Παρκάρει τη μηχανή του στον πεζόδρομο, βγάζει το κράνος, κοιτάζει λίγο διερευνητικά και μπαίνει μέσα στο μπαρ στη μία το βράδυ, ενώ από τα ηχεία ακούγεται ένα κομμάτι της Αρίθα Φράνκλιν κι ένα κορίτσι στη γωνιά χορεύει με κλειστά τα μάτια. Έρχεται από το θέατρο του Λυκαβηττού, εκεί όπου κάθε βράδυ κάνει πρόβες κεκλεισμένων των θυρών για τον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή που σκηνοθετεί ο Λιθουανός Τσέζαρις Γκραουζίνις, μια παράσταση που θα περιοδεύσει σε όλη την Ελλάδα και θ’ ανέβει και στην Επίδαυρο στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Επιδαύρου. Πίνει νερό, μόνο νερό με πάγο, γιατί τις τελευταίες εβδομάδες ακολουθεί συγκεκριμένη διατροφή που του απαγορεύει ρητά το αλκοόλ.
Ο Αιμίλιος Χειλάκης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πλατεία Αττικής, σε μια εργατική μικροαστική γειτονιά, ανάμεσα στους οίκους ανοχής και στα πρεζόνια.
«Βγαίναμε και λέγαμε καλησπέρα στα κορίτσια από τα σπίτια, τα ξέραμε σχεδόν όλα με το όνομά τους. Είχε κι ένα γηπεδάκι μπάσκετ στη γωνία Λιοσίων με Σωζοπόλεως και πηγαίναμε και παίζαμε μπάλα, καλή μπάλα. Βέβαια, ήταν άγρια γειτονιά. Είχα παίξει ξύλο με όλα τα παιδιά της γειτονιάς, με είχαν δείρει και τους είχα δείρει. Αλλά υπήρχε και μεγάλο πρόβλημα με τα ναρκωτικά. Είχε σκάσει η πρέζα στη γειτονιά και είχαμε χάσει 2-3 φίλους σε ηλικία 13-14 χρόνων».
Με το θέατρο θα κολλήσει λόγω των γονιών του, που τον πήγαιναν από μικρό στις παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης, και γιατί ήταν μια ιδανική ευκαιρία να το παίξει έξυπνος στα κορίτσια του σχολείου. «Θυμάμαι το 1976, σε ηλικία 6 ετών με πήγαν να δω το Κομμάτια και Θρύψαλα του Σκούρτη. Ήταν η πρώτη παράσταση που είδα στη ζωή μου. Σε κάποια φάση έβαλα τα κλάματα και μας έβγαλαν έξω γιατί κάναμε φασαρία. Μετά από χρόνια, όταν σπούδαζα στο Θέατρο Τέχνης, διηγήθηκα το περιστατικό στον Μίμη τον Κουγιουμτζή και σχεδόν το θυμήθηκε. Φέτος συμπληρώθηκαν και δεκαεννιά χρόνια από τότε που πέθανε ο Μίμης».
Ηθοποιός αποφασίζει να γίνει στα δεκαέξι με δεκαεπτά. Από τις καταλήψεις των Εξαρχείων, εκεί που τότε ζυμωνόταν η πολιτιστική υποκουλτούρα της πόλης. «Από τα δεκαπέντε σύχναζα στα Εξάρχεια και στις καταλήψεις στη Δερβενίων και στην Αραχώβης. Ήταν τότε κάτι φρικιά εκεί τρελά μορφωμένα, που σου έκαναν διαφώτιση. Μας μάθαιναν τα κείμενα του Μαλατέστα και του Μπακούνιν και από εκεί πήγα, με κάποιον τρόπο, στο πολιτικό θέατρο του Μπρεχτ που άρχισε να μου αρέσει. Έτσι μπήκε μέσα μου το μικρόβιο και γράφτηκα στο Θέατρο Τέχνης όταν τελείωσα το σχολείο. Με φοβερούς καθηγητές τότε, τον Γιώργο Λαζάνη, τον Μίμη τον Κουγιουμτζή, τη Ρένη την Πιττακή, όλοι τους μαθητές του Κουν. Ήταν δύσκολη σχολή. Ήταν σαν να έμπαινες σε μοναστήρι. Εκεί έμαθα να δουλεύω και χειρωνακτικά, να βάφω και να κουβαλάω το σκηνικό. Οι μαθητές του Τέχνης ήμασταν τα χαμάλια. Αλλά, σε πληροφορώ, όταν έκανα δικές μου παραγωγές, ήξερα πια πάρα πολύ καλά πόσο κοστίζει αυτό το τραπέζι. Και, θυμάμαι, μου έλεγαν κάποιοι συνάδελφοι στις πρώτες παραγωγές, “Kαλά, τόσο τσιγκούνης είσαι; Δεν μπορείς να βάλεις κάποιον να το βάψει;”. Tους απαντούσα, “ρε παιδιά, εγώ θα το πιάσω στη σκηνή”. Ευτυχώς έχω μάθει θέατρο λίγο πιο παλαιοκομματικά. Καλό είναι αυτό, καλό».
Ταυτόχρονα (και νωρίτερα) με τη σχολή ο Αιμίλιος δουλεύει σε διάφορες δουλειές. «Δούλευα από δεκαπέντε χρόνων στον Σάββα στο Μοναστηράκι, έχω δουλέψει σε χρυσοχοείο στη Σαντορίνη, υπάλληλος στο Το αφεντικό τρελάθηκε, το γνωστό επιπλάδικο στη Λιοσίων, ήμουν σερβιτόρος στο Tudor Hall του King George, όπου είχα σερβίρει τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Κουτσόγιωργα και όλο το τότε υπουργικό συμβούλιο».
Όταν τελειώνει τη σχολή, μπαίνει κατευθείαν στα βαθιά. Θα περάσει από διάφορες παραστάσεις και θα καταλήξει στον θίασο του Λευτέρη Βογιατζή, που τότε ανέβαζε τον Μισάνθρωπο του Μολιέρου, στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων. «Εκεί πια συνεργάστηκα με τον μεγαλύτερο, για μένα, Έλληνα σκηνοθέτη, ο οποίος ήταν πολύ δύσκολος. Ο Λευτέρης κάνει εφτά μήνες πρόβες για να ανεβάσει μια παράσταση. Αυτό σε μαθαίνει να αναμετριέσαι με τα σωθικά σου και με τα νεύρα σου. Πρέπει να ρίξεις πολύ τον εγωισμό σου για να πας να παίξεις με τον Λευτέρη, αλλά όταν το καταφέρεις, είναι μεγάλο κέρδος».
Το 1997 θα έχει το μομέντουμ του με την παράσταση Στην εθνική με τα μεγάλα που σκηνοθέτησε ο Νίκος Μαστοράκης και ανέβηκε κι αυτή στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων. Λίγο μετά το βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τους Απόντες του Νίκου Γραμματικού (είχαν βραβευθεί τότε και οι 6 ηθοποιοί που συμμετείχαν στην ταινία). Θα ακολουθήσουν τηλεοπτικά σίριαλ (όπως το «Η ζωή που δεν έζησα» της Μιρέλλας Παπαοικονόμου), ταινίες (Ο Δεκαπεντάυγουστος και το Στην άκρης της πόλης, αλλά και το Μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι), ενώ με τα λεφτά που βγάζει από τα σπικάζ ξεκινάει σε ηλικία 30 ετών τις δικές του θεατρικές παραγωγές.
«Ξεκίνησα με το Αυτό να το κάψεις του Λάνφορντ Γουίλσον, μετά έκανα τη Δεσποινίδα Τζούλια και μετά μεταφέραμε στο θέατρο το Boys don’t cry. Ήταν μια εποχή που ήμουν πολύ σκοτεινό παιδί. Ήμουν σε μια φάση που ήθελα να δω πόσο σκοτεινός μπορώ να γίνω με τους γύρω μου, πόσο ψυχολογικά βίαιος. Γενικά, ήθελα να τον πατήσω τον άλλο. Δεν ξέρω γιατί το ήθελα, ίσως γιατί πέρναγα ακριβώς τη φάση που ήθελα ν’ αποδείξω στον εαυτό μου κάποια πράγματα. Αλλά δεν το ξανακάνω ποτέ αυτό το πράγμα».
Ο Αιμίλιος δεν μιλάει εύκολα. Στους δημοσιογράφους. Η άρνησή του να υποβάλλεται σε συνεχή ανάκριση για τα ίδια και τα ίδια, να αυτογυμνώνεται για την προσωπική του προβολή, τον έχει βάλει σε αρκετές black list των δημοσιογραφικών γραφείων και των τηλεοπτικών εκπομπών. Επίσης, δεν του αρέσουν η τηλεόραση και το σινεμά.
«Το θνησιγενές του θεάτρου δεν υπάρχει στο σινεμά, ούτε στην τηλεόραση. Για τα επόμενα τριάντα-σαράντα χρόνια θα βλέπουμε το “Νησί” και θα λέμε, πρώτον, ρε πούστη, πόσο νέοι ήμασταν τότε, και, δεύτερον, πόσο λάθος ή πόσο καλά το έπαιξα αυτό το πράγμα. Η τηλεόραση σου θυμίζει ότι μεγαλώνεις. Ενώ το θέατρο σου θυμίζει πάντα ότι μπορείς να είσαι παιδί. Γιατί τελειώνει και πας την επόμενη μέρα να ξανακάνεις το ίδιο. Το θέατρο δεν αλλάζει. Δεν προσπαθείς να αποδείξεις ότι υπάρχει αθανασία. Δεν υπάρχει. Αυτοί που πιστεύουν στην αθανασία και στη μετεμψύχωση είναι οι πιο εγωιστές του κόσμου. Πιστεύουν ότι αξίζουν τόσο πολύ, που δεν θα σταματήσουν ποτέ να υπάρχουν».
Στον φετινό Οιδίποδα, την παραγωγή του οποίου έχει αναλάβει ο ίδιος σε συμπαραγωγή με το Φεστιβάλ Αθηνών και το ΔΗΠΕΘΕ Βόλου, ο Αιμίλιος παίζει τον ομώνυμο ρόλο, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης υποδύεται την Ιοκάστη, τον Τειρεσία και τον Θεράποντα, ενώ ο χορός αποτελείται αποκλειστικά από άντρες.
«Είναι μια παράσταση που θα συζητιέται για χρόνια. Η λογική του Γκραουζίνις είναι ότι στους ανθρώπους συμβαίνει το μεγάλο και μένουν έκπληκτοι από αυτό. Δείχνουμε το μέγεθος αυτών που συμβαίνουν. Γιατί η τραγωδία δεν είναι το κλάμα, είναι αυτός ο κατακόκκινος βολβός που έχει στεγνώσει από το δάκρυ, όπως έλεγε και ο Κουν. Στην τραγωδία δεν κλαις, γιατί σου έχε συμβεί ήδη το τεράστιο. Το θέμα είναι πώς το χειρίζεσαι, πώς το βιώνεις, πού είσαι, τι θα κάνεις, θα έρθει ο Θεός να σε σώσει ή θα έρθει ο Άδης να σε πάρει μαζί του; Ο Γκραουζίνις μου έγραψε σε ένα σημείωμα ότι ο Οιδίποδας είναι πώς διαχειρίζεσαι το χειρότερο με αξιοπρέπεια. Είναι λίγο σαν το χαρακίρι. Μια πράξη τιμής. Και αυτό που βιώνουμε τώρα στην Ελλάδα είναι κάτι αντίστοιχο. Πρέπει σε αυτήν τη χώρα, που η δημοκρατίας της σκοτείνιασε, να διαχειριστούμε τα χειρότερα με αξιοπρέπεια. Γιατί, μην τρελαθούμε τώρα, δεν είναι δημοκρατία αυτό που ζούμε. Είμαστε στα πρόθυρα της φεουδαρχίας. Δηλαδή ανήκουμε σε αυτό το έκτρωμα που λέγεται Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου είμαστε σαν ένωση εταιρειών και οι όμιλοι των εταιρειών πάνε και αγοράζουν μικρότερες εταιρείες για να τις έχουν ουσιαστικά για τη φύρα. Σιχαίνομαι αυτό το έκτρωμα που λέγεται Ευρωπαϊκή Ένωση που είναι η αυλή της Γερμανίας και της Γαλλίας. Και όχι, δεν γίνεται να βγούμε από το ευρώ, έτσι όπως τα έχουμε κάνει. Είναι σαν να μου λες σου ανοίγω το κλουβί να πετάξεις προς τα έξω, αλλά θα πας να πέσεις πάνω σε φωτιά. Ε, άντε γαμήσου που μου άνοιξες το κλουβί. Άντε και γαμήσου, έτσι όπως τα ‘χεις κάνει».
Είναι λίγο ευέξαπτος, όπως όλοι αυτήν τη δύσθυμη περίοδο.
«Ιδανικά, θέλω να φύγω από την Αθήνα και να πάω να μείνω στα Κύθηρα. Να πάω ν’ αγοράσω και ένα Τσέσνα και να πηγαινοόερχομαι όποτε γουστάρω».
σχόλια