Ο Γιώργος Φωτόπουλος φτιάχνει ποπ μουσική ως Drug Free Youth από το 2006. Λαμπερή ποπ μουσική, με μια νοσταλγική χροιά και ένα εντελώς προσωπικό ύφος. Κυκλοφόρησε δύο σπουδαία άλμπουμ με αυτό το σχήμα, που πέρασαν σχεδόν απαρατήρητα. O Γιώργος είναι επίσης ο άνθρωπος πίσω από τα Κομοδίνα 3, μια πανκ μπάντα με ελληνικό στίχο, που ενώ ήταν ανενεργή εδώ και 10 χρόνια, ξεκίνησε να παίζει πάλι ζωντανά. To μοναδικό άλμπουμ που έβγαλαν σε CDR επανακυκλοφόρησε από την αμερικανική Slovenly Recordings. Στο μικρό μεζεδοπωλείο που τον συναντάω πίσω από την κεντρική λαχαναγορά της Αθήνας μου λέει για τα άλλα δύο πρότζεκτ που τρέχει παράλληλα, τους Technicolor Sewer και ένα electropunk ντουέτο που δεν έχει όνομα ακόμα. Τα τελευταία χρόνια ζει στο Ρότερνταμ και αυτή είναι μία από τις σπάνιες επισκέψεις του εδώ.
«Ως Drug Free Youth είμαι σε φάση που έχω έτοιμα τα ντέμο για ένα ελληνόφωνο LP ψυχεδελικής ποπ. Δεν το κυκλοφορώ σε εταιρεία, δεν ψάχτηκα. Θα το κυκλοφορήσω ψηφιακά. Έχω βγάλει ένα ανεπίσημο "single" στο soundcloud προς το παρόν» λέει. Αυτό που κάνει τον Γιώργο τόσο ξεχωριστή περίπτωση είναι ο τρόπος που χρησιμοποιεί τον ελληνικό στίχο στη μουσική του. Αβίαστα, με μια τρομερή φυσικότητα σε σχέση με τον ρυθμό.
Οι περισσότεροι ζούμε μέσα στο mainstream, πάει η εποχή του πάνκη. Και από την άλλη, αν υπάρχει σκηνή, νομίζω ότι αναπτύσσεται με βάση τους ήχους ολόκληρου του πλανήτη και όχι με βάση την Ελλάδα.
«Σε κάποια φάση αρχίσαμε –ανεξάρτητα και παράλληλα– να γράφουμε στα ελληνικά, με τη γλώσσα που μιλάμε όλοι, όχι ποιητική αδεία ή τίποτε άλλο, για να δούμε πώς βγαίνει. Γενικά, γίνεται πολλή προσπάθεια τελευταία με τον ελληνικό στίχο. Οι περισσότεροι, όμως, το κάνουν όχι επειδή είναι ωραίος και μας εκφράζει αλλά επειδή είναι αυτή η εσωστρέφεια λόγω κρίσης, του τύπου "οι απ' έξω δεν μας θέλουν, τα πράγματα είναι δύσκολα, κλείσιμο στην αυλή μας, όπως τα βρήκαμε και είμαστε όλοι μια χαρά". Κάτι τέτοιο δεν βγαίνει καλό σε καμία περίπτωση, οι περισσότεροι ακούγονται σαν τον Λάκη Τζορντανέλλι ένα πράγμα. Ο ελληνικός στίχος έχει ένα βασικό πρόβλημα, παραμένει εκεί όπου ήταν. Παραμένει στους Πυξ Λαξ και στις Τρύπες π.χ. και δεν είναι τα ελληνικά που μιλάμε. Δεν είναι τα ελληνικά που θέλω να ακούσω, αυτά που λένε κάτι. Είναι οι κλασικοί στίχοι που λένε, λένε και τελικά δεν λένε τίποτα».
Τον ρωτάω αν υπάρχουν κάποιοι Έλληνες που του αρέσουν όσον αφορά τον στίχο τους. «Αυτοί που θα σου αναφέρω έχουν διαφορετικά στοιχεία, διαφορετικά στυλ. Ο ένας π.χ. είναι πιο ποιητικός, ο άλλος πιο ρεαλιστικός, έχουν διάφορες διακλαδώσεις προς πολλές κατευθύνσεις. Έχουμε, ας πούμε, τον Γιώργο Ρωμανό σε όλη την πορεία του, με το ομορφότερό του στιχουργικά να είναι το περσινό "Το Σύμπαν" – έχουμε και τον Σαββόπουλο στα καλά του, αν και ο συγκεκριμένος το πήγε πολύ εθνοκεντρικά από ένα σημείο και μετά. Πολύς "μαρμαρωμένος βασιλιάς" και "κόκκινη μηλιά". Μετά, έχουμε Εξαδάκτυλο και Πουλικάκο, με τον κυνισμό τους και το μάτι που κόβει. Τους Αδιέξοδο. Ήταν η μοναδική ελληνική πανκ μπάντα που δεν έγραφε συνθήματα από πανό. Οι υπόλοιπες πανκ μπάντες ήταν σαν να πηγαίνεις σε πορεία, να βλέπεις πανό και να το κάνεις στίχο – "δεν είν' δημοκρατία / δεν είν' ελευθερία / είναι μόνο μία / μπασταρδοκρατία!". Εντάξει, όχι ότι αυτό μειώνει τα συγκεκριμένα κομμάτια, φυσικά. Οι Αδιέξοδο είχαν τρομερούς στίχους. Δεν ήταν τα κλασικά σουξεδιάρικα, dark, κλισεδιάρικα '80s. Όλοι οι παραπάνω είχαν και χιούμορ, υπόγειο χιούμορ. Μαύρο χιούμορ, που είναι το πιο σημαντικό. Και μετά είναι οι Βανδαλούπ. Οι Βανδαλούπ έχουν γράψει στιχάρες στα ελληνικά. Έχουν γράψει και πιο χαβαλεδιάρικα κομμάτια. Όταν αποφάσιζαν να γράψουν σοβαρά, έγραφαν πολύ καλούς στίχους. Αυτό σημαίνει ότι η τελευταία καλή κυκλοφορία στα ελληνικά ήταν το δεύτερο ντέμο τους. Πόσα χρόνια έχουν περάσει; Πάνω από 15. Ό,τι υπήρξε μετά ήταν κατάλοιπο από Τρύπες, Μάσκες, Ξύλινα Σπαθιά κ.λπ. Αν και τα Ξύλινα Σπαθιά είχαν πιο τίμιο στίχο από τους άλλους, επειδή ήταν πιο ποπ. Δεν το έπαιζαν μαυρίλα, "δεν αισθάνομαι καλά", ενώ περνάω μια χαρά. Όλη την προηγούμενη εικοσαετία υπήρχε το έντεχνο, το οποίο ήταν μεγάλη πληγή στιχουργικά και μουσικά. Τους αρέσει η καψούρα, απλώς ντρέπονται να βάλουν μπουζούκι – βάζουν όμως "άρωμα Ανατολής". Πράγμα που σημαίνει ότι πρακτικά είναι πιο κάτω από το εμπορικό σκυλάδικο. Με εξαίρεση τον Θανάση Παπακωνσταντίνου. Aυτός έχει πολύ καλό στίχο».
Ο Γιώργος μιλάει πολύ γρήγορα και έχει ένα ιδιαίτερο χιούμορ, όπως οι στιχουργοί που θαυμάζει. Μοιάζει σαν η σκέψη του να μην προλαβαίνει τα λόγια του. Και συχνά πηδάει από το ένα θέμα στο άλλο. Μία από τις απορίες μου είναι αν θεωρεί πως υπάρχει γόνιμη ελληνική σκηνή, όπως π.χ. τη δεκαετία του '80. «Η σκηνή, για να υπάρξει, απαιτεί έναν εξωτερικό "αντίπαλο" για να συσπειρωθούν τα γκρουπ και να γίνει σκηνή. Στα '80s ήταν το ΠΑΣΟΚ, οι κομματικές νεολαίες, ο επαρχιωτισμός, το πνίξιμο που ένιωθε ο άλλος. Όσο και να σκοτωνόσουν, ο εξωτερικός αντίπαλος ήταν πάντα πιο ισχυρός, άρα ενωνόμασταν και κάναμε πράγματα μαζί. Τώρα, από τη μια δεν υπάρχει σκηνή με αυτό τον τρόπο, επειδή τα πράγματα είναι πιο free και αυτός που κάνει μπάντα δεν νιώθει ότι έχει κάποιον να "χτυπήσει", ότι έχει κάποιον συγκεκριμένο αντίπαλο. Οι περισσότεροι ζούμε μέσα στο mainstream, πάει η εποχή του πάνκη. Και από την άλλη, αν υπάρχει σκηνή, νομίζω ότι αναπτύσσεται με βάση τους ήχους ολόκληρου του πλανήτη και όχι με βάση την Ελλάδα.
Αυτό που συμβαίνει σιγά-σιγά είναι ανάλογο πολιτιστικά με ό,τι συνέβη στη Σερβία μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Δηλαδή, περιχαράκωση, είμαστε οι καλύτεροι, αλλά αδικημένοι. Όλοι τα έχουν μαζί μας. Οι κακοί Γερμανοί και οι κακοί Αμερικανοί. Ενώ, πολύ απλά και ως συνήθως, βάλαμε τα χέρια μας και βγάλαμε τα μάτια μας μόνοι μας και οι υπόλοιποι είδαν φως και μπήκαν. Κι εμείς στη θέση τους το ίδιο θα κάναμε. Οικονομική κατάκτηση. Είναι απολύτως λογικό. Ό,τι κάναμε εμείς στη Μακεδονία λίγο-πολύ. Το αποτέλεσμα είναι να περιχαρακώνονται όλοι και να κοιτάνε προς τα μέσα. Το ίδιο συμβαίνει και με τη Χρυσή Αυγή, που είναι η ακραία μορφή του φαινομένου. Μεγάλο μέρος του κόσμου είναι επιρρεπές σε νοοτροπίες του στυλ "μποϊκοτάζ των γερμανικών προϊόντων" και οι "κακοί ξένοι".
Θυμάμαι τις γενναίες εποχές πριν από την περιχαράκωση, η οποία έχει αρχίσει πριν από την κρίση, από τα τέλη των '90s, με τη νεο-ορθόδοξη στάση, του τύπου Ζουράρι. Θυμάμαι κάποια φάση που είμαι σε ένα καφέ κι ένας τύπος παραγγέλνει τούρκικο (ελληνικό) καφέ και σκάει ο άλλος και του λέει "δεν είναι ελληνικός, είναι βυζαντινός ο καφές". Όταν ο καφές έφτασε εδώ, το Βυζάντιο μας είχε αφήσει χρόνους φυσικά, αλλά ο καφές είναι βυζαντινός.
Έχουμε πήξει στον εθνοκεντρισμό, με αναφορές στη Σμύρνη και στο Αϊβαλί π.χ., ενώ δεν ξέρουν και πού πέφτει το Αϊβαλί στον χάρτη αν τους το δείξεις. Αλλά όλο αυτό έχει δημιουργήσει ολόκληρη λογοτεχνική σκηνή κι έχει γέλιο – απίστευτοι τίτλοι που σε κάνουν να φαντάζεσαι αυτόματα τηλεοπτική μεταφορά με την Ντενίση σε ρόλο αστής Σμυρνιάς πεθεράς».
Γιατί αποφάσισες να μεταναστεύσεις στην Ολλανδία; «Ήθελα να φύγω, να ζήσω σε καινούργιο μέρος. Η Ολλανδία έχει τόσο καλή σκηνή –ήδη από τη δεκαετία του '60– επειδή οι νέοι Ολλανδοί, Βέλγοι και Γάλλοι ταξίδευαν στην Αγγλία κι έβλεπαν τα πάντα. Τα παιδιά από την υπόλοιπη Ευρώπη έπρεπε να φτύσουν αίμα για να βγάλουν τα λεφτά για το ταξίδι. Είναι ανοιχτή χώρα και στη μουσική. Το Ρότερνταμ είναι ένα μέρος όπου συμβαίνουν τα πάντα ταυτόχρονα. Μαζεύει πολύ ενδιαφέροντα κόσμο. Ήθελα να είμαι και σε λιμάνι, γιατί έμενα στη Θεσσαλονίκη πριν. Από λιμάνι σε λιμάνι δηλαδή. Είναι κάτι σαν τη Θεσσαλονίκη του Βορρά. Κατά κάποιον τρόπο, μοιάζουν. Έχει πράγματα να κάνεις, περισσότερες ευκαιρίες και δυνατότητες. Γενικά, έφυγα για να βρω την υγειά μου. Προς το παρόν, δεν θα γύρναγα στην Ελλάδα, εκτός και αν άλλαζε κάτι ριζικά».
Τα νέα κομμάτια του Drug Free Youth μπορείς να τα ακούσεις εδώ
Όλη του η δισκογραφία
Και ως Technicolor Sewer
Και ως Κομοδίνα 3