Τη λέξη κάθαρση ως πολιτικό όρο την άκουσα νομίζω πρώτη φορά την εποχή των συγκυβερνήσεων. Στο στόχαστρο τότε ήταν ο Παπανδρέου ο «ενδιάμεσος». Ούτε ο Γέρος ούτε ο νεότερος. Ο Ανδρέας. Είμαι πια βέβαιος πως τα σκάνδαλα της εποχής εκείνης, εκτός από σκάνδαλα, ήταν και οι βρόμικες προεκτάσεις της πολιτικής (για να θυμηθούμε το «βρόμικο '89»). Συνεχίζω, όμως, να αναρωτιέμαι τι είναι η κάθαρση. Και γιατί δεν είναι η προέκταση καμιάς πολιτικής. Τα γουνάκια του τότε Προέδρου του Αρείου Πάγου Βασίλη Κόκκινου, ο οποίος πρωτοστάτησε στην επιχείρηση κάθαρσης, τα έχει φάει ο σκόρος, και επεκτάθηκε στο ίδιο το πολιτικό σύστημα. Μόνο ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης παραμένει για να θυμίζει πως ναι, το αίτημα της κάθαρσης υπήρξε και η επανάληψή του, αν δεν κλείνει πονηρά το μάτι σε κάποιους, τότε σίγουρα βγάζει τη γλώσσα στην Ιστορία.
Η πολιτική στη μεταπολεμική Ελλάδα είχε μεγάλες κουβέντες και φαρδιές τσέπες. Οι νικητές του Εμφυλίου -πολλοί εκ των οποίων πρώην συνεργάτες των Γερμανών- ανέλαβαν να φτιάξουν μια Ελλάδα εθνικά αναμορφωμένη. Αυτό το «εθνικά» σήμαινε πρωτίστως την ενίσχυση των ισχυρών φορέων της εθνικής ιδέας, δηλαδή του εαυτού τους. Οι παλιότεροι θυμούνται το σκάνδαλο του μπακαλιάρου, όταν η κυβέρνηση της ΕΡΕ υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ψήφισε νόμο για να υπάρχει μονοπώλιο μπακαλιάρου στη χώρα, το οποίο την εποχή εκείνη ήταν βασικό είδος διατροφής. Το μονοπώλιο, βεβαίως, ανήκε στον αδελφό του Καραμανλή. Έτσι πορεύτηκε η Ελλάδα. Με πολιτικές του μπακαλιάρου.
Τις δεκαετίες του '80 και του '90 τα σκάνδαλα έγιναν πιο γκουρμέ, όπως και η διατροφή μας. Ο μπακαλιάρος δεν είχε θέση. Το χειρότερο είναι πως τα σκάνδαλα «κοινωνικοποιήθηκαν». Δηλαδή ευρύτερες μάζες και χαμηλότερα στρώματα απέκτησαν το δικαίωμα στο σκάνδαλο. Εκτός από τον εργολάβο που έκανε δρόμους και τον καναλάρχη που ευλογούσε πολιτικές, δικαίωμα απέκτησε και ο υπάλληλος της Πολεοδομίας,ο εφοριακός, ο δημοσιογράφος ο ίδιος και όχι μόνο το αφεντικό του, ο αγρότης με τις ψεύτικες επιδοτήσεις. Η Ελλάδα δεν γνώρισε καμία κάθαρση ποτέ. Όπως δεν γνώρισε κανέναν πραγματικό εκσυγχρονισμό. Βλαχομπαρόκ πολιτικές στρωμένες άσφαλτο, γρασίδι γηπέδων και μπόλικα εμπορικά κέντρα. Και η Αριστερά, θεωρώντας όλα αυτά εκ του περισσού ή του Περισσού, παρέμενε βολεμένη στο να αναλύει τα πάντα ως αποτέλεσμα της σήψης του καπιταλισμού. Όταν κάτι σαπίζει γύρω σου, μπορεί να σαπίσεις κι εσύ.
Και έτσι φτάσαμε ως εδώ, που δεν έχει παραπέρα. Και ήρθαν πάλι οι θεωρίες για την κάθαρση, μαζί με το ερώτημα «θα πάει κανείς φυλακή»; Στο ερώτημα αυτό υπουργοί, βουλευτές, ακόμη και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, βιάζονται να απαντήσουν πως ναι. Καταρχάς, δεν καταλαβαίνω πώς σε μια χώρα με ανεξάρτητη δικαιοσύνη ξαφνικά προεξοφλούν οι πολιτικοί τις αποφάσεις της. Ή λένε ψέματα, ή με τον τρόπο αυτό δίνουν το μήνυμα στη δικαιοσύνη -που τυφλή μπορεί να είναι, κουφή πάντως δεν είναι- πως πρέπει να στηρίξει με τον τρόπο αυτό τη νέα επικοινωνιακή τακτική του πολιτικού συστήματος. Να βάλει και κάποιους φυλακή. Να ξεθυμάνει ο κόσμος, να μην τα πάρει όλα σβάρνα.
Δεν θα λυπηθώ σίγουρα αν το κάνει, απλώς φοβάμαι πως μπορεί ο Μητσοτάκης να ζει ακόμη όταν θα ξαναμιλήσουμε και πάλι για κάθαρση. Γιατί η κάθαρση δεν είναι να πάνε μόνο κάποιοι φυλακή, αλλά να ξέρουν όλοι πως μπορεί να πάνε φυλακή επειδή το κράτος λειτουργεί ως κράτος. Αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα υπάρχουν χιλιάδες πτωχευμένες επιχειρήσεις, με πλούσιους, όμως, ιδιοκτήτες. Ο υπουργός Οικονομικών, ο οποίος νομοθέτησε για την αφαίρεση του 13ου και 14ου μισθού, γιατί άραγε δεν νομοθετεί να έχει το δικαίωμα το κράτος να δημεύει την προσωπική τους περιουσία για να πληρωθούν οι εργαζόμενοι; Γιατί δεν νομοθετεί το άνοιγμα των offshore εταιρειών; Να μάθουμε ποιοι είναι πίσω από τη διακίνηση του μαύρου χρήματος; Γιατί δεν δίνει εντολή στις κρατικές τράπεζες να εφαρμόσουν μια άλλη πολιτική απέναντι στον πολίτη; Γιατί δεν βάζει σε εφαρμογή ένα σύστημα ελέγχου των μεσαζόντων που ανεβάζουν τις τιμές σε ένα αγροτικό προϊόν που μεταφέρεται από την επαρχία στην Αθήνα 50 φορές πάνω;
Η κάθαρση δεν είναι μια λέξη στην πολιτική ούτε μια φωτογραφία με χειροπέδες. Είναι μια πολιτική απόφαση. Δεν ρωτάω αν θα πάει κάποιος φυλακή, γιατί δεν σκοπεύω να του πάω τσιγάρα. Ρωτάω μόνο αν σκοπεύουν να επεκτείνουν την άσκηση της πολιτικής πέρα από την πίεση αυτών που δεν αντέχουν να πιεστούν άλλο. Γιατί η πολιτική του... μπακαλιάρου βρόμισε. Από το κεφάλι.
σχόλια