Με ένα μεγάλο στοίχημα ξεκινάει η θεατρική χρονιά στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών και πρέπει να κερδηθεί. Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός σκηνοθετεί στην κεντρική σκηνή της τον Φάουστ του Γκαίτε. Ένα έπος, μνημείο του ευρωπαϊκού πνεύματος, το οποίο βασίζεται σε πραγματικό πρόσωπο-μύθο του Μεσαίωνα το οποίο έχει αποδοθεί έκτοτε με διαφορετικές θεατρικές μορφές, έχει γίνει όπερα, ενώ στη σύγχρονη εποχή
κινηματογραφική ταινία. Ένα εγχείρημα τρομερών απαιτήσεων, όχι απλώς ως προς τη σκηνική του παρουσίαση αλλά και ως προς την ανάγνωσή του. Ας θυμηθούμε, όμως, την κεντρική ιστορία, που όλοι λίγο πολύ γνωρίζουν, ότι ο Φάουστ δηλαδή ήταν κάποιος που πούλησε την ψυχή του στον διάβολο.
Η παράσταση ανεβαίνει πάνω σε μία νέα έμμετρη μετάφραση του πεζογράφου Πέτρου Μάρκαρη και θα έχει διάρκεια τέσσερις ώρες. Αυτό ήταν το πρώτο που μου επισήμανε ο σκηνοθέτης, που τα τελευταία χρόνια καταπιάνεται με όλο και απαιτητικότερα κείμενα, ίσως για να «προστατεύσει» όσους δεν θα ήθελαν να μπουν σε αυτή την περιπέτεια που λέγεται Φάουστ. Το έργο αριθμεί 12.111 στίχους και αποτελεί σημαντικό επίτευγμα για τον ίδιο τον μεταφραστή, γεγονός που διαπιστώνω, ότι δηλαδή αποτελεί μία ακόμα ευκαιρία να αποδείξει η μετάφραση τη σχέση της με τον προφορικό λόγο και το κοινό που θα έρθει να παρακολουθήσει την παράσταση – η μετάφραση έχει ήδη δοκιμαστεί στη Νέα Σκηνή του Εθνικού, σκηνοθετημένη από μία σειρά νέων ηθοποιών και σκηνοθετών. Ο Μαρμαρινός συμφωνεί και εξηγεί: «Ασχολούμαστε με τον Φάουστ 1, το οποίο είναι και το παλίμψηστο του Φάουστ όπου περιέχονται όλα τα φαουστικά κείμενα. Περιττό να πω ότι όλος ο Φάουστ βασίζεται σε μία μεταγραφή του Ιώβ της Παλαιάς Διαθήκης. Ο διάλογος του Μεφιστοφελή με τον Θεό, όπου ο Γκαίτε προτάσσει έναν πρόλογο στον ουρανό, παραπέμπει ακριβώς σε αυτό. Λέει ο Θεός: “Αν νομίζεις ότι μπορείς να κερδίσεις έναν άνθρωπο της αρετής, ο οποίος ανήκει σε εμάς, δοκίμασε”. Από εκεί και πέρα η δοκιμασία έρχεται σε έναν άνθρωπο ο οποίος είναι ανήσυχος. Γι’ αυτό και ο Φάουστ δεν είναι ένας θεατρικός χαρακτήρας. Είναι η ανθρώπινη κατάσταση σε αγωνία και κρίση, που άλλωστε είναι ο ορισμός της ανθρώπινης κατάστασης: να βρει ο άνθρωπος απαντήσεις στην υπόστασή του. Ο Φάουστ ξεκίνησε να γράφεται από τον Γκαίτε τέλη του 18ου αιώνα και ολοκληρώθηκε το 1831, ένα διάστημα εξήντα ετών κατά τη διάρκεια του οποίου άλλοτε τον αναθεωρούσε ή επέστρεφε σ’ αυτόν υπό την επιρροή κάθε καινούργιας φάσης της ζωής του, προσθέτοντας μία καινούργια αντίληψη για τη ζωή. Όλα αυτά ενσωματώνονταν σε ένα έργο το οποίο έχει πολλές διαστρωματώσεις, κάτι που φαίνεται στο επίπεδο της γραφής, της σύνθεσης, της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας σαφέστατα, όπως και στο επίπεδο της ωριμότητας και της ορμητικότητας των διαφορών της ηλικίας, το οποίο με έναν περίεργο τρόπο περιέχει βαθιά σοφία και αποκαλύπτει ότι είμαστε πάντα στο ίδιο σημείο και γράφουμε πάντα το ίδιο έργο».
Απέχουμε δύο αιώνες από την περίοδο συγγραφής του Φάουστ και στο μεταξύ η ανθρώπινη γνώση και εμπειρία έχει πολλάκις επαναπροσδιοριστεί, ο άνθρωπος έχει δείξει όλο το φάσμα των φρικτών και εξωφρενικών του δυνατοτήτων. «Πόσο απέχει το ίδιο το έργο από το σήμερα;» τον ρωτάω και μου απαντάει: «Ας βάλουμε ένα στοίχημα μέσα από τη LifΟ, όπως κάνει ο Μεφιστοφελής με τον Θεό, αν υπάρχει έστω μία φράση ή λέξη που δεν ανήκει στο παρόν, να με φτύσετε. Τα κλασικά κείμενα χαρακτηρίζονται ως τέτοια επειδή πηγαίνουν ακριβώς στο κέντρο του ανθρώπου, που είναι άχρονο. Ξεπερνούν το οποιοδήποτε ρεπορτάζ, εμπεριέχοντάς το. Γι’ αυτό είναι ο Φάουστ ένα ταξίδι, μία οδύσσεια του δυτικού πνεύματος. Λέει μία μάγισσα στον Μεφιστοφελή: “Συγγνώμη που δεν σας αναγνώρισα, αλλά δεν είδα το αλογοπόδαρό σας” κι εκείνος απαντάει: “Πολιτισμός! Έχει τα πάντα κυριεύσει, ακόμα και τον διάβολο παγιδεύσει”. Κι όταν αναφέρει το όνομα “Σατανάς” της λέει: “Μην το ξαναπείς αυτό το όνομα… Πάει καιρός που στα παραμύθια κατοικεί. Έφυγε, πάει το κακό, και μείναν οι Κακοί”. Ο Γκαίτε πραγματεύεται εκ νέου έναν μύθο του 1500. Είναι η μετάβαση από τον Μεσαίωνα στην Αναγέννηση».
Ποιο είναι ουσιαστικά το ζήτημα που πραγματεύεται ο Φάουστ μέσα από αυτό το θηριώδες σε έκταση ποίημα, αναρωτιέμαι. Εξηγεί: «Ποια είναι η μη ορατή πλευρά των πραγμάτων, ποιο είναι αυτό που η επιστήμη δεν μπορεί να ακουμπήσει, ποια είναι η ανάγκη του ανθρώπου για τις σκοτεινές πλευρές που δεν έχουν πάρει απάντηση μέχρι τώρα, όσο και να έχει εξελιχθεί ο πολιτισμός; Εκεί βρίσκεται ο μυθικός Φάουστ, δηλαδή ο άνθρωπος ο οποίος προσπαθεί να απαντήσει με πάρα πολλούς τρόπους. Όλες οι ανατολικές τεχνικές της “άλλης” εμπειρίας, όλες οι τεχνικές που αναζητούνται και από τους ανθρωπολόγους και σχετίζονται με τους πρωτογόνους λαούς και τους τρόπους επικοινωνίας με τα πράγματα όσον αφορά τις ψυχοτρόπες ουσίες, αυτό που λέμε η “σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού”. Μη νομίζουμε ότι επειδή έχει επιληφθεί η επιστήμη, επειδή κοιτάμε τον κόσμο κυρίως τη μέρα, ότι δεν υπάρχει αυτή η πλευρά. Η παρουσία της θρησκείας αυτό ακριβώς προσπαθεί, να δώσει απάντηση στην άλλη πλευρά. Δεν το κρίνω, απλώς το ονομάζω. Η θρησκεία απαντάει σε μια αναγκαιότητα που δεν μπορεί να πάρει απάντηση. Η σκοτεινή πλευρά δεν μπορεί να απαντηθεί από το φως, παρά μόνο από τη σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων». Γνωρίζοντας την εμπλοκή του ερωτικού στοιχείου μέσα από τη Μαργαρίτα, το αντικείμενο πόθου του Φάουστ, ρωτάω αν υπάρχει και η σύγκρουση του αισθησιασμού και της λογικής. Απαντάει: «Του αισθησιασμού και του σώματος ως έδρας των αισθήσεων απέναντι στον κυνισμό μιας λογικής ή στον κυνισμό μιας προτεσταντικής χριστιανικότητας όπου το σώμα μία περίοδο τιμωρούνταν. Το subtext (υπόβαθρο) του Φάουστ είναι η Βίβλος».
Ο Φάουστ είναι μια μεγαλόπνοη και μεγαλεπήβολη παράσταση στην οποία δέκα ηθοποιοί, εκτός του κυρίως προσώπου το οποίο ερμηνεύει ο Ακύλας Καραζήσης, δέχονται διαρκείς μεταμορφώσεις. Ο Μαρμαρινός συμπληρώνει: «Ο Μεφιστοφελής δεν είναι ένα πρόσωπο. Είναι το μανιφέστο των μεταμορφώσεων. Θα μπορούσε να είναι και ο καναπές όπου καθόμαστε αυτήν τη στιγμή και μιλάμε, ακόμα κι εσείς. Κυριολεκτώ – καταστασιακά».
Σχολιάζω ότι είναι τέτοιας τόλμης εγχείρημα το να παρουσιαστεί αυτό το έργο, που αν δεν είχε προηγηθεί η μεγάλη του σκηνοθετική διαδρομή, με όλη την εμπειρία που τη συνοδεύει, θα ήταν ιδιαίτερα επισφαλές να αποτολμήσει αυτό το ανέβασμα. «Δεν θα μπορούσα καν να το σκεφτώ. Έχει σημασία ότι με την εμπειρία που λέτε φτάνουμε στα όριά μας, στα όρια της γνώσης – και από αυτή την πλευρά είναι σύννομο. Και ο Φάουστ φτάνει στα όριά του για να μπορεί να συνδιαλλαγεί με κάτι εκτός αυτού, όσο είναι εκτός αυτού ο Μεφιστοφελής. Πολλές φορές είναι ένας καθρέφτης του, αλλά όσο εκτός αυτού είναι αυτή η δύναμη, σε μια παράσταση που “χορεύει” στα όριά μας». Βασίστηκε σε μελέτες που τον οδήγησαν στον λαβύρινθο αυτό;
«Εκτός από όλα όσα αφορούν τον Φάουστ, ένα πολύ σοβαρό εφόδιο είναι οι αναφορές του Γκαίτε σε πάρα πολλά στοιχεία χρονογραφημάτων. Η ιστορία της Μαργαρίτας βασίζεται στην πραγματική ιστορία της Μαργαρίτας Μπραντ, η οποία καταδικάστηκε σε θάνατο δι’ αποκεφαλισμού εξαιτίας της πίεσης της κοινωνίας και λόγω του νόμου περί εξωσυζυγικών σχέσεων. Ο ίδιος ο Γκαίτε και η οικογένειά του, που ήταν αξιωματούχοι, έκαναν αγώνα να καταργηθεί αυτός ο νόμος. Και χρειάστηκε πολλά χρόνια για να γίνει. Υπάρχουν όλα τα πρακτικά της δίκης, η εισαγγελική διαδικασία που χρησιμοποιήσαμε. Επίσης, ένα βιβλίο που στάθηκε μεγάλο βοήθημα ήταν ο Ονειρικός Χρόνος του Ντούερ, ανθρωπολόγου που έχει γράψει για την αγριότητα και τον πολιτισμό. Περιέχει επισκέψεις σε πολλούς πρωτόγονους λαούς που χρησιμοποιούν διάφορες ουσίες όπως η ταντούρα, οι οποίες τους επιτρέπουν το “άνοιγμα” της εμπειρίας ή να διευρύνουν την αντίληψη της ουσίας των πραγμάτων. Η συνάντηση με αυτό το βιβλίο ήταν πολύ σημαντική για την παράσταση».
«Το κοινό οφείλει να έχει κάνει μία προετοιμασία πριν να πάει να δει τον Φάουστ;» ρωτάω. Ο Μαρμαρινός είναι τελείως αντίθετος με μία τέτοια επιλογή: «Για να το διαβάσεις απαιτείται ειδική συγκέντρωση και χρειάζεται πολύς χρόνος γι’ αυτό. Από την άλλη, να το ξεκινήσεις και να το προχωρήσεις μέχρι ένα σημείο είναι κρίμα. Άλλωστε, η παράσταση είναι ιδιαιτέρως σύνθετη, τεχνικά και τεχνολογικά». Του ζητάω να μου μιλήσει για το κωμικό στοιχείο του Φάουστ. «Το χιούμορ είναι μέρος της στιγμής. Δεν μπορεί να φανταστεί κανείς κρίσιμες στιγμές χωρίς χιούμορ. Ειδάλλως πέφτει σε μια αφηρημένη σοβαροφάνεια που δεν νομίζω ότι είναι η στιγμή του Φάουστ. Υπάρχουν στοιχεία κωμωδίας καταστάσεων στα οποία γελάς, αλλά δεν είναι αυτό το ζήτημα. Είναι ο πληθωρισμός της κρίσης. Στιγμές γελοίες, ως στιγμές του ανθρώπου».
Μου εκμυστηρεύεται ότι δεν θα ανέβαζε τον Φάουστ αν δεν είχε τη συμμετοχή του Ακύλλα Καραζήση, ο οποίος τον ερμηνεύει, ενός ηθοποιού με τον οποίο συνδέεται και «συγγενεύει» καλλιτεχνικά, έχοντας συνεργαστεί μαζί του σε σημαντικές του δουλειές. Συναντάω τον γερμανοτραφή ηθοποιό που έχει κάνει τα πρώτα του θεατρικά βήματα στη Γερμανία όπου και σπούδασε και που είναι ο μόνος ο οποίος έχει το πλεονέκτημα να μπορεί να διαβάσει Γκαίτε στο πρωτότυπο. Παρ’ όλα αυτά, θεωρεί ότι η επαφή με το εμβληματικό αυτό έπος δεν απέχει πολύ από ανάλογη επαφή που μπορεί να έχει κανείς με άλλα κείμενα όπως αυτά του Ντοστογιέφσκι, του Μπαλζάκ, των αρχαίων κλασικών, «χιλιάδων άλλων». Μου εξηγεί: «Η ενασχόληση και η εμβάθυνση σε τέτοια κείμενα, που δεν συνηθίζει να κάνει κανείς στην εποχή μας, εκτός από τους επαγγελματίες, αποξηραμένους φιλολόγους, που δεν τους αγγίζει τίποτα, είναι μεγάλο κέρδος. Αυτό το κέρδος είναι ωραίο να το μεταδίδεις μέσα από τη λειτουργία μιας παράστασης. Ελπίζω αυτό να συμβεί και τώρα στους θεατές της παράστασης, σαν να το έχουν διαβάσει. Το διαβάσαμε εμείς 10-20 φορές για να μπορέσουμε να το διηγηθούμε σε κάποιον ώστε να το απολαύσει και να το εντάξει μέσα του χωρίς να χρειάζεται να το έχει διαβάσει. Στο θέατρο, όλοι όσοι συμμετέχουν, κοινό και ηθοποιοί, αποτελούν τη συνολική εμπειρία. Και στον Φάουστ υπάρχουν πολλά κομβικά στοιχεία».
Ο Φάουστ είναι ο μόνος ρόλος που δεν «μοιράζεται» από την υπόλοιπη διανομή. Οι ρόλοι ερμηνεύονται εκ περιτροπής από όλους ή τους περισσότερους ηθοποιούς. Τολμώ να τον ρωτήσω πώς θα περιέγραφε τον χαρακτήρα του Φάουστ. Λέει: «Ο Φάουστ είναι ένας άνθρωπος που θέλει να ξεπεράσει αυτό που ήδη ξέρει, να πάει παρακάτω. Θέλει να πάει πέρα από τα όρια που θέτει η γνώση και γι’ αυτό κάνει συμβολικά μια συμφωνία με τον διάβολο. Αυτό σηματοδοτεί κάτι διαφορετικό, γιατί ο Μεφιστοφελής θα μπορούσε να αποτελεί ένα ψυχότροπο. Ο Φάουστ θα μπορούσε να πάρει LSD για να έχει μία άλλη εμπειρία, όπως ο Άλντους Χάξλεϊ, ή να γίνει αναχωρητής, να πάει να ζήσει στο Όρος Σινά. Υπάρχουν πολλοί τρόποι με τους οποίους μπορεί κανείς να γνωρίσει αυτό που βρίσκεται πέρα από τον ορθολογισμό της θετικιστικής γνώσης. Ο Φάουστ είναι ένας άνθρωπος που ακολουθεί μια τέτοια διαδρομή. Πολλοί άνθρωποι έχουν διαγράψει τέτοια διαδρομή, δεν χρειάζεται καν να είναι σοφοί. Ένα από τα χιλιάδες παραδείγματα είναι το κίνημα των χίπηδων».
Ο Μεφιστοφελής παίζεται από γυναίκες και άντρες, η Μαργαρίτα περνάει από διάφορες γυναίκες ηθοποιούς της παράστασης, πνεύματα, φωνές, άγγελοι, μάγισσες παίζονται από όλους. Άλλωστε, είναι σύνηθες για τον Μιχαήλ Μαρμαρινό να ξεκινάει τη διαδικασία των προβών του με μια ομαδική αφήγηση. Οι ηθοποιοί που επέλεξε είναι συνεργάτες του με τους οποίους έχει ξαναδουλέψει και ήξερε ότι μπορούσαν να συμβάλουν δημιουργικά στις ιδιαίτερες απαιτήσεις της παράστασης. Λίγη ώρα πριν από την πρόβα συναντάω μερικούς. Η Ηλέκτρα Νικολούζου, συνεργάτιδα του σκηνοθέτη από την εποχή του Εθνικού Ύμνου, λέει: «Με συγκινεί βαθιά ο Φάουστ γιατί μιλάει για την ύπαρξη. Είναι ένα πανανθρώπινο έργο, διαπερνά την ύπαρξη κατακόρυφα. Δεν με συγκινεί απλώς, με καθηλώνει». Ο Γιώργος Μπινιάρης μου ομολογεί ότι η συνεργασία του με τον Μαρμαρινό έχει ανανεώσει το ενδιαφέρον του για το θέατρο. Λέει για την παράσταση: «Ο Φάουστ είναι η τραγωδία του σύγχρονου ανθρώπου. Ο Μεφιστοφελής έχει μια εσωτερική δύναμη που έρχεται και αναστατώνει τον άνθρωπο όταν αυτός βρίσκεται σε ένα όριο». Η Εύη Σαουλίδου, που είναι η μόνη που έχει ξαναέρθει σε επαφή με το έργο καθώς είχε συμμετάσχει στο ομαδικό ανέβασμα του Φάουστ από το Εθνικό, μου λέει: «Νιώθω ότι όσο σκάβεις, τόσο βρίσκεις στο κείμενο αυτό. Περιλαμβάνει οικουμενικά θέματα. Εμένα, πάντως, με πιάνει μια θλίψη, με βαραίνει, και την ίδια στιγμή μου αρέσει πάρα πολύ. Το βρίσκω αβάσταχτο όμως». Στην Έλενα Τοπαλίδου η ενασχόληση με τον Φάουστ δημιούργησε συναισθήματα που άγγιξαν την προσωπική της ζωή: «Με αυτό το έργο σκέφτομαι τι έχω κάνει, πού βρίσκομαι, τι είναι αυτό που πραγματικά μου αρέσει. Οι φράσεις που φέρνεις στο στόμα σου, όσο και να έχουν προϋπάρξει μέσα στο κείμενο, με κάποιον τρόπο κινούν κάποια κύτταρά σου για πρώτη φορά. Ο Μεφιστοφελής έχει πολύ χιούμορ, έναν εξαιρετικό τρόπο στην απόδοση των λόγων του. Είναι τόσο υπέροχα ετοιμόλογος, χαρακτηριστικό που εγώ δεν έχω ως άνθρωπος». Για τη Σμάρω Γαϊτανίδου η Μαργαρίτα αποτελεί μεγάλη αγάπη: «Είναι η γυναίκα που ανά τους αιώνες είναι πάντα αδικημένη. Τα σφάλματα στον έρωτα, ενώ τα κάνουν δύο, πάντα τα πληρώνει μόνο η γυναίκα». Τέλος, η Θεοδώρα Τζήμου εξηγεί πώς βλέπει τον τρόπο που δουλεύει ο Μαρμαρινός: «Ξεκινάει από μία αφήγηση και από αυτήν προκύπτουν όλα τα πρόσωπα του έργου. Έτσι διαπερνάμε όλοι όλα τα πρόσωπα και τις συνθήκες του έργου. Με ιντριγκάρει πολύ αυτός ο τρόπος αφήγησης του Φάουστ. Υπάρχουν φράσεις που λέει ο Φάουστ στη νύχτα, που πεθαίνω κάθε φορά που τις ακούω. Θεωρώ ότι έχει να κάνει πολύ με την ανθρώπινη υπόσταση και με τον τρόπο που μπορεί να είσαι δέσμιος του ίδιου σου του εαυτού».
Μιχαήλ Μαρμαρινός
Φάουστ του Γκαίτε
Μετάφραση: Πέτρος Μάρκαρης
Σκηνοθεσία: Μιχαήλ Μαρμαρινός
Δραματουργία: Armin Kerber
Μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός
Φωτισμοί: Γιάννης Δρακουλαράκος
Χώρος: Kenny MacLellan
Εκτέλεση Παραγωγής: Ρένα Ανδρεαδάκη
Παίζουν: Ακύλλας Καραζήσης, Θεοδώρα Τζήμου, Εύη Σαουλίδου, Ηλέκτρα Νικολούζου, Έλενα Τοπαλίδου, Φοίβος Ριμένας, Νικόλας Χανακούλας, Δάφνη Ιωακειμίδου-Πατακιά, Σμαρώ Γαϊτανίδου, Γιώργος Μπινιάρης
15 Ιανουαρίου-2 Φεβρουαρίου 2014
20:00 Κεντρική Σκηνή
Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών
Λεωφόρος Συγγρού 107-109
www.sgt.gr
σχόλια