Ὅταν τὶς νύχτες τριγυρνῶ στὴ μοναξιά μου,
ψάχνω μὲς σὲ χιλιάδες πρόσωπα νὰ βρῶ
ἐκεῖνο τὸ τρεμούλιασμα στὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ σου
Ἄν ἔστω κι ἕνας μόνο ἀπηχοῦσε
κάτι ἀπ' τὴ δική σου ὀμορφιά,
θὰ τοῦ 'λεγα: «Λοιπόν, τί περιμένεις;
μὲ τὰ καρφιὰ τῶν παπουτσιῶν σου κάρφωσέ με»
καὶ δὲ θὰ καρτεροῦσα πιὰ γλυκὸ φιλὶ
οὔτε μιὰ τρυφερὴ περίπτυξη.
Τὸ βράδυ ποὺ σκοτώσαν τὸν Λαμπράκη,
γυρνοῦσα ἀπὸ ἕνα ραντεβού.
«Τι ἔγινε;» ρώτησε κάποιος στὸ λεωφορεῖο.
Κανεῖς δὲν ἤξερε. Εἴδαμε χωροφύλακες
μὰ δὲ διακρίναμε τίποτε ἄλλο.
Πέρασαν τρία χρόνια. Ξανακύλησα
στὴν ἴδια ἀδιαφορία γιὰ τὰ πολιτικά.
Ὅμως τὸ βράδυ ἐκεῖνο μὲ ἐνοχλεῖ
σὰ μιὰ ἀνεπαίσθητη ἀγκίδα ποὺ δὲ βγαίνει
ἄλλοι νὰ πέφτουν χτυπημένοι γιὰ ἰδανικά,
ἄλλοι νὰ ὀργιάζουν μὲ τὰ τρίκυκλα,
κι ἐγὼ ἀνέμελος νὰ τρέχω σὲ τσαΐρια.
Σὲ γνώρισα στὴν Ἔκθεση, μέσα στὰ φῶτα,
μέσα στὸν κόσμο, στὸ πολὺ κολλητήρι,
κι ἀμέσως σοῦ πρότεινα νὰ πᾶμε σὲ καμιὰ ἐρημιά.
Μὰ ἐσὺ εἶχες ἔρθει ἀπ' τὸ χωριὸ γιὰ διασκέδαση
ἔπρεπε ν' ἀνεβοῦμε στ' αὐτοκινητάκια,
νὰ πάρουμε παγωτό, νὰ μποῦμε στὸ σπίτι τοῦ τρόμου,
νὰ σὲ κεράσω σάντουιτς καὶ μαύρη μπύρα,
νὰ σοῦ ἀγοράσω κανένα τσακμάκι γιὰ ἐνθύμιο.
Δὲ σκέφτηκα πὼς ἤσουν μπουχτισμένος ἀπὸ ἐρημιές.
«Βουνὸ μὲ βουνὸ δὲ σμίγει», λένε στὸ στρατό,
«ἄνθρωπος μὲ ἄνθρωπο σμίγει»
ὅμως περάσαν τρία χρόνια κι ἀκόμα νὰ σμίξουμε
καὶ Κύριος οἶδε τί θὰ γίνει τώρα ποὺ μπαίνουμε στόν τέταρτο.
Ἐν τῷ μεταξύ, κάθε μέρα ἔχω μαλώματα μὲ τὴν καρδιά μου.
«Καρδιά μου», τῆς λέω, «κάνε κι ἐσύ μιὰ ὑποχώρηση
ὑπάρχει τόση ὁμορφιὰ σ' αυτὸ τὸν κόσμο,
ὑπάρχουν τόσα σαββατόβραδα γιὰ γλέντι,
ἐπιτέλους δὲ χάθηκαν οἱ εὐκαιρίες γιὰ προσήλωση».
«Δὲν ξἐρεις τί ζητᾶς», μοῦ ἀποκρίνεται,
«σὲ χάλασαν οἱ τόσες διαψεύσεις,
σ' ἔκανε εὔκολο ἡ ἀπελπισία,
ἔπαψες νὰ πιστεύεις πιὰ στὸν ἔρωτα: σὲ κλαίω!»
Δὲν ξέρω τί τῆς ἔκανες αὐτῆς τῆς καρδιᾶς
καὶ ξημεροβραδιάζεται μὲ τ' ὄνομά σου
ὅμως ἐγὼ εἶμαι ἀδύνατος ἄνθρωπος,
ἡ σάρκα μου πεινάει, θέλει νὰ φάει,
τὸ αἷμα μου κρυώνει, θέλει νὰ ζεσταθεῖ.
Νὰ φύγεις ἀπ' τὴ μνήμη μου
καὶ τὴν καρδιά μου.