Η κυρία Νίκη είναι μία χαρακτηριστική φιγούρα των Εξαρχείων, αν μένεις στην περιοχή είναι δύσκολο να μη γνωρίζεις τη δράση της. Για τους περισσότερους κατοίκους της γειτονιάς είναι «η γατού», η γυναίκα που φροντίζει εδώ και δεκαετίες τις αδέσποτες γάτες των Εξαρχείων, που τις ταΐζει, τις στειρώνει, τις γιατρεύει όταν αρρωστήσουν, τις τρέχει στον γιατρό όταν τις χτυπούν. Είναι η προστάτιδά τους, ο φύλακας άγγελός τους, και όλα αυτά τα χρόνια έχει σώσει από βέβαιο θάνατο ή έχει κάνει πιο εύκολη τη ζωή εκατοντάδων γατών. Τα απογεύματα την έβλεπα για χρόνια να μοιράζει γεύματα ξηράς τροφής έξω από κάθε ερειπωμένη πόρτα των άδειων νεοκλασικών και μου έκανε εντύπωση η ανοιχτή κονσέρβα με γατοτροφή που άφηνε δίπλα στις κροκέτες. Κάποια φορά τη ρώτησα γιατί το κάνει και μου είπε «επειδή υπάρχουν άρρωστες και ηλικιωμένες γάτες που θέλουν κάτι μαλακό». Η κυρία Νίκη ήταν πάντα πολύ δυναμική, δεν τολμούσε κανείς να πειράξει τις γάτες της και αν έβρισκε καμία χτυπημένη... ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε!
Αυτή τη συνέντευξη προσπάθησα να την κάνω αρκετές φορές, αλλά κάθε φορά έβρισκε μια δικαιολογία για να μη μιλήσει – τη μια δεν είχε χρόνο, την άλλη της είχαν κάνει μήνυση και την απειλούσαν να τη στείλουν στα δικαστήρια, τον Δεκέμβριο επειδή ήταν άρρωστη. Ακόμα και άρρωστη, όμως, συνέχισε να τις ταΐζει και μέχρι πρόσφατα, που η υγεία της χειροτέρεψε, κουβαλούσε σε όλα τα σημεία τσάντες με τροφή. Στη γειτονιά την εκτιμούν πολύ και τώρα, που δεν μπορεί να βγει πια για τις ταΐσει, έχει αφήσει πίσω της διαδόχους που ελπίζει ότι δεν θα τις αφήσουν να χαθούν. Η κυρία Νίκη πάλεψε με τον καρκίνο μία φορά και τον νίκησε, και τώρα, που έχει εμφανιστεί πάλι απειλητικός, παλεύει για τη ζωή της. Η πιο μεγάλη της έγνοια όμως δεν είναι τι θα απογίνει η ίδια, αλλά οι γάτες της. Οι 18 γάτες που έχει μέσα στο σπίτι της και οι γάτες του δρόμου που έχουν την ανάγκη της. Αυτός είναι και ο λόγος που αυτή τη φορά ήθελε η ίδια να μιλήσει. Ήθελε να κάνει έκκληση ώστε να βρεθούν άνθρωποι που θα υιοθετήσουν τα γατιά της, να πάνε σε καλά χέρια, σε κάποιους που θα τις αγαπούν όσο τις αγάπησε κι εκείνη.
Οι γάτες είναι ταλαιπωρημένες ψυχές, τις ταλαιπωρεί ο κόσμος, τις χτυπάει, τους φέρεται πιο σκληρά απ' ό,τι στους σκύλους.
«Είμαι 70 χρονών», λέει γελώντας, «ούτε το κατάλαβα πώς έφτασα». Χαϊδεύει μια γάτα που ανεβαίνει στο κρεβάτι της και της μιλάει: «Χαρούλα, τι κάνεις; Πού είναι η μαμά της Χαρούλας;». Η γάτα τη χαϊδεύει με το πόδι και ακουμπάει τη μύτη της στο μάγουλό της. «Καρδιά μου, τι καλό κορίτσι που είσαι...» της λέει η κυρία Νίκη και αμηχανία απλώνεται στο δωμάτιο, γιατί είναι δύσκολο να διαχειριστείς τόση αγάπη. Η αφήγησή της σπάει τη σιωπή μας. «Γάτες είχα από πολύ μικρή, από νήπιο ακόμα είχα μανία με τις γάτες. Κάποτε πήρα κι έναν σκύλο αλλά έπαθε λύσσα και πήγε να με φάει. Δεν ξαναπήρα σκύλο. Οι γάτες είναι καλές και νομίζω ότι σε αγαπάνε πιο πολύ από τα σκυλιά, είναι πολύ στοργικές αλλά δεν ξέρουν όλες να το δείξουν. Μπορεί να μην πήρα ξανά σκύλο, αλλά στη δουλειά μου είχα αναλάβει να φροντίσω ένα σωρό σκύλους – δούλευα στο Στρατόπεδο Σακέτα, στη Νοσηλευτική του στρατού. Την εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων ήρθαν εκεί πολλά σκυλιά, γιατί τα παρατάγανε. Είχαν φωλιάσει αρκετά και όσα μείνανε τα φρόντισα κι αυτά. Τα φαγητά που περίσσευαν από τον στρατό τα μάζευα, παρόλο που απαγορευόταν να τα βγάλω έξω, τέτοια εντολή είχαμε, αλλά εγώ τα έβγαζα κρυφά και τάιζα τα σκυλιά. Έφτιαξα ένα καταφύγιο εκεί που υπάρχει ακόμα και τώρα πηγαίνουν άλλοι ζωόφιλοι και τα ταΐζουν».
Μιλάει για τα ζώα και η αδύναμη φωνή της δυναμώνει. Αρχίζει να μας λέει πώς απέκτησε τις πρώτες γάτες και πώς ξεκίνησε να παίρνει υπό την προστασία της τις γάτες της γειτονιάς. «Τις φροντίζω από τότε που έμενα απέναντι» λέει. «Έμενα στον τέταρτο και είχα μόνο δύο, αλλά σιγά-σιγά γεννούσαν και πλήθαιναν κι έτσι βρέθηκα να έχω πάνω από δέκα. Μετά ήρθαν οι γάτες της γειτονιάς, που άρχιζα να φροντίζω, κι έτσι, κάποια στιγμή, βρέθηκα με είκοσι γάτες. Τώρα έχω δεκαοκτώ και φροντίζω και καμιά τριανταριά απ' έξω. Μας έχουν φέρει το υγειονομικό και την αστυνομία, γιατί υπάρχουν κάποιοι που τους ενοχλούν, λένε ότι βρομίζουν τον κόσμο. Εντάξει, δεν είναι καλό να έχεις τόσες γάτες, αλλά τι να κάνουμε; Οι ζωόφιλοι της γειτονιάς με βοηθάνε, μου φέρνουν ξηρά τροφή και κονσέρβες, αλλά θέλω να τις δώσω σε ανθρώπους που θα τις αγαπάνε, να πάνε σε καλά χέρια, γιατί δεν μπορώ να τις φροντίζω πια, η κατάστασή μου όλο και χειροτερεύει. Έκανα ακτινοβολία και τώρα θα ξεκινήσω χημειοθεραπεία και είναι πολύ δύσκολο να τις φροντίζω. Δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα με την ανοησία του κόσμου. Μιλάνε για αρρώστιες που είναι επικίνδυνες για τις εγκύους, για τοξόπλασμα. Τους λέω ότι τίποτα δεν κολλάει έτσι, με τον αέρα, αλλά ο καθένας λέει το μακρύ και το κοντό του». Φωνάζει τις γάτες με τα ονόματά τους και όλες την ακούν και πλησιάζουν. «Σε όλες έχω βγάλει ονόματα, και όλες τα καταλαβαίνουν, τις φωνάζω κι έρχονται, είναι χαδιάρες» λέει. «Ακόμα κι αυτές που τις βρήκαμε άγριες σιγά-σιγά ηρεμούν. Όλη μου τη ζωή με αγάπησαν οι γάτες και με καταλάβαιναν. Τις πιο πολλές τις έχω ολόκληρες γενιές, είχα τις γιαγιάδες τους, τις μάνες τους, γένναγαν και όταν γέρναγαν πέθαιναν. Τώρα οι πιο πολλές είναι στειρωμένες και δεν γεννούν πια. Θέλω να ζήσουν ήσυχα τα χρόνια που τους απομένουν. Ελπίζω να μην τους δώσουν άλλο όνομα όσοι τις πάρουν».
Αστειεύεται, λέει ότι διηγείται ιστορίες στους ταξιτζήδες «γιατί κάποιοι έχουν ξεφύγει προς την άκρα Δεξιά» και θέλει να τους φέρει στον σωστό δρόμο. Δηλώνει «αριστερή από κούνια», επειδή ο πατέρας της ήταν αντιστασιακός και πέθανε στο βουνό. «Είχε πάθει φυματίωση, τον είχαν σε σανατόριο και νοσηλευόταν όταν μπήκαν κάποιοι κομουνιστές στο νοσοκομείο να πάρουν προμήθειες και έφυγε μαζί τους στο βουνό. Από κει χάθηκαν τα ίχνη του, δεν μάθαμε ποτέ τι απέγινε, αν πέθανε από την αρρώστια ή αν σκοτώθηκε σε μάχη». Έτσι, από την Τρίπολη, δυο χρονών κοριτσάκι, την πήρε η μάνα της και ήρθαν στο Μαρούσι. «Έφυγαν δύο αδερφές, γιατί είχε πολλά παιδιά η οικογένεια της μάνας μου, είχαν δώδεκα αδέρφια. Τα περισσότερα τα έχασαν στον πόλεμο, από την πείνα, στον εμφύλιο» λέει. Μεγάλωσε στο Μαρούσι και μετά ήρθαν στο κέντρο, Κολωνάκι, Εξάρχεια.
Νίκη με έβγαλε ο πατέρας μου για να νικήσουν οι κομμουνιστές» λέει. «Με εκνευρίζει όταν με λένε Νικολέτα και με ρωτάνε αν το Νίκη είναι υποκοριστικό. Την εποχή της δικτατορίας έφυγα και πήγα στο Βέλγιο. Πήγα το 1970 και γύρισα το 1981, με το ΠΑΣΟΚ. Δεν ήμουν ποτέ ήσυχο κορίτσι, στη χούντα είχα κάποια δράση και με κυνηγούσαν. Πριν φύγω, το '70, είχα κάνει αυτό που είχαν χαρακτηρίσει "σαμποτάζ στο υπουργείο Εξωτερικών", στην πλατεία Κάνιγγος. Πήγα μέσα στο υπουργείο για να βγάλω το διαβατήριό μου και μου είπαν "αφού θες διαβατήριο, μπες μέσα στο δωμάτιο –εκεί που είχαν τα αρχεία– και ψάξ' το μόνη σου". Μπήκα μέσα, μπήκαν κι άλλοι που ήθελαν να βγάλουν διαβατήριο, και όλοι μαζί τα κάναμε μπάχαλο, για να μην μπορούν να βρουν τα αρχεία κανενός. Δεν το είχα σχεδιάσει αλλά έτσι μου ήρθε και ανακάτεψα όλα τα χαρτιά που υπήρχαν, τα πάντα, και μετά δεν έβρισκαν άκρη με τίποτα. Αφού τους τα διαλύσαμε όλα, πήραμε δρόμο και φύγαμε. Το θεώρησαν σαμποτάζ και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί της Ιταλίας, το Deutsche Welle, το BBC, όλοι οι σταθμοί που μετέδιδαν νέα της Ελλάδας, έτσι το είχαν αναφέρει. Μίλαγαν για "οργανωμένη προσπάθεια και πραξικόπημα", πού να ήξεραν ότι το είχα κάνει εγώ τυχαία! Τι να έλεγα, ότι δεν είναι έτσι; Και αφού το έκλεισαν το υπουργείο για να το φτιάξουν, δεν κατάφεραν να το ξαναβάλουν σε σειρά και το μετέφεραν στην πλατεία Κλαυθμώνος. Έτσι έκλεισε το υπουργείο Εξωτερικών στην Κάνιγγος. Για το διαβατήριο ξαναπήγα σαν να μην έτρεχε τίποτα, μου το έδωσαν και έφυγα για έξω. Βρέθηκα για λίγο στη Γερμανία, αλλά οι Γερμανοί ήθελαν να έχεις λεφτά για να μπορείς να μείνεις εκεί. Δεν ήταν καθόλου εύκολο να βρεις δουλειά. Έμεινα για κάνα δυο μήνες και μετά πήγα στο Βέλγιο. Το διαβατήριό μου έγραφε ότι μπορούσα να πάω σε τρεις χώρες, Γερμανία, Αυστρία και Γαλλία, αλλά πήγα στο Βέλγιο, που ήταν πιο κοντά, και μετά βρέθηκα στην Ολλανδία. Οι Ολλανδοί όμως με βούτηξαν γιατί δεν είχα βίζα και με κράτησαν στο τμήμα ένα 48ωρο. Δεν ήξεραν τι να με κάνουν, ήθελαν να με στείλουν πίσω στην Ελλάδα. Τελικά με έδωσαν στους Βέλγους, παρόλο που δεν έπρεπε. Με πήγαν σε ένα χωριό που το λένε Βίζα, κοντά στο Μάαστριχ, και ο αστυνομικός που με συνόδευε μου είπε "κανόνισε να είσαι σωστή για να μείνεις εδώ, σε συμβουλεύω να βρεις άμεσα δουλειά ή κάποιον Βέλγο να παντρευτείς". Καλός άνθρωπος. Μου έτυχε το δεύτερο. Βρήκα έναν Βέλγο, τον παντρεύτηκα και έκανα χαρτιά για να μείνω εκεί. Έτσι γλίτωσα. Δεν ήταν εύκολο να αποδείξεις ότι δεν ήταν λευκός γάμος, αλλά τα κατάφερα και έμεινα και ήταν όλα μια χαρά. Με τον άντρα μου ανοίξαμε ένα εστιατόριο στην γκαλερί του Μαρτίν, μέσα στο μεγάλο κτίριο στις Βρυξέλλες. Το έλεγαν Silver και ήταν ένα πολύ καλό μαγαζί, νομίζω ότι υπάρχει ακόμα. Ήταν ένα παλιό εστιατόριο με μεγάλη πελατεία και με κόσμο ευκατάστατο – υπήρχε πολύ χρήμα εκείνη την εποχή ακόμα και από τους ξένους που έρχονταν. Ήμασταν πολύ προσεκτικοί, γιατί υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός και οι άλλοι εστιάτορες έβαζαν άτομα να σου δημιουργούν προβλήματα. Υπήρχαν πολλά εστιατόρια στην περιοχή, κάθε εθνικότητας. Μετά αρρώστησε η μητέρα μου, αρρώστησε και ο σύντροφός μου και αναγκαστήκαμε να έρθουμε στην Ελλάδα, γιατί ήταν θέμα γλώσσας, η μητέρα μου δεν καταλάβαινε τι της έλεγαν οι γιατροί και όσο καλή περίθαλψη κι αν είχε εκεί, αισθανόταν πιο μεγάλη ασφάλεια ανάμεσα σε Έλληνες. Η μάνα μου πέθανε από καρκίνο στον πνεύμονα στον καύσωνα του 1987, κάπνιζε μια ζωή τέσσερα πακέτα τσιγάρα την ημέρα. Εγώ κάπνιζα και πέντε.
Έφυγα από το Βέλγιο αφήνοντας το εστιατόριο να δουλεύει και είχα δικαίωμα να διεκδικήσω λεφτά, γιατί έδωσα το μερίδιό μου για ψίχουλα. Για να μη μου ζητάνε φόρους, πήρα ελάχιστα χρήματα για το τυπικό της υπόθεσης, αλλά δεν αποχώρησα ποτέ ουσιαστικά. Τα παράτησα άρον-άρον κι έφυγα. Πήρα μια μικρή σύνταξη από το Βέλγιο και περιμένω και κάτι από το εφάπαξ, που καθυστερεί εδώ και δυο χρόνια. Ελπίζω να μη μου ζητήσουν και φόρους. Αν μια μέρα το αποφασίσουν, ας έρθουν να με βρουν στον παράδεισο.
Όταν ξαναγύρισα από το Βέλγιο, έμεινα στα Εξάρχεια. Γνώρισα τον πατέρα της κόρης μου, τη γέννησα και μετά σηκώθηκε κι έφυγε. Αυτή τη στιγμή αγνοείται η τύχη του. Το παιδί το μεγάλωσα μόνη μου. Στον στρατό μπήκα επειδή ο πατέρας μου ήταν αντιστασιακός, είχα μόρια και μπήκα με τον ΑΣΕΠ, είχα και μονογονεϊκή οικογένεια. Δεν μου έδωσαν και την καλύτερη θέση, αυτή που δικαιούμουν ως απόφοιτος δευτεροβάθμιας, αλλά, εν πάση περιπτώσει, πήρα μια θέση και έβγαζα κάποια χρήματα.
Από τον στρατό απολύθηκα το 2014, λόγω σύνταξης. Και ξαφνικά, μόλις σταμάτησα τη δουλειά, ξέσπασε ο καρκίνος. Το 90% των πνευμόνων μου ήταν πειραγμένο. Έκανα ακτινοβολίες, χημειοθεραπείες, εξαφανίστηκε και μέσα σε δύο μήνες επανήλθε και πρόσφατα έκανε μετάσταση στον εγκέφαλο. Τον παρακολουθούν, κάνω ακτινοβολίες και θα κάνω και χημειοθεραπεία, αλλά δεν μπορώ πια να φροντίζω τις γάτες μου. Μόλις γύρισα από το νοσοκομείο. Δεν μπορώ να φροντίσω ούτε καν τον εαυτό μου. Τις έχω έννοια και θέλω να τις δώσω σε κάποιον που θα τις αγαπάει. Τις δίνω από ανάγκη. Δεν θα τις έδινα σε καμία άλλη περίπτωση.
Οι γάτες είναι ταλαιπωρημένες ψυχές, τις ταλαιπωρεί ο κόσμος, τις χτυπάει, τους φέρεται πιο σκληρά απ' ό,τι στους σκύλους. Είναι παρεξηγημένες γιατί είναι πιο εύκολες στην εκπαίδευση, έρχονται πιο εύκολα κοντά σου, ο σκύλος θέλει εκπαιδευτή. Η γάτα το κάνει μόνη της γιατί είναι περίεργο ζώο και θέλει να μάθει. Και σε αγαπάει όσο την αγαπάς».
Info:
Η κυρία Νίκη έφυγε από τη ζωή την Παρασκευή το απόγευμα.
Όποιος θέλει να υιοθετήσει μία από τις γάτες της πρέπει να στείλει ένα μήνυμα στο [email protected] ή να τηλεφωνήσει στο 6988 108718 από τις 10 το πρωί μέχρι τις 2 το μεσημέρι.
Αφιερωμένο στη μνήμη της.