ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΑΝΑΤΙΚΟΥΣ του sci-fi, ο Φίλιπ Κ. Ντικ θεωρείται κάτι σαν ροκ σταρ, για όλους τους υπόλοιπους παραμένει ένας ευφυής συγγραφέας που αξίζει, επιτέλους, να αλλάξει θέση στη βιβλιοθήκη και να ταξινομηθεί με τους κλασικούς. Ακόμα δεν έχει αποτιμηθεί πλήρως το αχαρτογράφητο έργο του, παρότι ο άλλοτε περιθωριακός συγγραφέας έχει πλέον περάσει στην πίστα των «μεγάλων» και δεν είναι πια ένας παρανοϊκός συνωμοσιολόγος αλλά αυτός που μελέτησε σε βάθος τους ανθρώπινους χαρακτήρες και προέβλεψε σκοτεινά σενάρια από νωρίς σαν ένας ρομαντικός προφήτης στην καρδιά της πιο παράδοξης ποίησης.
Γι' αυτό και τα αλληγορικά γραπτά του εύλογα φέρνουν στον νου τις εκστατικές και εμπνευσμένες αναφορές του Έντγκαρ Άλαν Πόε, στον οποίο μοιάζει όχι μόνο ως προς τη ζοφερή ποιητικότητα αλλά και ως προς τον τρόπο που αδικήθηκε όσο ακόμα ήταν εν ζωή. Το έργο του αναγνωρίστηκε εκ των υστέρων, όπως και του Πόε, ενώ ο ίδιος υπήρξε τέκνο των εμμονών και του θανάτου, αφού γεννήθηκε πρόωρα μαζί με τη δίδυμη αδελφή του, που πέθανε έξι εβδομάδες μετά τη γέννησή τους. Το γεγονός αυτό θα στοιχειώσει τον Φίλιπ Κ. Ντικ για πάντα, καθώς ο τρόμος της απώλειας, καταστροφές και ασθένειες σκεπάζουν συχνά-πυκνά τις ιστορίες του.
Ο θάνατος παραμονεύει και στις ατμοσφαιρικές λεωφόρους του Blade Runner, όταν, ύστερα από τον Τελικό Παγκόσμιο Πόλεμο, η ραδιενεργός μόλυνση δείχνει να έχει απλωθεί σε ολόκληρο τον πλανήτη: οι περισσότεροι έχουν πεθάνει και όσοι έχουν επιβιώσει υποφέρουν από τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Η ταινία που βασίστηκε στο Ηλεκτρικό Πρόβατο του Φίλιπ Κ. Ντικ (εξαντλημένο – κυκλοφόρησε στα ελληνικά σε μετάφραση Δημήτρη Αρβανίτη από τις εκδόσεις Κέδρος) επανέρχεται, παρά τις όποιες παρεκκλίσεις, ακριβώς σε αυτό το θέμα: στο νόημα της ανθρώπινης φύσης.
Σε μια εποχή κατά την οποία όλοι θέλγονταν από τις εξωφρενικές διαστάσεις του sci-fi και αναζητούσαν σε αυτό ίχνη από ρομπότ και εξωγήινους, ο ίδιος επέμενε στο πρωτογενές στοιχείο της ανθρώπινης διάρκειας.
Ο πρωταγωνιστής Ρικ Ντέκαρντ –άμεση η αναφορά στον φιλόσοφο Ρενέ Ντεκάρ–συνεργάζεται με τους αστυνομικούς ως κυνηγός ανδροειδών, τα οποία κατάφεραν να φτάσουν στη Γη, έχοντας προηγουμένως σκοτώσει τα αφεντικά τους. Λέγονται έτσι επειδή διαθέτουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά και δύσκολα θα τα ξεχώριζες από τους πραγματικούς ανθρώπους, κάτι που αναλαμβάνει να κάνει ο Ντέκαρντ. Όσο για το έπαθλο, αυτό θα είναι ένα πραγματικό πρόβατο αντί του ηλεκτρικού, το οποίο θα φροντίζει μαζί με τη γυναίκα του. Αλλά πώς ακριβώς θα καταφέρει ο Ντέκαρντ να ξεχωρίσει τους πραγματικούς ανθρώπους από τα ανδροειδή; Μοναδικό κριτήριο είναι η ενσυναίσθηση, μια απόδειξη πως στο κέντρο του σύμπαντος του Φίλιπ Κ. Ντικ βρίσκεται πάντα και πρωτίστως το συμπάσχειν, η τρυφερότητα και αυτό που θα μας (ξανα)κάνει και πάλι ανθρώπους.
Σε μια εποχή κατά την οποία όλοι θέλγονταν από τις εξωφρενικές διαστάσεις του sci-fi και αναζητούσαν σε αυτό ίχνη από ρομπότ και εξωγήινους, ο ίδιος επέμενε στο πρωτογενές στοιχείο της ανθρώπινης διάρκειας. Κλείνοντας το μάτι στον υποψιασμένο αναγνώστη, τολμούσε να πάει την αφήγηση ένα βήμα παραπέρα, συγκεκριμένα σε ένα εξωγενές περιβάλλον όπου όλοι αναρωτιούνται για τα μελλούμενα και όλοι νιώθουν την απειλή όχι μόνο για τον εξωτερικό αλλά και για τον εσωτερικό τους κόσμο.
Ήταν άλλωστε ο πρώτος που καθιέρωσε σε μυθιστόρημα τα ανθρωποειδή, σε μια προσπάθεια να δείξει ότι η ενσυναίσθηση, η δικαιοσύνη και η τρυφερότητα δεν χωράνε στα ενσαρκωμένα όρια. Το ερώτημα είναι σχεδόν πάντα το ίδιο: «Γιατί υπάρχει το κακό και το άδικο, τι είναι αυτό που κινεί τον κόσμο;». Βαρβάτες φιλοσοφικές αναζητήσεις διαπερνούν τις περισσότερες ιστορίες του Ντικ, όπως το άλλο αριστούργημα που έχει επίσης μεταφραστεί στα ελληνικά από τον Δημήτρη Αρβανίτη και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος, Τα τρία στίγματα του Πάλμερ Έλντριτς. Κυρίαρχη είναι, εν προκειμένω, η εικόνα του κακού δημιουργού μιας παράξενης αίρεσης που εμφανίζεται με διάφορες μορφές. Κατ' ουσίαν, είναι ένας «διαπλανητικός μεγαλοβιομήχανος», ο οποίος αποβλέπει στον έλεγχο των πνευμάτων και των συνειδήσεων μέσα από ένα ναρκωτικό που λέγεται τσου-ζεντ.
Με το σύνθημα «Ο Θεός υπόσχεται αιώνια ζωή, εγώ την παραδίδω» φιλοδοξεί να γίνει ο νέος παντοκράτωρ μέσα από την κατίσχυση των μόνιμων παραισθήσεων. Και εδώ υπάρχουν όλα τα χαρακτηριστικά του Γουόρχολ με ισχυρές δόσεις από Κάφκα και με τη γνωστή τρομακτική προφητική ικανότητα που συνταράσσει ακόμα και τον σύγχρονο αναγνώστη σχετικά με την υπερθέρμανση του πλανήτη και την περιβαλλοντική καταστροφή που διείδε ο Φίλιπ Κ. Ντικ ήδη από τότε.
Άλλωστε ήταν η αυξημένη ευαισθησία του που τον έκανε ευεπίφορο σε ενορασιακές επισημάνσεις, σε παρανοϊκές εκρήξεις και σε χωρισμούς. Το 1965 είχε προλάβει ήδη να συνάψει τρεις γάμους, η δεύτερη γυναίκα του, μάλιστα, ήταν Ελληνίδα, κάτι που ίσως εξηγεί τα πολλά ελληνικά ονόματα και τις ελληνικές αναφορές στα διηγήματά του, ενώ είναι ίσως και ο λόγος πού προσπάθησε να κατασκευάσει τον δικό του «ίδιο κόσμο» («idios kosmos», όπως τον ανέφερε, επηρεασμένος και από τη βαθιά γνώση αρχαίας φιλοσοφίας και την εμμονή του με τους Γνωστικούς).
Οι αρχές της δεκαετίας του '60 θα τον βρουν σε δημιουργικό οίστρο, οπότε και γράφει το πλέον αριστουργηματικό του βιβλίο, το Ο άνθρωπος στο ψηλό κάστρο (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Τόπος, σε μετάφραση Χριστόφορου Λιθάρη). Ειδικά σήμερα, με την επικράτηση της ακροδεξιάς στην Ευρώπη, το βιβλίο φαντάζει ανατριχιαστικά επίκαιρο, καθώς περιγράφει ένα ολοκληρωτικό καθεστώς που έχει εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον πλανήτη: η Γερμανία και η Ιαπωνία έχουν κερδίσει τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, έχουν κατακτήσει την Αφρική και απειλούν όχι μόνο τη Γη αλλά και το Διάστημα.
Όχι μόνο έχουν αποξηράνει τη Μεσόγειο –και πάλι η περιβαλλοντική καταστροφή– αλλά έχουν φτάσει, μετά την κατάκτηση της Γης, να στείλουν αστροναύτες στον Άρη, άλλη μια απόδειξη ότι η βαθιά γνώση της Ιστορίας και της ιστορικότητας στο έργο του Ντικ μπορεί να συνδυαστεί με την πιο αχαλίνωτη φαντασία. Το δυστοπικό αυτό δημιούργημα διαθέτει επιπλέον αρκετές δόσεις ρεαλιστικής αξιοσύνης, ίσως γιατί ο συγγραφέας του είχε βαθιά επίγνωση των πολιτικών που κυβερνούσαν τότε και θα κυβερνούσαν στο μέλλον.
Τη δεκαετία του '60 ήταν ακόμα νωπές οι αναμνήσεις του μακαρθισμού, ενώ ήταν γνωστή για τις διώξεις των αντιφρονούντων στον πόλεμο του Βιετνάμ, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλεγόταν και ο ίδιος ο Φιλιπ Κ. Ντικ. Η παράνοια, τα ναρκωτικά, ο Ψυχρός Πόλεμος και οι θεωρίες συνωμοσίας δεν τον άφησαν ανεπηρέαστο, όπως και κανέναν συγγραφέα της εποχής εκείνης που έζησε την αλλόφρονα ώσμωση του '60 και του '70. Χωρίς αυτό το ψυχεδελικό κλίμα ενδεχομένως να μην υπήρχαν αριστουργήματα όπως η Americana του Ντε Λίλο ή ο δικός του Άνθρωπος στο ψηλό κάστρο, που του απέφερε το βραβείο Ουγκό, μία από τις ελάχιστες διακρίσεις που αποκόμισε από τον κόσμο της λογοτεχνίας.
Ουσιαστικά όμως τα οικονομικά του δεν τον βοήθησαν ποτέ να βγει από την αφάνεια, ενδεχομένως γιατί πάντοτε ήθελε να δουλεύει ανεξάρτητα, χωρίς ατζέντηδες, χωρίς να ανήκει σε κάποια από τις κάστες που υποστήριζε το συγγραφικό σινάφι. Παρέμεινε αποσυνάγωγος μέχρι τέλους, έχοντας αποπειραθεί δύο φορές να αυτοκτονήσει, έχοντας συνάψει πέντε γάμους κι έχοντας καταστήσει την αμφιβολία και την καταιγιστική φαντασία απαράμιλλους όρους του πάντοτε ανοιχτού στις προκλήσεις κανόνα του.
Ήξερε, άλλωστε, ότι είμαστε «φτιαγμένοι από το υλικό που πλάθονται τα όνειρα», όπως θα ήθελε ο φίλος του ο Σαίξπηρ, ευάλωτοι και ανυπεράσπιστοι, μετρώντας «τις στιγμές που χάνονται στον χρόνο όπως τα δάκρυα στη βροχή» – ακουγόταν σε μία από τις τελευταίες σεκάνς του πρώτου Blade Runner. Πέθανε στις 2 Μαρτίου του 1982, όταν ο εγκέφαλός του δεν άντεξε την ένταση, λίγους μόλις μήνες προτού προλάβει να βγει στις αίθουσες η κινηματογραφική εκδοχή του βιβλίου που μοιάζει να αναμοχλεύει πράγματα που απειλούν την καθημερινότητα και την ταυτότητά μας σήμερα περισσότερο από ποτέ.
«Στιγμές που χάνονται στον χρόνο όπως τα δάκρυα στη βροχή...». Η κορυφαία σκηνή του πρώτου Blade Runner
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΤΟ ΑΠΟΡΘΗΤΟ ΚΑΣΤΡΟ» ΕΔΩ
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΟΝΕΙΡΕΥΟΝΤΑΙ ΤΑ ΑΝΔΡΟΕΙΔΗ: ΤΟ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ ΠΡΟΒΑΤΟ;» ΕΔΩ