Ελλάδα, 100 χρόνια μετά.

Ελλάδα, 100 χρόνια μετά. Facebook Twitter
0

 

Περπατά ανήσυχα, χαζεύοντας  τις βιτρίνες των μαγαζιών της παλιάς Πατησίων, σήμερα ονομάζεται Α3.

Συνοικιακά κομμωτήρια, ίδιες αφίσες στους τοίχους, ίδια βρώμικα παγκάκια, γριές με εμμονή στην ίδια περμανάντ και στο ίδιο αλεύρι για κουλουράκια, περισσότερα από διακόσια χρόνια τώρα.

Το κέντρο είναι από το 2030, διατηρητέος οικισμός.

«Καλά δεν βαρέθηκαν; Τι περιμένουν δηλαδή; Είναι φοβερό πράγμα σε τι λεπτομέρειες μπορεί να κολλήσει μια κοινωνία και γύρω από αυτές να θεμελιώσει μια εποχή. Σε λάθος αιώνα γεννήθηκα ή μήπως όχι;» αναρωτήθηκε.

Έψαξε να βρει δικές του εμμονές. Τις  θεώρησε όλες δικαιολογήσιμες. Συνέχισε να περπατά. Το παράδοξο τον συνόδευε,  σε κάθε του βήμα.

Του άρεσαν οι παλιοί δρόμοι αν και είχαν χάσει την οσμή του τότε. Μύριζαν πια μαυσωλείο. Φαντάζονταν  ρετρό κορίτσια να  περπατούν κρατώντας κόκκινα  μπαλόνια, ταχυδακτυλουργούς  να ασελγούν  με το απροσδόκητο στις γωνίες, γυναίκες με πιπιλιές στους ώμους να απλώνουν μπουγάδες με κιλοτάκια στην αστική ζούγκλα, αγάλματα να ξιφομαχούν μεταξύ τους.

Ο τρόπος που έβλεπε την ζωή είχε επηρεαστεί από πίνακες αλλά και ποιήματα, ενός πολύ παλιού ποιητή,  του Νίκου Εγγονόπουλου.  

Μια ριπή αέρα τον υποχρέωσε να στρίψει στην γωνία του δρόμου.

Τα μαγαζιά των ηλεκτρικών συσκευών αιχμαλώτισαν την προσοχή του. «Όλες οι οθόνες αναπαράγουν τις ίδιες σαχλές  σαπουνόπερες. Η ηλιθιότητα δεν θα πάψει  ποτέ να στοιχειώνει αυτή την πόλη», σκέφτηκε.

Τα συνοικιακά καφενεία των ηλικιωμένων, στα ισόγεια των πολυκατοικιών, ήταν το αγαπημένο του θέαμα. Λάτρευε σε αυτά τον τρόπο που συνδύαζαν τη γοητεία της λευκής πλαστικής καρέκλας  του γύφτου και του φρεντοτσίνο, των αρχών του 21ου αιώνα,  με γκραβούρες από τις επαναστάσεις του 19ου , αν  και απευθύνονταν, με συμπαθητική επιτυχία,  σε πελάτες του ζούσαν στην αυγή του 22ου αιώνα.

Καφενείο-μπακάλικο είχε και ο παππούς του. Θυμάται που τα  καλοκαιρινά παιδικά του μεσημέρια, το κράταγε εκείνος.  Γέμιζε τα συρτάρια  με στιχάκια, δελτία προ-πο  και σβησμένα τσιγάρα.





Η Ελλάδα στα τέλη του 21ου αιώνα ήταν μια έρημη χώρα, σχεδόν δυστοπική. Η υπογεννητικότητα των  ελλήνων είχε μειώσει τον πληθυσμό των ντόπιων στα τρία εκατομμύρια. Πολλές από τις κατασκευές και τις υποδομές που εξυπηρετούσαν τη χώρα, όσο ήταν πολυπληθέστερη, είχαν μετατραπεί σε απολιθώματα πολιτισμού: ερειπωμένα χωριά, οδικό δίκτυο απροσπέλαστο από την βλάστηση, βιομηχανικές ζώνες που έμοιαζαν με θεματικά πάρκα αφιερωμένα στην εγκατάλειψη.

.

Η πόλη της Αθήνας, παρά τις προσπάθειες που έγιναν στα μέσα του 21ου αιώνα, μετά την εποχή των Μνημονίων,  να διεκδικήσει το status  μιας μητρόπολης του Νότου, δεν τα κατάφερε. Το μικρό της  μέγεθος και ο ταλαιπωρημένος λαός  διάλεξαν άλλου τύπου οργάνωση. Η πόλη κατακερματίστηκε σε επιμέρους πόλεις, με σχετική αυτονομία και δικά τους ήθη. Υπήρχαν οι πόλεις των προοδευτικών, των τοπικιστών, των οικολόγων, των μεταναστών, των αναρχικών κ.α.

Τα ερείπια της Βουλής των ελλήνων η οποία είχε καταστραφεί μετά από τα βίαια επεισόδια της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, έστεκαν εκεί για να θυμίζουν στους μελλοντικούς έλληνες, τα λάθη που δεν έπρεπε να ξαναγίνουν. Προϊόντος του χρόνου αυτό το μνημείο αγαπήθηκε όσο και ο Παρθενώνας, έγινε ένα αρνητικό σημείο αναφοράς και σύμβολο του αγώνα κατά του οικονομικού αποικιοκρατισμού.

Παρά την πληθυσμιακή συρρίκνωση  η πόλη ήταν πολύ πιο ανθρώπινη και εξελίχθηκε σε τουριστικό θέρετρο για τους συνταξιούχους του Βορρά, που διάλεγαν την Αθήνα για να πεθάνουν, χαρούμενα και ζεστά. Οι ξένοι την αποκαλούσαν «η πόλη του θανάτου».

Οι πολυκατοικίες του παρελθόντος είχαν στολιστεί  και φυτευτεί με τέτοιον τρόπο που θύμιζαν γιγαντιαίες ζαρντινιέρες, τα ρέματα είχαν ξεμπαζωθεί, ενώ το περίσσευμα χώρου είχε δώσει τη δυνατότητα στην αρχαιολογική υπηρεσία να προχωρήσει σε μεγάλης κλίμακας ανασκαφές οι οποίες έφεραν στο φως ασύλληπτες αρχαιότητες, γύρω στο 2070.

Τζιτζίκια υπάρχουν ακόμα. Υπάρχουν επίσης νεραντζιές και χαμομήλια.

 

Την πολιτική ζωή συνεχίζουν να μονοπωλούν οι απόγονοι πολιτικών που πρωταγωνίστησαν τους δυο προηγούμενους αιώνες: Βενιζέλος, Παπανδρέου,  Μητσοτάκης. Το ίδιο ισχύει και για τις οικονομικές ελίτ.

Από το 2060, έχει καταργηθεί ο θεσμός, που εσείς αποκαλούσατε οικογένεια. Με απόφαση της ευρωπαϊκής επιτροπής τα παιδιά  ανήκουν στην κοινωνία και  διαπαιδαγωγούνται από ειδικούς, σε ιδρύματα που ονομάζονται και στην εποχής μας σχολεία αλλά παρέχουν ολοκληρωτική αγωγή. Μαθαίνουμε από οδήγηση και σεξουαλική αγωγή, μέχρι μαγειρική και αστρονομία.  Είναι κατά πολύ διαφορετικά από όσα μπορεί να θυμάστε συνεπώς δεν υπεισέρχομαι σε λεπτομέρειες.

Παρά τους φόβους για πολέμους και άλλα δεινά, τίποτα τέτοιο δεν μας απασχολεί πια, έχουν όλα διευθετηθεί. Μην ρωτάς από πού, καλύτερα να μην ξέρεις.

Επίσημη γλώσσα παραμένουν τα ελληνικά αν και μιλιούνται από τους παλαιότερους.



Διακόπτω για λίγο,  έχασα τον τύπο από το οπτικό μου πεδίο.

Τον παρατηρούσαμε από το απέναντι πάρκο. Ήταν μια φιγούρα που δεν θα ήθελες να συναντήσεις σε στοά της Αθήνας, ούτε οποιασδήποτε άλλης πόλης, ειδικά μια τέτοια νύχτα. Είχε μακριά βαθυπράσινη γενειάδα και σγουρά κατάμαυρα μαλλιά, τα οποία  κυμάτιζε ο άνεμος, σαν τα μαλλιά της Μέδουσας. Το κασκόλ του χόρευε σαν φίδι τυλιγμένο από τον λαιμό του.

Σε άλλους θύμιζε τον Πλούτωνα, σε άλλους τον Ποσειδώνα. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που επέμεναν ότι  σου έμοιαζε. Περπατούσε κρατώντας ένα ασημένιο ραβδί το οποίο χρησιμοποιούσε σαν μπαστούνι, για να υποστηρίζει την ύπαρξη του, αν και δεν έδειχνε να το έχει μεγάλη ανάγκη, τουλάχιστον σωματικά,  καθότι βάδιζε ορμητικά, σαν λιοντάρι στο σεληνόφως.  Ίσως ήταν κάποια αισθητική πρωτοβουλία χωρίς καμιά χρηστική αναγκαιότητα.  Έτσι αγριωποί ήταν οι άνθρωποι του 2000.

Δεν ξέρω γιατί τον παρακολουθούμε αλλά φοβάμαι να ρωτήσω. Είμαι καινούριος στην υπηρεσία.

Δεν θα ήθελα να σε κουράσω άλλο.

Κλείνοντας θέλω να σου πω πως όλους έσας, τα παιδιά του 20ου αιώνα σας έχουν τοποθετήσει κατά μήκος των δρόμων, σε πολύ όμορφα μνημεία. Έτσι, όταν κάποιος περιδιαβαίνει την πόλη έρχεται σε επαφή με την ιστορία της   και ιδιαιτέρως με αυτή που δεν αναφέρουν τα διαβάσματά του.  Μαθαίνει για έρωτες που αποσιώπησε το μέλλον, για ανθρώπους που έζησαν σιωπηλά, για άλλους που πέθαναν μαχόμενοι για ένα καλύτερο αύριο. Δεν σας πετάμε σε νεκροταφεία, όπως κάνατε εσείς παλιά, με τους προγόνους σας,  για να μην έρχεστε σε διάλογο μαζί τους.

Ωπ! Ο τύπος στέκεται και διαβάζει ένα μνημείο. Κάτι μάλλον ψάχνει.

Για μισό λεπτό.  Σε κλείνω!

Κύριε  παρατηρητή, ελάτε να δείτε, κάτι παράξενο κάνει ο στόχος μας.

Άνοιξε ένα μνημείο  και μπήκε μέσα!

Τρέξαμε να δούμε τι συνέβη.

Στο μνημείο βρήκαμε μια λάμπα να καίει και να μαζεύει γύρω της τα έντομα της νύχτας. Η φωτογραφία αντιστοιχούσε σε μια  γυναίκα της εποχής του Μνημονίου.

Με μια κόκκινη ταινία σφραγίσαμε την είσοδο.

Δεχόμαστε επισκέψεις τελευταία.

Έζησαν όσο έζησαν. Τι άλλο θέλουν από εμάς;

Όταν τελείωσε η βάρδια και πήρα το ποδήλατο για το σπίτι, ήταν λίγο πριν το ξημέρωμα.

Ο επιστάτης άνοιγε τα σιντριβάνια και  τα κλουβιά των παπαγάλων.  





0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ