Η ειρωνεία είναι πολύ επίκαιρη σήμερα και το καλύτερο σημείο να την ψάξει κανείς είναι στο έργο του Πάουλ Κλέε, ενός από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες των αρχών του εικοστού αιώνα, ο οποίος υπήρξε ζωγράφος, εκπαιδευτικός, μουσικός και ποιητής. Η κριτική και ειρωνική ματιά του στον κόσμο, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές της ζωής του, ενέπνευσε σατιρικά σχέδια, καρικατούρες και πίνακες με τίτλους άλλοτε σοβαρούς και άλλοτε αστείους.
Ο Γερμανοελβετός ζωγράφος γεννήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1879 στο Μίνχενμπουχζε, κοντά στη Βέρνη. Με πατέρα μουσικό και μητέρα με σπουδές στο τραγούδι, ήρθε από πολύ μικρή ηλικία σε επαφή με την τέχνη. Σε ηλικία 11 ετών άρχισε να παίζει βιολί, ενώ δεν άργησε να φανεί και το ταλέντο του στη ζωγραφική, αν και οι γονείς του δεν τον ενθάρρυναν. Αποφασίζει να ασχοληθεί με τη ζωγραφική και γράφει στο ημερολόγιό του: «Θα είχα παρατήσει το σχολείο ευχαρίστως έναν χρόνο πριν αποφοιτήσω, αλλά έμεινα για χάρη των γονιών μου [...] Δεν ήθελα να κάνω τίποτε άλλο παρά να ζωγραφίζω και να γράφω, ό,τι μου είχαν απαγορεύσει δηλαδή». Το 1898 μετακομίζει στο Μόναχο, αλλά δεν γίνεται δεκτός στην Ακαδημία Καλών Τεχνών – παραμένει όμως και σπουδάζει σχέδιο για τρία χρόνια στην ιδιωτική σχολή του Χάινριχ Κνιρ. Το 1900 γίνεται δεκτός στην τάξη του Γερμανού ζωγράφου Φραντς φον Στουκ στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, έπειτα από λίγο καιρό όμως εγκαταλείπει το μάθημά του.
«Δεν περιορίζομαι στο εδώ και τώρα, ανήκω τόσο στους νεκρούς όσο και στους αγέννητους. Πιο κοντά στην καρδιά της δημιουργίας από τους περισσότερους, όχι όμως και αρκετά κοντά ακόμη».
Το 1901 επισκέπτεται τη Νάπολη και τη Φλωρεντία και μελετά το έργο των Ιταλών ζωγράφων. Επιστρέφει στη Βέρνη και παρακολουθεί μαθήματα ανατομίας για καλλιτέχνες και ζωγραφικής. Τον Ιούλιο του 1903 αρχίζει να επεξεργάζεται μία σειρά χαρακτικών με τον γενικό τίτλο «Επινοήσεις», τα οποία παρουσιάζονται δημόσια στην έκθεση της «Απόσχισης του Μονάχου», τον Ιούνιο του 1906. Την ίδια χρονιά παντρεύεται την πιανίστα Λίλι Στουμπφ και λίγους μήνες αργότερα αποκτούν τον γιο τους, Φέλιξ, του οποίου την ανατροφή αναλαμβάνει ο Κλέε, αφήνοντας τη ζωγραφική σε δεύτερη μοίρα.
Το 1910 γνωρίζεται με τον Καντίνσκι και τον Φραντς Μαρκ και συνεργάζεται με το κίνημα του Γαλάζιου Καβαλάρη. Ασχολείται όλο και περισσότερο με το χρώμα και λέει χαρακτηριστικά: «Με περιμένει ένας μακρύς αγώνας σε αυτό το πεδίο του χρώματος, έτσι ώστε να φτάσω στον μακρινό, ευγενή μου στόχο». Το ταξίδι του στην Τυνησία τον Απρίλιο του 1914 τον μαγεύει και κατά τη διάρκειά του συνεχίζει να πειραματίζεται με τη χρήση των χρωμάτων. Στις 16 Απριλίου ολοκληρώνει το έργο του «Μπροστά στις πύλες του Καϊρουάν» και γράφει στο ημερολόγιό του: «Το χρώμα κι εγώ είμαστε ένα. Είμαι ζωγράφος». Ο Κλέε αρχίζει να εμβαθύνει στην αφαίρεση και τα έργα του αποτελούνται πλέον από γεωμετρικά σχήματα χρωματισμένα. «Όσο πιο τρομακτικός γίνεται ο κόσμος, τόσο η τέχνη γίνεται πιο αφηρημένη, ενώ ένας ειρηνικός κόσμος παράγει ρεαλιστική τέχνη» θα πει.
Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος πλησιάζει και ο Κλέε τον βλέπει ως λύση, θεωρώντας ότι η Γερμανία θα επικρατήσει γρήγορα. «Η εθνική ανάταση θα μας εξασφαλίσει ξανά τα μέσα (το χρήμα και την εύνοια από τους προστάτες των τεχνών) που έχουμε τόσο στερηθεί τα τελευταία χρόνια» γράφει στον Καντίνσκι. Θα χάσει δυο αγαπημένους φίλους και θα αναθεωρήσει, ενώ ο πόλεμος θα κυριαρχήσει σε μια σειρά έργων που θα ολοκληρώσει το 1914 και το 1915. Το 1920, ο διευθυντής της σχολής του Μπαουχάους, Βάλτερ Γκρόπιους, προτείνει στον Κλέε να διδάξει στη σχολή της Βαϊμάρης. Θα παραμείνει εκεί δέκα χρόνια σχεδόν και στη συνέχεια θα διδάξει στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Ντίσελντορφ. Το 1933, με την άνοδο του ναζισμού, διαγράφεται από την Ακαδημία, καθώς ο νόμος απέκλειε από τις δημόσιες υπηρεσίες και θέσεις όσους δεν ανήκαν στην Άρια Φυλή. Απαντά με την αυτοπροσωπογραφία «Von der Liste gestrichen» (Διαγραμμένος από τη λίστα), όπου ξεχωρίζει ένα μεγάλο X στο αριστερό μέρος του κεφαλιού. Οι ναζί θεωρούν την τέχνη του εκφυλισμένη και υπάρχουν φήμες πως είναι Εβραίος, οπότε αναγκάζεται να επιστρέψει στη Βέρνη. Δύο χρόνια αργότερα διαπιστώνεται πως πάσχει από σκληροδερμία – μια σπάνια και θανατηφόρα ασθένεια. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ζωγραφίζει ασταμάτητα. Από τα σημαντικότερα έργα αυτής της περιόδου είναι η «Εξέγερση του υδραγωγείου» (1937) που θεωρείται ιστορικό έργο, καθώς με αυτό ο Κλέε συμβάλλει στον αγώνα κατά του φασισμού. Την ίδια χρονιά το ναζιστικό καθεστώς διοργανώνει έκθεση «Παρακμιακής Τέχνης», η οποία συμπεριλαμβάνει 17 έργα του.
Έπειτα από 5 χρόνια συνεχούς διαμονής στην Ελβετία, το 1939 υποβάλλει αίτηση για να αποκτήσει ελβετική υπηκοότητα. Παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει λόγω των πολιτισμικών και πολιτικών προεκτάσεων του έργου του, η αίτηση γίνεται δεκτή, δεν προλαβαίνει ωστόσο να γίνει δημότης Βέρνης, όπως επιθυμούσε, καθώς πεθαίνει στο Τιτσίνο της Ιταλίας όπου βρισκόταν για θεραπεία, στις 29 Ιουνίου του 1940. Η τέφρα του θα μεταφερθεί στη Βέρνη το 1946 και ο γιος του Φέλιξ θα ζητήσει να χαραχθούν στον τάφο του τα λόγια του: «Δεν περιορίζομαι στο εδώ και τώρα, ανήκω τόσο στους νεκρούς όσο και στους αγέννητους. Πιο κοντά στην καρδιά της δημιουργίας από τους περισσότερους, όχι όμως και αρκετά κοντά ακόμη».
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 1.4.2016
σχόλια