποία (μάζα) αν δεν το σνομπάρει πλέον, απλώς το απαξιώνει.
Ο κόσμος θέλει λαϊκό πολιτικοποιημένο θέαμα και δεν πολυ-γουστάρει την... αβανγκάρντια. Τα αντάρτικα δεν έχουν αρχίσει ακόμη στην Πλάκα, γιατί υπάρχει χούντα, αλλά Θεοδωράκης ακούγεται. Και αν σε κάποιο μαγαζί υπάρχει η υπόνοια ή η πληροφορία ότι εκεί τραγουδιέται Θεοδωράκης, τότε το μαγαζί γεμίζει ασφυκτικά.
Ο Κώστας Χατζής στον Σκορπιό πάει καλά, γιατί έχει το πιστό κοινό του, και γιατί προβάλλει ένα τραγούδι κατατρεγμένο (βασικά το πολύ καλό άλμπουμ του «Ουαί!», που κυκλοφορεί επί Πολυτεχνείου). Σκίζει επίσης ο Μαρκόπουλος στο Στούντιο Λήδρα (με Χαλκιά, Γαργανουράκη, Λεττονό, Τσανακλίδου), ενώ υπάρχει πάντα «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» στο Ακροπόλ (με Καζάκο, Καρέζη, Ξαρχάκο, Ξυλούρη κ.λπ.) η επιτυχία του οποίου δεν λέει να κοπάσει. Υπάρχουν πολλές επιλογές...
Ο Σαββόπουλος δεν έχει καινούριο τραγουδιστικό υλικό για να προτείνει, καθώς για μια δεύτερη σεζόν στηρίζεται στο «Βρώμικο Ψωμί» και στον «Μπάλλο», που ο κόσμος τα έχει ακούσει, ενώ και το ροκ, το ξαναλέμε, «χτυπάει» πλέον άσχημα. Και μάλιστα για δύο λόγους.
Και γιατί διεθνώς το ροκ έχει τελειώσει, κάτι που το έχει αντιληφθεί ο Τάσος Φαληρέας π.χ., ήδη από τον Φλεβάρη του ’72, όταν μιλάει για «ελληνικό underground», δίχως να εννοεί τους Socrates και τον Εξαδάκτυλο, αλλά τον Τσιτσάνη και τον Παπαϊωάννου (η στροφή του Σαββόπουλου και προς το λαϊκό τραγούδι, μέσω του «Ζεϊμπέκικου» ή και πιο μετά, μέσω της συνεργασίας του με τον Μιχάλη Μενιδιάτη, στο σάουντρακ της ταινίας του Παντελή Βούλγαρη «Χάππυ Νταίη», δεν είναι άμοιρη των ιδεών του Φαληρέα), ενώ και λόγω Πολυτεχνείου το ροκ περιθωριοποιείται. Και ως... αμερικάνικο καπιταλιστικό προϊόν (όπως προείπαμε), αλλά και γιατί αδυνατεί το ίδιο να εκφράσει τα νέα δεδομένα. Όλα αυτά τα αντιλαμβάνεται, φυσικά, ο Σαββόπουλος, και γι’ αυτό δηλώνει στον Γ. Κοντογιάννη, τον Φλεβάρη του ’74, όταν ξανα-ξεκινάει ο «Θίασος Σκιών»:
«Έχω σκοπό να ευχαριστήσω το ροκ για τη φιλοξενία και να φύγω. Μόνο που θα χρειαστεί λίγος καιρός, ώσπου να μαζέψω τα πράγματά μου».
Αν ο Σαββόπουλος ήταν αυτός που είχε δώσει, πρώτος, βαθύ νόημα στον όρο «ελληνικό ροκ», με την ροκ τριλογία του (μ’ ένα ελληνόφωνο ροκ πολύ υψηλού επιπέδου) είναι επίσης εκείνος, που θα το ενταφιάσει ουσιαστικά, μ’ αυτές τις κουβέντες, στις αρχές του ’74.
Τον Ιούλιο συμβαίνει το «έγκλημα της Κύπρου», πέφτει η χούντα και έρχεται ο Καραμανλής. Ο Σαββόπουλος ευαισθητοποιείται, σε σχέση με την κυπριακή τραγωδία, όπως και χιλιάδες άλλοι, ή μάλλον εκατομμύρια άλλοι, συμμετέχοντας σε μια μεγάλη συναυλία συμπαράστασης στο γήπεδο του Παναθηναϊκού (εκεί ακούστηκε και το τραγούδι του «Για την Κύπρο», που θα το έλεγε ο ίδιος μαζί με την Μελίνα Μερκούρη, η οποία έχει επιστρέψει κι αυτή απ’ το εξωτερικό), μαζί με την βασανισθείσα Κίττυ Αρσένη, τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τον Νίκο Ξυλούρη, τον Μάνο Λοΐζο, τον Σταύρο Παράβα (από τους τελευταίους εξόριστους της Γυάρου), τον Γιώργο Νταλάρα, τον Αντώνη Καλογιάννη, την Μαρίζα Κωχ, τον Μάνο Κατράκη, τον Νίκο Κούρκουλο κ.ά. Ήταν 23 Σεπτεμβρίου 1974.
Την ίδια εποχή (23-29 Σεπτ. 1974) εξελίσσεται στην Θεσσαλονίκη το 15ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου. Ανάμεσα στις ταινίες και «Τα Χρώματα της Ίριδος» του Νίκου Παναγιωτόπουλου, εκεί όπου ο Διονύσης Σαββόπουλος θα έκανε μία περίεργη εμφάνιση (σε μια σκηνή, που ήταν γυρισμένη στο δισκάδικο Pop Eleven).
Τον Νοέμβριο του ’74 o Σαββόπουλος θα κυκλοφορήσει το δισκάκι του «Σαν τον Καραγκιόζη / Για την Κύπρο» [Lyra], τραγουδώντας για δύο θέματα που τον έκαιγαν όλο το προηγούμενο διάστημα, σκύβοντας παράλληλα πάνω στο γνωστό και κυρίως στο άγνωστο (προς εμάς) υλικό του, της πρώτης δεκαετίας του στα καλλιτεχνικά δρώμενα, ετοιμάζοντας τα επόμενα βήματά του. [Είναι η εποχή, εννοούμε, όπου ηχογραφεί στα στούντιο της Κολούμπια τα «Οι δεκαπέντε (Αμνηστία ’64)», «Στη συγκέντρωση (της Ε.Φ.Ε.Ε.)» και «Ζεϊμπέκικο» (με την Σωτηρία Μπέλλου), τραγούδια που θα ακούγονταν στον επόμενο δίσκο του «10 Χρόνια Κομμάτια»].
Οι «νεκροζώντανοι στο Κύτταρο» εν τω μεταξύ είναι πλέον εντελώς νεκροί, παρά κάπως ζωντανοί, η ροκ αυλαία έχει πέσει με φόρα, τα στρατιωτικά αμπέχονα και τα μακριά φορέματα έχουν αντικαταστήσει από καιρό την χίπι κολεξιόν, στις συνευρέσεις της πολιτικοποιημένης νεολαίας, ενώ το να χαιρετάς με τη γροθιά μετατρέπεται, σταδιακά, στη νέα «καλημέρα», στα αντάρτικα λημέρια της Πλάκας – καθώς το ημερολόγιο γράφει πια... 1975.
Καλή χρονιά!
Διονύσης Σαββόπουλος - Η Δημοσθένους Λέξις