Αντιπαράθεση, άγονη πάντοτε, καιμέχρις εξαντλήσεως. Όχι του υπό «συζήτησιν» θέματος, αλλά των ελάχιστων αντοχώνστη λήψη και στην εφαρμογή αποφάσεων που έχει το ελληνικό γονιδίωμα. Στηνκαθομιλούμενη, «το παρακουράζουμε το πράγμα». Το κραυγαλέο, δε, πάθος με τοοποίο πάντα το περιβάλλουμε αυτό το «πράγμα» δεν είναι παρά από το φόβο μας μηχάσουμε κάποιο κεκτημένο, το οποίο, συνήθως, δεν κατακτήσαμε καν οι ίδιοι.
Χαρακτηριστικήείναι, επί παραδείγματι, και ως προς τούτο, η εμμονή της ηχηρής αλλά όχι καιπραγματικής πλειοψηφίας της πανεπιστημιακής κοινότητας να λέει ότι χρειάζονται«ριζικές αλλαγές» τα πανεπιστήμια μας, αλλά να μη δέχεται καμιά. Οι φωνέςδιαρκούν συνήθως όποτε το φέρνει η επικαιρότητα. Ο πολίτης-παρατηρητής σπάνιαενημερώνεται επί της ουσίας. Ό,τι ακούει είναι σαματάς. Ό,τι διαβάζει είναι «δελτίοτύπου» της κάθε πλευράς.
Ο διάλογος πουγίνεται σε άλλες χώρες για χίλια δυο θέματα εδώ είναι πολεμική αντιπαράθεση.Όσοι κάθονται γύρω από ένα τραπέζι (ή μάλλον, γύρω από έναν τηλεπαρουσιαστή,στα «παράθυρα») δεν είναι «συζητητές». Δεν είναι άνθρωποι που προσέρχονταιπολιτισμένα να πουν την άποψή τους και κυρίως να ακούσουν την άποψη των άλλων.Είναι εκτελεστές θλιβερών ρόλων. Πολέμαρχοι υπερασπιζόμενοι με μανία, όχι μεεπιχειρήματα, τη δική τους «επικράτεια».
Η πρόσφατη«αναστάτωση των βυτιοφόρων» έβγαλε στην επιφάνεια τα ίδια ακριβώς συμπεράσματαυστερικής εσωστρέφειας όλων των... διαπλεκόμενων. Κι αν μάθαμε κάτι από όλη αυτήτην ιστορία είναι πάλι και μόνον οι «προστατευμένες και μυστικές λεπτομέρειές»της. Ότι το Δημόσιο επιδοτεί και βυτιοφόρα. Στο όνομα του «γενικούσυμφέροντος», που επίσης από κάπου και αυτό επιδοτείται. Και επιβεβαιώσαμεακόμα ότι αυτή η μπίζνα που λέγεται κράτος κερδοφόρα δεν είναι «στα χαρτιά»αλλά έχει τους περισσότερους και χειρότερους πελάτες: εκείνους που προτάσσουντο εθνικό τάχα συμφέρον, για να συντηρείται το υπάρχον. Το μέτριο και θλιβερόπου ξέρουμε...
Αύριομεθαύριο, θα φουντώσει στα σκυλάδικα της ενημέρωσης και ο αναμενόμενος καυγάς(που τον λέμε και «αντιδράσεις»!) για τα νέα μέτρα του υπουργείου Υγείας κατάτου καπνίσματος, ακόμα και σε καφετέριες, εστιατόρια και νυχτερινά κέντρα. Θατο ξεφτιλίσουμε τόσο πολύ και αυτό το θέμα στη «συζήτηση» (συζήτηση που έχει τελειώσει, εδώκαι χρόνια σε όλες τις άλλες... απολίτιστες χώρες της Ευρώπης), που σχεδόν όπως σεκάθε περίπτωση «νομιμοποιεί» τη μη εφαρμογή του αποφασισθέντος. Τα όποια κακώςκείμενα, δηλαδή, δεν ανατρέπονται από την επιχειρηματολογία εκείνων που τααπορρίπτουν, αλλά κυρίως από τις άναρθρες κραυγές τους, τον επιβαλλόμενο επίτης κοινωνίας τσαμπουκά τους, και κάποτε και από την άσκηση φυσικής βίας.
Δενισχυρίζεται κάποιος πως πρέπει να πειθαρχεί ο κόσμος σε κάθε απόφαση μιαςκυβέρνησης ή να συμφωνεί με κάθε μέτρο που εξαγγείλει ή προτείνει. Αλίμονο.
Διεκδικεί, όμως, το δικαίωμα ναακουστεί και να ακούσει. Να ενημερωθεί σωστά, και όχι με χαβαλέ και σαματά, πουγρήγορα γίνονται «παρελθόν». Έχουμε ανάγκη, επιτέλους, να μπορέσουμε νασυνεννοηθούμε μεταξύ μας, αντί να τρωγόμαστε ως θανάσιμοι εχθροί. Έχουμε ανάγκηνα συμφωνήσουμε κάποτε, σε μερικά, ελάχιστα.
Συγκεκριμένα όμως, όχι αόριστα,του τύπου «χρειάζεται να γίνουν αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα», και να μην ταβρίσκουμε ούτε σε μια αλλαγή.
Είναι ανάγκηκάποτε τα κόμματα να σταματήσουν τη γελοιότητα του να αποχωρούν από την τάδεσυζήτηση στη Βουλή και το ίδιο βράδυ εκπρόσωποί τους να χτυπιούνται στατηλεοπτικά τσίρκουλα. Είναι ανάγκη, ίσως, να ξαναπάμε όλοι στο «δημοτικό τηςΠολιτικής», και να αρχίσουμε πάλι από το πρώτο μάθημα. «Τι είναι δημοκρατία;»
σχόλια