Τις πρώτες μέρες, της πρώτης εβδομάδας του Μαρτίου του 44 π.Χ, ο οιωνοσκόπος Σπουρίννας είχε προειδοποιήσει τον Γάιο Ιούλιο Καίσαρα να φυλάγεται από τις Ειδούς του Μαρτίου. Από τι έπρεπε να φυλαχθεί, όμως – από τα μέσα του μήνα; Από τις στρατιωτικές παρελάσεις αφιερωμένες στον θεό του πολέμου Άρη; Από την αμφίσημη, κάποτε και δυσοίωνη ερμηνεία της μέρας που διαιρούσε τον Μάρτιο στα δύο; - δεν του εξήγησε.
Είχε ζητήσει τη βοήθεια του ανθρώπου που έβλεπε τα μελλούμενα στους ουρανούς, επειδή τον είχε ανησυχήσει ένα περίεργο σημάδι: η αγέλη αλόγων που ο ίδιος είχε αφιερώσει στον ποταμό Ρουβίκωνα, αρνείτο πεισματικά να βοσκήσει. Λέγεται, ότι ένα βράδυ πριν από τη μοιραία συνωμοσία των 60 που του στοίχισε τη ζωή, ο Καίσαρας απολάμβανε την παρέα φίλων και η συζήτηση, διόλου τυχαία, οδηγήθηκε στο ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να πεθάνει κανείς.
«Απροσδόκητα», λέγεται ότι απάντησε ο Καίσαρας. Την ίδια νύχτα, όπως καταγράφει ο Ρωμαίος ιστορικός Γάιος Σουητώνιος, ο Καίσαρας ονειρεύτηκε ότι κατάφερε να πετάξει και να πιάσει το χέρι του Δία. Εκείνο το ίδιο βράδυ, η σύζυγος του, Καλπουργία ονειρεύτηκε κάτι ακόμη πιο προφητικό: τον αυτοκράτορα να πέφτει μαχαιρωμένος στην αγκαλιά της.
Το επόμενο πρωί, τον ικέτευσε να μην παραστεί στη Σύγκλητο και λίγο αργότερα κατέφθαναν οι ιερείς για να τον ενημερώσουν για τους φριχτούς οιωνούς, που θα «σφράγιζαν» τη μέρα. Ο Καίσαρας μοιάζει να αλλάζει γνώμη, για λίγο να διστάζει, μέχρι την ώρα που ένας εκ των συνωμοτών – ο Δέκιμος Βρούτος – αρχίζει να περιγελά γυναίκες και οιωνοσκόπους και σχεδόν υποτιμητικά τον καλεί να πάει στη Σύγκλητο, έστω για να την αναβάλλει.
Στον δρόμο προς τη Σύγκλητο, το πλήθος είναι μεγάλο. Όλοι θέλουν να δώσουν κάτι στον νομοθέτη, ένα αίτημα, μια αναφορά, μια παράκληση. Ο μόνος που τα καταφέρνει είναι ο Έλληνας σοφιστής Αρτεμίδωρος που βάζει στο χέρι του αυτοκράτορα ένα σημείωμα και προλαβαίνει να τον παρακαλέσει να το διαβάσει μόνος και γρήγορα. «Γράφει σπουδαία πράγματα που σ’ ενδιαφέρουν», προλαβαίνει να του πει, ενήμερος ο ίδιος για τη συνωμοσία.
Ο Καίσαρας φτάνει στη Σύγκλητο μετά βίας, λόγω του συνωστισμένου πλήθους, με το σημείωμα στο χέρι. Ο Δέκιμος Βρούτος, εκείνη την ώρα, φράζει τον δρόμο του Μάρκου Αντώνιου στην είσοδο, τον συγκρατεί για να του πει κάτι – δήθεν – σημαντικό. Όταν ο Καίσαρας κάθεται στο έδρανο του, οι συνωμότες τον πλησιάζουν κυκλωτικά: άλλοι θέλουν να υποβάλουν τα σέβη τους, άλλοι να ζητήσουν κάποια χάρη, εκείνος αρνείται.
Και τότε δίνεται το σύνθημα: ο Κίμβρος του τραβάει την τήβεννο και ένας από τους συνωμότες του καταφέρει το πρώτο πλήγμα στον αυχένα. Η προσπάθεια να αντισταθεί ήταν μάταιη. Όπου γυρίζει το βλέμμα, υπάρχουν τα ρωμαϊκά σπαθιά των συνωμοτών και η βουβή φρίκη των υπόλοιπων συγκλητικών. Δέχεται 23 χτυπήματα, τόσα κι ας μην χρειάζονταν τόσα, προκειμένου να δηλωθεί το μέγεθος της συμμετοχής στη συνωμοσία, η ισότητα στη συνέργεια. Πριν καταρρεύσει στη βάση του αγάλματος του Πομπηίου βλέπει και τον Βρούτο να καταφέρνει το δικό του χτύπημα και εκεί, λίγο πριν το τέλος, ακούγεται το ιστορικό “Tu quoque, fili!” («Κι εσύ, γιε μου;») που στις μέρες μας φτάνει ως «κι εσύ, τέκνον, Βρούτε;».
Οι ιστορικοί διχάζονται για το αν αυτή η φράση, την 15η Μαρτίου της δολοφονίας του, ξεστομίστηκε στα ελληνικά ή στα λατινικά. Διχάζονται ακόμη και για το αν ο Βρούτος, εκτός από το πολιτικό είχε και προσωπικό κίνητρο. Ο Καίσαρας, λέγεται, είχε ερωτικό δεσμό με τη μητέρα του Βρούτου, Σερβιλία και εξαιτίας αυτού του έρωτα ο ίδιος έχαιρε της εύνοιας του ρωμαίου στρατηγού και πολιτικού, αλλά και γινόταν αντικείμενο χλεύης από τους συμπατριώτες του.
Σε κάθε περίπτωση, το τέλος του Ρωμαίου στρατηγού, μία από τις πιο φιλόδοξες μορφές της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, είναι από τα λίγα που «δένεται» με τόσες προφητείες, μύθους και παρασκήνιο της εποχής, φτάνοντας ως τη σύγχρονη εποχή ολοζώντανο και λειτουργώντας ως έμπνευση για ζωγραφικούς πίνακες, όπερες, λογοτεχνικά κείμενα, κινηματογραφικές ταινίες.
ΠΗΓΕΣ:
Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, Τόμος Γ', Will Durant, Εκδόσεις Συρόπουλος