Ένα φορτηγό, μια λύρα, ένας νεαρός Θεσσαλονικιός άσημος μουσικός με την κιθάρα του... Πώς συνδέονται μεταξύ τους αυτά; Ε, όποιος έχει παρακολουθήσει τη διαδρομή του Διονύση Σαββόπουλου στον χρόνο και στην τέχνη του, δεν αναρωτιέται. Το φορτηγό είναι, βέβαια, αυτό που ανταποκρίθηκε στο οτοστόπ του τέως φοιτητή της Νομικής και πάση θυσία μουσικού, τον μάζεψε και τον έφερε από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα του 1963. Η «λύρα» δεν είναι άλλη από την ιστορική δισκογραφική εταιρεία του Αλέκου Πατσιφά μπροστά στον οποίο εμφανίστηκε το 1965 ο Σαββόπουλος για να συστηθεί ως νέος τραγουδοποιός σε αναζήτηση εργοδότη ικανού να τον εκμεταλλευτεί καταλλήλως! Κι όλα αυτά δεν είναι παρά τα απαραίτητα κλειδιά της γοητευτικής σήμερα μυθολογίας που συνοδεύει την κυκλοφορία, τέλη του 1966, ενός θρυλικού δίσκου. Και την επίσημη πρωτιά στις 45 στροφές του βινυλίου ενός τροβαδούρου που επέδρασε καταλυτικά στη διαμόρφωση της ελληνικής μουσικής σκηνής και του ελληνικού τραγουδοποιητικού ιδιώματος έκτοτε.
Από τα δεκαεπτά τραγούδια που επρόκειτο να συμπεριλάβει αρχικά το «Φορτηγό», κυκλοφόρησε τελικά με δώδεκα (τα άλλα πέντε τα έκοψε η λογοκρισία) τον Δεκέμβρη του '66. Τότε, όπως θυμόταν ο Σαββόπουλος, «δεν έκανε τίποτα υψηλές πωλήσεις, 2.000 κομμάτια. Περίμενα κάτι περισσότερο τότε με το "Φορτηγό". Είχα σκεφτεί, μάλιστα, να αλλάξω δουλειά ή, τουλάχιστον, να φύγω από τη δισκογραφία προσώρας και να κάνω λιγάκι τον ναυτικό, να βγάλω χαρτιά να μπω σε κανένα πλοίο, γιατί ήθελα να ταξιδέψω».
Πενήντα χρόνια μετά τον συναντώ «αρχικαπετάνιο» κατά μία έννοια και απόμαχο κάθε είδους ταξιδιών σε ταραγμένα κοινωνικοπολιτικά νερά, που κι αυτό τον ίδιο άλλοτε (συχνότερα) τον έφεραν στη επιφάνεια κι άλλοτε τον βύθισαν. Ευτυχώς, δεν μπαρκάρισε τότε. Και το πλοίο του αποδείχτηκε ότι ήταν η νεότερη Ελλάδα, την οποία αποτύπωσε στην ποιητική του με τα καλά, τα κακά της, τις προσωπογραφίες της και τις ιδιαιτερότητές της, την παράδοση, τη μεταφυσική, τις εμμονές και τους ήχους της.
Ποιο ραδιόφωνο σήμερα θα τολμούσε να παίξει τραγούδι που διαρκεί πάνω από τρία λεπτά; Τα θέλουν όλα γρήγορα και αναλώσιμα. Δυστυχώς, αυτή η νοοτροπία έχει απλωθεί παντού, τόσο στην καθημερινότητα όσο και στην έξοδο και στη διασκέδαση του παρασκευοσάββατου.
Γι' αυτά τα πενήντα χρόνια ταξιδιών στις πιο φωτεινές και στις σκοτεινότερες πτυχές της νεοελληνικής ψυχής τού άξιζε μια κορυφή. Και να που από ένα παιχνίδι της τύχης ο Σαββόπουλος έμελλε φέτος να γιορτάσει την επέτειό του στον «Παρνασσό». Εκεί που για να τον ακούσει σ' αυτά τα ιστορικά τραγούδια έφτασε κόσμος και φίλοι απ' όλη την Ελλάδα. Εξού και η μία και μοναδική παράταση: στις 28 Δεκεμβρίου δίνει την τελευταία με το μουσικό υλικό του «Φορτηγού», που με έναν παράξενο τρόπο εξακολουθεί να τον ταξιδεύει σε ιδέες και εικόνες. Κι αν ο ίδιος δεν είναι πια ο ορμητικός και παρορμητικός 20χρονος, διατηρεί στην ευθυτενή κορμοστασιά, στην ηρεμία πια και στις συχνές παύσεις του το διεισδυτικό και κάποτε σχεδόν προφητικό πνεύμα, την ισχυρή άποψη αλλά και την πεισματική, παρ' όλα αυτά, αισιοδοξία την οποία αποπνέει και στις παραστάσεις του όταν λέει εκείνο το κλασικό κι αγαπημένο ξόρκι: «Καλό χειμώνα να 'χουμε, παίδες! Και καλές γιορτές!»
— Στο «Φορτηγό», 1966. Ταξίδι Θεσσαλονίκη-Αθήνα. Ποιος οδηγεί; Τι βλέπετε απ' το παράθυρο; Τι ακούτε στο ραδιόφωνο; Πού πάτε; Φτάσατε εκεί ποτέ;
Ο φορτηγατζής μισοκοιμόταν πάνω στο τιμόνι, οδηγούσε με το ένα μάτι ανοιχτό σαν τον καρχαρία. Ερχόταν από Γερμανία κι είχε να κοιμηθεί δύο μερόνυχτα. Διασχίζαμε τον Θεσσαλικό Κάμπο, καίγανε τα ξερόχορτα κι έβλεπες μέσα στη νύχτα μια θάλασσα από φωτιές. Το ραδιόφωνο έπαιζε Δεύτερο Πρόγραμμα, την εκπομπή της Τόνιας Καράλη «Η λεωφόρος της μελωδίας». Ένιωθα σαν να μην είχα γεννηθεί και πήγαινα να γεννηθώ. Αν έφτασα; Ε, ναι, έκανα τραγούδια, δίσκους, παιδιά, εγγόνια...
— Στο ίδιο «Φορτηγό», 2016. Ταξίδι στην Αθήνα. Ποιος οδηγεί; Τι βλέπετε απ' το παράθυρο; Τι ακούτε στο ραδιόφωνο; Πού πάτε; Φτάνετε εκεί ποτέ;
Το «Φορτηγό» το οδηγούν τα τραγούδια του τώρα πια. Απ' το παράθυρο βλέπω τη Σταδίου με πολλά μαγαζιά κλειστά, το κουφάρι της Μαρφίν και το πυρπολημένο Αττικόν. Και αστέγους με μωρά. Ανέστιους και πένητες. Το ραδιόφωνο παίζει χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Πάω στον Παρνασσό. Στην πλατεία Καρύτση.
— «Τα πουλιά της δυστυχίας», «Τα κορίτσια που πηγαίνουν δυο-δυο», «Οι παλιοί μας φίλοι»... Στα 22 σας ήσασταν κιόλας γνώστης (ή και προφήτης;) μιας πικρής ανθρώπινης μοίρας. Από πού προερχόταν αυτή η σκοτεινή ωριμότητα; Από το μάθημα της Ιστορίας που είχατε ζήσει ήδη; Από προδιάθεση; Από αντίληψη; Από προσωπική «δοκιμασία»;
Από αντίληψη νομίζω. Όταν ήμασταν παιδιά, οι μεγάλοι, για να μας προστατεύσουν, δεν μας τα λέγανε όλα. Το καταπληκτικό όμως είναι ότι εμείς το ψυχανεμιζόμασταν πως κάτι σημαντικό μας κρύβουν. Μικροί απορούσαμε όταν βλέπαμε π.χ. έναν ζητιάνο. Τρομάζαμε όταν ο μπαμπάς και η μαμά μάλωναν και το έκοβαν μαχαίρι όταν εμφανιζόμασταν. Εγώ «κολλούσα» πολύ σε κάτι τέτοια. Ή έβλεπα όλα εκείνα τα όμορφα και αξιαγάπητα κοριτσάκια να μιλούν τυποποιημένα, σαν σουσούδες, σαν να είχαν προσχωρήσει στη συμβατικότητα των μεγάλων. Τι καλό μπορούσε να βγει από αυτό;
— Αυτή η ταλαντούχα σας «λοξάδα» όμως που εισηγήθηκε κάτι πολύ καινούργιο στο τραγούδι από πού προερχόταν;
Δεν ξέρω από πού προερχόταν. Πάντως, όταν ήμουν έφηβος, ήμουν αρκετά επηρεασμένος από τον Αττίκ και από τον Μάρκο Βαμβακάρη... Δεν είναι τυχαίο ότι έγραφαν και οι δυο στίχους και μουσική, ότι ήταν τραγουδοποιοί. Τον Μάρκο τον άκουσα στο ραδιόφωνο, στην εφηβεία μου πια. Τον Αττίκ τον ακούγαμε στο σπίτι. Και μου έκανε εντύπωση ότι αυτό που έλεγε ήταν μια ολόκληρη ιστορία, πολύ ευρηματική, με μεγάλη οικονομία και με πολύ γοητευτικό τρόπο. Κι ο Βαμβακάρης με «έφτιαχνε» πάρα πολύ, γιατί εκτός του ότι έγραφε τους στίχους και τη μουσική, τραγουδούσε κιόλας με μια υποβλητική και σπηλαιώδη φωνή, σαν μορφή από θίασο θεάτρου σκιών. Κι ο Αττίκ τραγουδούσε κι έπαιζε, αλλά όταν έκανε δίσκους ήθελε επαγγελματίες τραγουδιστές. Τον τραγουδούσε έξοχα η Δανάη!
— Δεν είχατε επηρεαστεί και από τροβαδούρους σαν τον Μπρασένς; Ή και το Ντύλαν;
Το '63 που κατέβηκα στην Αθήνα, τον Μπρασένς τον ήξερα. Ο Ντύλαν δεν είχε γίνει ακόμα γνωστός εδώ. Ήρθε στην Ελλάδα αργότερα, το '65-'66, από σπουδαστές που γυρνούσαν σπίτι για διακοπές από τη Γερμανία και την Αγγλία. Έτσι τον άκουσα τον Ντύλαν.
— Μια που αναφερθήκαμε στον Ντύλαν, το Νόμπελ Λογοτεχνίας που του δόθηκε είναι δικαίωση ή το κλείσιμο ενός κύκλου μιας σπουδαίας γενιάς;
Είναι η δικαίωση της γενιάς που έφερε πάλι στο προσκήνιο την παλιά παράδοση μιας ποίησης που υπήρχε πριν από την τυπογραφία και διαδίδονταν κυρίως προφορικά. Κάποτε, ακόμη και τη φιλοσοφία τους οι άνθρωποι τη λέγανε τραγουδιστά. Γι' αυτούς, τα λόγια και η μουσική ήταν ένα και το αυτό, όπως και το σώμα και η ψυχή είναι ενιαίο σύνολο. Ο Ντύλαν δεν είναι ποιητής με τη στενή έννοια, ούτε συνθέτης, ούτε τραγουδιστής βέβαια. Αυτήν τη στενή έννοια την παραμέρισε για να γίνει ο Ντύλαν. Για να γίνει δηλαδή ένας ποιητής που τραγουδά.
— Αλήθεια, γιατί εξέλιπε το αφηγηματικό τραγούδι;
Κι εγώ αναρωτιέμαι. Ίσως δεν έχουν τι να αφηγηθούν. Ίσως δεν έχουν την όρεξη. Σ' αυτό συμβάλλουν πολύ και τα ραδιόφωνα. Ποιο ραδιόφωνο σήμερα θα τολμούσε να παίξει τραγούδι που διαρκεί πάνω από τρία λεπτά; Τα θέλουν όλα γρήγορα και αναλώσιμα. Δυστυχώς, αυτή η νοοτροπία έχει απλωθεί παντού, τόσο στην καθημερινότητα όσο και στην έξοδο και στη διασκέδαση του παρασκευοσάββατου.
— Εξέλιπαν, βέβαια, και οι μεγάλες αφηγήσεις, ό,τι εξέφραζαν προσωπικότητες σαν τον Κάστρο π.χ. που πέθανε πρόσφατα. Άνθρωποι όπως αυτός ήταν από μόνοι τους ένα είδος έπους. Κι αυτό υποχωρεί...
Αν υποχωρεί και η λογοδιάρροια, καλό είναι! Ο μακαρίτης ήταν εξουθενωτικός όταν μιλούσε. Αλλά λέτε ότι παρακμάζει και η αφήγηση; Δεν ξέρω. Παρατηρώ, όμως, ότι από τη Μεταπολίτευση και μετά το ρίξαμε υπερβολικά πολύ στην πολιτικούρα, στη συνδικαλαρία, στην εξωστρέφεια. Έτσι, ωστόσο, στεγνώνει το μέσα σου. Τι να αφηγηθείς μετά; Η αφήγηση θέλει εσωτερική ζωή.
— Το σίγουρο είναι ότι οι νέες γενιές εκφράζονται πιο συνοπτικά, χωρίς «δαντέλες»... Ίσως λόγω της γλώσσας που απαιτούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Εκτός από προτερήματα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν και désavantages. Ξέρετε, είναι καλό όταν το υλικό αντιστέκεται. Αντιθέτως, μας ψευτοβολεύει όταν το υλικό είναι «εύπλαστο». Π.χ. όταν έχτιζαν σπίτια με πέτρα –και η πέτρα είναι πολύ δύσκολο υλικό–, ό,τι και να έκαναν είχε μια καλή μορφή. Τα παλιά πέτρινα σπίτια, και των φτωχών ανθρώπων ακόμα, ήταν όλα όμορφα. Το μπετόν είναι εύκολο, επομένως προέκυψαν και πάρα πολλά εκτρώματα. Μια κοπέλα που αντιστέκεται σε κάνει καλύτερο άνδρα. Μια κοπέλα που είναι πολύ εύκολη σε κάνει σαχλό. Η αντίσταση του υλικού έχει μεγάλη σημασία. Και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν αντιστέκονται καθόλου, διότι δεν έχουν όρια. Μπορεί καθένας να γράψει ό,τι του κατέβει. Έτσι όμως φτωχαίνει η έκφραση.
— Έχετε πει ότι είχατε γράψει τους «Μάγους», τη «Ζωζώ», το «Μπουλούκι» και τη «Μαϊμού» έχοντας κατά νου ότι μπορεί να παιχτούν στις «περιθωριακές σκηνές της Εθνικής Οδού». Για τα υπόλοιπα; Πού σκεφτόσασταν ότι θα παρουσιαστούν;
Δεν είχα στο μυαλό μου πού θα μπορούσαν να παρουσιαστούν. Υπήρχε, όμως, τότε, μία φορά την εβδομάδα, μια εκπομπή στο Δεύτερο Πρόγραμμα που λεγόταν «Η ώρα των νέων συνθετών». Επαναλάμβανε ουσιαστικά τα ίδια τραγούδια – δεν ήταν και πολλά τότε: 1-2 τραγούδια του Γιάννη Μαρκόπουλου, 1-2 του Μάνου Λοϊζου, 1-2 του Χρήστου Λεοντή και λίγο περισσότερα του Ξαρχάκου. Αυτά παίζονταν και ξαναπαίζονταν κάθε εβδομάδα. Εγώ, όπου και να βρισκόμουν, τους παράταγα για να πάω ν' ακούσω την εκπομπή. Ήθελα λοιπόν να πάω στην Αθήνα, να γνωρίσω κι εγώ αυτά τα παιδιά, να γίνω κι εγώ μέρος της «οικογενείας» των νέων συνθετών. Κι αυτό έκανα. Όταν έφτασα στην Αθήνα, πήγα στο θέατρο «Παρκ» όπου παιζόταν η επιθεώρηση Μαγική Πόλη που είχαν γράψει μαζί ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζιδάκις. Στην πρεμιέρα διηύθυναν οι ίδιοι την ορχήστρα. Αλλά από την επομένη, το μέρος του Θεοδωράκη ανέβαινε να το διευθύνει ο Λεοντής και το μέρος του Χατζιδάκι ο Λοΐζος. Πήγα, λοιπόν, και γνωρίστηκα μ' αυτά τα παιδιά. Και μάλιστα με φιλοξένησε για ένα διάστημα ο μακαρίτης ο Λοΐζος... Όχι, δεν είχα στο μυαλό μου τι θα κάνω μ' αυτά τα τραγούδια. Αυτό που ήθελα ήταν να κατέβω στην Αθήνα, να βρω έναν τρόπο να βιοποριστώ και να ασχοληθώ με τη μουσική γενικώς. Δεν ήταν κάτι περίεργο. Τότε, πολλά παιδιά έφευγαν από το σπίτι τους για να ανακαλύψουν τον κόσμο, για να απαντήσουν στο βαθύτερο ερώτημα «ποιος αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω»... Ήταν μόδα τότε. Τώρα; Δεν φεύγει κανείς.
— Ήδη στα πρώτα σας τραγούδια στιχουργικά εμπεριέχονται η Ελλάδα της Ανατολής και της Δύσης. Πολλές φορές, ακόμα και στο ίδιο τραγούδι: η «Ζωζώ» π.χ. είναι μια «ηθογραφία» της ελληνικής επαρχίας και ταυτόχρονα συνομιλεί ευθέως με τη «(Brave) Margot» του Μπρασένς. Η Ανατολή (πανηγύρια, γύφτοι, φαντάροι, επιδείξεις δύναμης..) και η Δύση (παλιάτσοι, φελινικές εικόνες, ο Πρεβέρ, ο Μπρασένς, το Βιετνάμ). Καταλήξατε πού είναι καλύτερα; Από δω ή από κει; Ή μείνατε μετέωρος;
Είμαστε μια Ανατολή που θέλησε να γίνει Δύση. Τα παλιά χρόνια το διαχειριστήκαμε πολύ καλά αυτό. Υπάρχει πολλή Δύση στη Φιλοσοφία μας, στον Μεγαλέξανδρο, στους Σελευκίδες, στην Αλεξάνδρεια, στην Κλεοπάτρα, στον Αντώνιο ή στον Ιουστινιανό. Αλλά όλο αυτό ηττήθηκε το 1453 στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Μετά γίναμε κομμάτι της Ανατολής, αλλά στα νεότερα χρόνια μάς ξαναβρήκε αυτό που απωθήσαμε. Ας θυμηθούμε τον Ρήγα Φεραίο, τον κόμη Καποδίστρια, τον Τρικούπη, τον Βενιζέλο. Είμαστε σταυροδρόμι. Αυτό είμαστε κι αυτό ακριβώς είναι που πρέπει να διαχειριστούμε.
Εγώ δεν θα εξαιρούσα από τους «Κωλοέλληνες» ούτε τον εαυτό μου. Καθένας μας, λιγότερο ή περισσότερο, έχει φερθεί κωλοπαιδίστικα κάποιες στιγμές, από το να πετάξεις ένα σκουπίδι μέχρι το να κλέψεις την εφορία ή να προσβάλεις τον άλλο. Το θέμα είναι να το ξέρουμε και να μην επιτρέπουμε να γίνεται καθεστώς. Γιατί αυτό είναι το πρόβλημα. Κάποια στιγμή οι κωλοέλληνες έγιναν καθεστώς.
— Όταν γράφατε στίχους όπως «Όταν ο κόσμος μας θα καίγεται/ όταν τα γεφύρια πίσω μας θα κόβονται/ εγώ θα είμαι εκεί να σας θυμίζω/ τις μέρες τις παλιές», είχατε τη βεβαιότητα της πρόβλεψης ή την ορμή του ποιητή; Είχατε, δηλαδή, απόλυτη συναίσθηση αυτού που προλέγατε ή ήταν ποιητικό αίσθημα;
Δεν ξέρω, μας διαπερνούν συνεχώς υποσυνείδητα ρεύματα που ο κόσμος συνήθως δεν τους δίνει σημασία. Ο καλλιτέχνης όμως μαγνητίζεται και τα παρατηρεί. Σαν να κάνει διαλογισμό. Αυτή η δουλειά πλουτίζει την ψυχή και νοηματοδοτεί τον βίο. Του δίνει μορφή και λόγο. Αυτό προσπαθώ από μικρός. Αυτό ήταν το παιχνίδι μου. Από πέντε χρονών ταίριαζα τραγουδάκια.
— Μετά την κυκλοφορία του «Φορτηγού», ο Γιώργος Μανιάτης έγραφε για εσάς στην «Ελευθερία»: «... Απομένει να δούμε ποια πίστη θα ασπαστεί: του Χριστού ή του Βαραββά». Τελικώς, ποια πίστη ασπαστήκατε;
Δημοσιογραφική τρακατρούκα του Γιώργου ήταν. Δεν καταλαβαίνω. Ο Χριστός είναι η παράδοση κι ο Βαραββάς η επανάσταση; Ή ο Χριστός είναι η θυσία και η αλήθεια, ενώ ο Βαραββάς η οργή και το ψέμα; Άλλα των αλλώνε.
— Μια τόσο προσωπική τραγουδοποιία/ποίηση δημιουργεί μια εξαιρετικά στενή συγγένεια με το κοινό. Υπήρξαν εποχές που αισθανθήκατε να κάθεστε «δίπλα στον καναπέ» με αυτό το συγγενικό κοινό, αλλά τσακωμένοι;
Μάλιστα, αυτό αισθάνθηκα και στενοχωριόμουν. Ως καλλιτέχνης, θέλω να με αγαπάνε. Όταν δυσαρεστούνται ή όταν δυσαρεστείται σημαντικό μέρος του ακροατηρίου με τα λεγόμενά μου, λέω στον εαυτό μου: «Την άλλη φορά να μιλάς πιο προσεκτικά». Αλλά όταν γράφω, το ξεχνάω! Επικρατεί μέσα μου η φύση του τροβαδούρου που τον αναγκάζει να λέει ό,τι αισθάνεται.
— Ζήσατε, πάντως, και περιόδους που το κοινό ήταν πολύ μουτρωμένο. Π.χ. το 1989 που κυκλοφόρησαν οι «Κωλοέλληνες» (στο «Κούρεμα»), πολλοί θύμωσαν μαζί σας. Αποδείχτηκε, δυστυχώς, προφητικό. Στίχους σαν και το «Πέντε αιώνες δύσης εθνικής θα ζήσεις από δω και μπρος, με αγγλικές αλφαβήτες..» τους βρήκαμε μπροστά μας.
Εγώ δεν θα εξαιρούσα από τους «Κωλοέλληνες» ούτε τον εαυτό μου. Καθένας μας, λιγότερο ή περισσότερο, έχει φερθεί κωλοπαιδίστικα κάποιες στιγμές, από το να πετάξεις ένα σκουπίδι μέχρι το να κλέψεις την εφορία ή να προσβάλεις τον άλλο. Το θέμα είναι να το ξέρουμε και να μην επιτρέπουμε να γίνεται καθεστώς. Γιατί αυτό είναι το πρόβλημα. Κάποια στιγμή οι κωλοέλληνες έγιναν καθεστώς.
— Έχετε πιάσει τον εαυτό σας να έχει φερθεί κωλοπαιδίστικα;
Ε, βέβαια! Για να τη «βγάλει», για να είναι πιο εύκολα τα πράγματα, για να αποφύγει φασαρίες.
— Ποια στιγμή έγιναν, λοιπόν, κατά τη γνώμη σας οι κωλοέλληνες καθεστώς;
Σιγά-σιγά. Από την «εποχή του ζιβάγκο», από το '81.
— Στις εμφανίσεις σας που προηγήθηκαν του Παρνασσού είπατε μετά από χρόνια το «Είδα στον ύπνο μου τη Σούλα και τον Δεσποτίδη» και αφηγηθήκατε και την ιστορία του τραγουδιού (πρόκειται, όπως λέγατε, για ένα όνειρο που πράγματι είδατε). Γιατί φέτος;
Διότι ο κόσμος είναι πιο ανοιχτός και πιο δοτικός τώρα. Ακούστε: πριν από 30-40 χρόνια το κοινό ήταν πολύ πιο καλλιεργημένο. Το '70 ο κόσμος γέμιζε το κλαμπ «Ροντέο» εφτά φορές την εβδομάδα για ν' ακούσει τον «Μπάλλο», μια σύνθεση 17 λεπτών, ή τη «Μαύρη θάλασσα», επί 12 λεπτά. Το '80 συνέβαιναν τα ίδια στον «Ρήγα» και στον «Σκορπιό» με το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο», 15 λεπτά τραγούδι, 256 στίχοι. Μετά, ήρθε σιγά-σιγά η ισοπέδωση. Εγώ συνέχισα να παίζω στα μαγαζιά, αλλά έβλεπα ότι η πλειονότητα της πελατείας δεν έμενε ικανοποιημένη, παρά μόνο με τα σουξέ. Ευτυχώς, είχα αρκετά κι έτσι διατήρησα την επαφή μου με το ακροατήριο. Τώρα φαίνεται ότι το πράγμα πηγαίνει προς το καλύτερο. Πέρσι ξανάπαιξα τον «Μπάλλο» μετά από τόσα χρόνια και ο κόσμος, παλιός και καινούργιος, έσπαγε πόρτες στο «Κύτταρο» για να τον ακούσει. Κάτι αλλάζει.
— Σ' αυτό που ζούμε τώρα βλέπετε διέξοδο;
Ναι. Δεν ξέρω όμως πόσο καιρό θα μας πάρει ώσπου να συγχωρήσουμε ο ένας τον άλλο, να μαζευτούμε, να γίνουμε πιο ταπεινοί και να κάνουμε μια συλλογική προσπάθεια που να φέρει ικανοποιητικά αποτελέσματα.
— Στο νέο σας DVD και άλμπουμ («Σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα» Feelgood Records) με τη ζωντανή μαγνητοσκόπηση/ηχογράφηση των περσινών εμφανίσεών σας με την Ελένη Βιτάλη στο «Κύτταρο», πάντως, σημειώνετε: «Ήρθαμε για να ζήσουμε και να υπογραμμίσουμε το κοινό αίσθημα εκείνης της εποχής, που σήμερα μας λείπει φριχτά. (...) Το κοινό αίσθημα, όχι πια ως κέφι μιας παρέας, αλλά ως επείγουσα ανάγκη για επιβίωση, τόσο δική μας όσο και του τόπου μας». Υπήρχε όμως ποτέ αυτό το κοινό αίσθημα; Πού το εντοπίζετε; Και τι του συνέβη;
Μάλιστα. Υπήρχε το κοινό αίσθημα το '50 και το '60. Όλοι θέλαμε να ξεπεράσουμε τον μίζερο και στείρο αντικομμουνισμό. Να γίνουμε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή δημοκρατία. Να αφήσουμε πίσω μας το ρουσφετολογικό κράτος και την παλιά Ελλάδα, να γίνουμε προοδευτικοί. Εν τέλει, όμως, η παλιά Ελλάδα επικράτησε στον πολιτικό μας βίο, μεταμφιεσμένη σε «προοδευτική». Η αυτιστική πολιτική βρήκε ανέλπιστους συμμάχους μέσα στην ευπώλητη πεζογραφία, στη νεφελώδη κινηματογραφία και στους τραγουδιστές μιας βαρύγδουπης, αντιστασιακής εντεχνίλας. Γεννήθηκε έτσι, σιγά-σιγά, μαζί με τα λεφτά από την Ευρώπη αλλά και την τηλεόραση, μια κοινωνία της αγοράς και της αυθάδειας. Οι μόνες τέχνες που αντιστάθηκαν σε αυτό τον ψευδοριζοσπαστισμό ήταν ο χορός και το θέατρο, κυρίως ο Δημήτρης Παπαϊωάννου και ο Λευτέρης Βογιατζής. Αυτοί διέσωσαν την ελληνική παιδεία και τέχνη. Και άλλοι, ευτυχώς, αλλά αυτοί οι δύο ήταν πρωταθλητές.
— Αν αφιερώνατε, λοιπόν, ένα τραγούδι σας στη μεταπολιτευτική μας περιπέτεια μέχρι εδώ, ποιο θα ήταν αυτό;
Το «Εμείς, του '60 οι εκδρομείς» από το «Κούρεμα».
— Και η Δύση; Θα επιζήσει;
Θα επιζήσει. Δεν ξέρω, βέβαια, τι τρικυμίες θα περάσει εν τω μεταξύ. Αλλά αυτή είναι η τάση. Πατάς κουμπιά και μετακινούνται ολόκληρα ποσά. Στην ουσία, δεν υπάρχουν σύνορα πια. Η αλήθεια είναι ότι αυτό που λέγεται «παγκοσμιοποίηση» δεν μπορούμε να το διαχειριστούμε. Αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να το διαχειριστούμε. Τώρα, κανονικά, όλοι οι πολιτικοί θα έπρεπε να προσπαθούν να συνεννοηθούν για το πώς θα διαχειριστούν την παγκοσμιοποίηση. Δεν αντιστρέφεται το ρεύμα. Ε, αυτό θα χρειαστεί καιρό. Εγώ πιστεύω ότι η Δύση βαδίζει προς την Αναγέννησή της πάλι. Θα περάσει Μεσαίωνα όμως.
* Το DVD και άλμπουμ από τις live εμφανίσεις του Διονύση Σαββόπουλου με την Ελένη Βιτάλη στο «Κύτταρο» με τίτλο «Σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα» (Feelgood Records) μόλις κυκλοφόρησε.