Σάββατο βράδυ, 00.05, χαμένοι στα Σπάτα
Αποφασίζουμε να φτάσουμε στο Μάτι από το Πόρτο Ράφτη ακολουθώντας τον παραλιακό δρόμο. Από πάνω έχει ένα κατακόκκινο φεγγάρι και χανόμαστε στα Σπάτα σε σκοτεινά δρομάκια γεμάτα ελιές και θάμνους και πινακίδες για σχολές ιστιοπλοΐας και μουσεία που δεν τα ‘χει ακούσει ποτέ κανείς, σε διασταυρώσεις που μοιάζουν να οδηγούν στο πουθενά. Φτάνουμε στη Λούτσα κατά λάθος. Δεν έχω ξαναπεράσει ποτέ από ‘δω. Θυμίζει επαρχιακή κωμόπολη: κλαμπ με πράσινα νέον φώτα που έχουν ονόματα όπως «αίσθηση», ένα κοτοπουλάδικο με συρματοπλέγματα που ακούει στο όνομα «crazy chicken», (οι θαμώνες μοιάζουν με βαρυποινίτες) κορίτσια με λίκρα μπλουζάκια που λικνίζονται αισθαντικά με τα τραγούδια της Δέσποινας Ολυμπίου μέσα σε μαγαζιά με κουρτίνες σκηνικά. Μέχρι και το περίπτερο έχει έναν κύριο που μοιάζει με πορτιέρη- μπουλντόγκ που μου κλείνει το δρόμο την ώρα που πάω να αγοράσω καπνό. Ο δρόμος οδηγεί σε ένα παραλιακό αδιέξοδο λες και το τέλος της Λούτσας είναι και το τέλος του κόσμου - κάτι σαν το ακρωτήριο Ταίναρο της παραθεριστικής Αττικής . Φεύγοντας προσέχω πως ένα από τα περίπτερα έχει και ονομασία: «Φίλιππος ο ανάπηρος».
Κυριακή, 11.15 στη Χαριλάου Τρικούπη
Έχουμε μόλις δει το Breakfast at Tiffany's σε επανέκδοση στη Ριβιέρα, πίνοντας βυσσινάδα. Ο αέρας μυρίζει καμένο από την πρώτη πυρκαγιά του καλοκαιριού στα Τουρκοβούνια. Περπατάμε στη Χαριλάου Τρικούπη, ελέγχουμε το κραγιόν μας στους καθρέφτες των παρκαρισμένων μηχανών και κάνουμε όνειρα για τα 103 κιλά που θα χάσουμε μέχρι τον Αύγουστο με τη συνδυαστική δίαιτα νάτσος/κοκτέιλ φράουλα/τυρί. Η Κατερίνα μου ανακοινώνει την πρόθεσή της να κάνει extension στα μαλλιά. «Μάλιστα» της λέω, «Και μετά θα φωνάζεις από την πίστα στο κοινό "Δικό σας! Δικό σας!"».
Κυριακή, 2.30, στη Ριζάρη μέσα στο ταξί
Την ώρα που στρίβουμε στη Ριζάρη ακούω υπομονετικά τον ταξιτζή που μου λέει διάφορα κλισέ όπως «για όλα φταίτε εσείς οι γυναίκες που μας έχετε για μ...ς». Σε λίγο φτάνει στο κρεσέντο: «βρες μου τη γυναίκα που θα είναι διατεθειμένη να συμβιβαστεί. Μια τέτοια θέλω. Ξέρεις καμία;» μου λέει και μου χαμογελάει με νόημα από το καθρεφτάκι. Είναι προφανές πως ελπίζει πως θα πεταχτώ όλο χαρά και θα του πω «Εγώ είμαι αυτή αγαπημένε ταξιτζή με το τσιγκελωτό μουστάκι! Εγώ είμαι η γυναίκα που ξέρει να συμβιβάζεται». Αντί γι' αυτό σκέφτομαι το φετινό καλοκαίρι: Θέλω να τα παρατήσω όλα και να φύγω με ένα σάκο μόνη μου για το πουθενά. Oνειρεύομαι πως θα κοιμάμαι με χείλια σκασμένα από την αλμύρα ανάμεσα στα στάχυα και τα κύματα (στη βουκολική μου φαντασίωση έχω κατασκηνώσει στους αμμόλοφους). Την τελευταία φορά που αισθάνθηκα έτσι, πριν από δυόμισι χρόνια, μάζεψα τα πράγματά μου και μέσα σε δέκα μέρες άλλαξα χώρα, σπίτι και δουλειά. (Διευκρίνιση: Πήρα το μέικ-απ μαζί σαν κουβέρτα ασφαλείας. Όπως και 13 κούτες των 30 κιλών γεμάτες βιβλία, ρούχα, σεντόνια, και cd). Όπως και να ‘χει πάντως θα 'ναι ένα παράξενο, ολοκαίνουργιο καλοκαίρι.
σχόλια