Τετάρτη 19:00, σε ένα μπαρ
Καθόμαστε στο μπαρ, εγώ πίνω καφέ, τα κορίτσια έχουν έρθει για εκείνο το ένα ποτό («Έλα μωρέ για ένα ποτό». «Μόνο ένα όμως. Ένα»). Από τα ηχεία παίζει Joe Dassin και Βarbara Streisand. Κοροϊδεύουμε λίγο τη Μάγδα γιατί ο μπάρμαν -που φοράει χεβιμεταλάδικο μπρασελέ- την κοιτάει σαν υπνωτισμένος. «Μπορώ να έχω, σας παρακαλώ, μια λευκή τεκίλα;» τον ρωτάει εκείνη με την πιο σιροπιαστή της φωνή. Κάτι συζητάμε, όταν αρχίζουμε, θέλοντας και μη, να ακούμε τη δυνατή, μεθυσμένη συζήτηση μιας παρέας που κάθεται ακριβώς από πίσω μας. Στην αρχή ξεχωρίζουμε τις λέξεις «άβυσσος», «λυρισμός» και «υπαρξισμός». Είναι δυο άντρες και μια γυναίκα γύρω στα 50. «Μα δεν καταλαβαίνεις», ακούγεται η φωνή του άντρα που σχεδόν φτύνει πάνω από το ουίσκι του, «το έργο του Μαγιακόφσκι». «Εγώ δεν καταλαβαίνω, ρε;» του απαντάει ο φίλος του. «Επάνω στα ταμπούρλα ο άξεστος τον έρωτα ξαπλώνει» συμπληρώνει κάτω από το μουστάκι του. Κοιτάω τις φίλες μου ειρωνικά (είμαι κακός άνθρωπος) και συνεχίζουμε την κουβέντα μέχρι που ακούγεται ένας απροσδιόριστος θόρυβος. Είναι η γυναίκα της παρέας, που τραγουδάει δυνατά και μεθυσμένα. Προσπαθούμε να την αγνοήσουμε, αλλά είναι αδύνατον: τραγουδάει το «Χαρικλάκι» λες και είναι Μεγάλη Παρασκευή στον Επιτάφιο. Δημοτικά τραγούδια και σκυλοτράγουδα - όλα γίνονται ένα «θα γίνεις δικιά μου / τα όνειρά μου, / μήλο μου κόκκινο, ρόιδο βαμμένο / γιατί με μάρανες τον πικραμένο;». Η φωνή της αιωρείται παράφωνη και θλιβερή πάνω από το κεφάλι μας. Στην αρχή γελάμε, μετά το όλο θέαμα γίνεται κάπως παράξενο - είναι μόνο 07:30 το απόγευμα. Όταν σηκώνομαι να φύγω, η θλιβερή μπεκρού με αγκαλιάζει από τη μέση και μου λέει «Πού νομίζεις ότι πας, μανάρι μου;». Θέλω να της πω «Άφησέ με να φύγω, θλιβερή μπεκρού» (πάντα ήθελα να χρησιμοποιήσω αυτήν τη λέξη), αλλά αντί γι’ αυτό απλώς βγάζω τα χέρια της από πάνω μου.
Τετάρτη βράδυ, 21:00, στο τρόλεϊ
Είναι η δεύτερη φορά που πετυχαίνω ζευγάρι από τρελαμένα πρεζόνια μέσα στο τρόλεϊ. Κάθονται στις τελευταίες θέσεις. Βρίζονται για ώρα πολλή: «Θα σε δείρω, ρε» του φωνάζει εκείνη με χείλια μπλαβιασμένα. Εκείνος έχει ανάψει τσιγάρο. Γύρω τους έχει ανοίξει ένα κενό: όλοι έχουν πάει λίγο, έστω κι ελάχιστα, πιο κει. Κάποτε μια κοπέλα που είχε χάσει πολλά χρόνια από τη ζωή της με την πρέζα μού είχε πει πως στην ηρωίνη δεν υπάρχουν ζευγάρια, ούτε φιλίες. Όπως στρίβει το τρόλεϊ έξω από την Αγία Φωτεινή, το αγόρι ανοίγει ξαφνικά το παράθυρο. Βγάζει το χέρι του απ’ έξω κι αδειάζει ένα φακελάκι με άσπρη σκόνη.
σχόλια