Τηλεόραση

Facebook Twitter
0

Ένα από τα πρώτα πράγματα που θυμούμαι σαν νήπιο είναι οι ασπρόμαυρες εικόνες της τηλεόρασης, εκείνης που δεν αποβλάκωνε, αλλά ψυχαγωγούσε και ενημέρωνε για τα θαυμαστά έργα της εκάστοτε εξαίρετης, πανάξιας, σχεδόν θεόσταλτης κυβέρνησης. Όπως όλα τα σπίτια, έτσι και το δικό μας αναστατωνόταν συχνά από γκρίνιες έως και ομηρικούς καυγάδες μπροστά στη μικρή οθόνη για το ποιο κανάλι θα επιλέξουμε: εκείνο των Ντιουκς ή το άλλο της Δυναστείας; Του Μπένυ Χιλ ή της Βουλής; Του Κόσμου του Ντίσνεϊ ή του Κόσμου της μουσικής; Ο αδερφός μου για ένα διάστημα επέλεγε τον δεύτερο κόσμο, γιατί μάθαινε κλαρίνο. Μια φορά όμως παρακολουθώντας την εκπομπή τον πήρε ο ύπνος με το κλαρίνο στο στόμα και του έφυγαν τα δύο του σφραγίσματα. Έκτοτε αφοσιώθηκε στο παπάκι του και άρχισε να αρθρογραφεί στον «Κόσμο του κάγκουρα».

Η πρώτη μου γλυκιά τηλεοπτική ανάμνηση ήταν ο μπαρμπα-Γιώργος1, ο χαρακτήρας της σειράς «Λούνα Παρκ». Καλόκαρδος και γκρινιάρης, ήταν για μένα ένας δεύτερος παππούς. Κάθε Πέμπτη, λοιπόν, (καθώς μου αφηγούνταν η μάνα μου) έπαιρνα θέση πίσω από το υφασμάτινο πλέγμα του προσωπικού μου πάρκου για να παρακολουθήσω τη σειρά. Το να με αφήνει η μάνα μου εκεί μέσα ήταν κάτι βολικό για εκείνη, γιατί κολλούσα ήσυχος σε ό,τι έπαιζε η τηλεόραση και μπορούσε αμέριμνη και ανέμελη να κατεβεί στο καφενείο για να πλύνει τους τόνους πιάτα της ημέρας.

Ο κυριότερος όμως λόγος που καθόμουν ήσυχος μέσα στο πάρκο ήταν γιατί το ένιωθα σαν το σπίτι μου. Ήταν διαμορφωμένο με όλα τα κομφόρ και η διευθέτηση του χώρου είχε σαν βασικό κριτήριο τη λειτουργικότητα. Τα αυτοκινητάκια μου στο δεξιά, τα πλέι μομπίλ στα αριστερά, η Μάγια η μέλισσα και ο φίλος της Μπίλυ στην πάνω μεριά, τα καραγκιοζάκια στην κάτω μεριά, εγώ στην πάνω δεξιά γωνία, τα εικονογραφημένα παραμύθια στην κάτω αριστερή γωνία, η κουβέρτα πάνω μου σαν κελεμπία, οι μαρκαδόροι σκορπισμένοι παντού κι έτοιμοι για νέες δημιουργίες πάνω στον τοίχο του χολ και τέλος οι δύο μου κούκλοι να δεσπόζουν στο κέντρο του πάρκου.

Ο ένας μου κούκλος βαφτίστηκε φυσικά μπαρμπα-Γιώργος, μια που είχε και μουστάκι. Ο δεύτερος λεγόταν Μίμης. Αρχικά παρέμενε αβάφτιστος, μέχρι που ένα βράδυ ξεχασμένος μέσα στο πάρκο υποχρεώθηκα να δω κι εγώ την ταινία που επέλεξε ο μεγάλος μου αδερφός, την «Έκλειψη» του Αντονιόνι, εφόσον είχα την ασπρόμαυρη Saba φάτσα φόρα. Τη νύχτα που ακολούθησε είδα έναν τρομερό εφιάλτη με τους ήρωες της ταινίας, αμίλητοι όπως στο φιλμ, να με κυνηγούν για να με κάνουν κι εμένα αλλοτριωμένο αστό με ψυχολογικές αβεβαιότητες και όπου η αρχική αίσθηση της πραγματικότητας αναιρείται απ' την ίδια την άρνηση της προφάνειάς της. Εγώ έτρεχα να τους ξεφύγω φωνάζοντάς τους «Μη, μη!» και κρατώντας αγκαλιά τον αβάφτιστό μου κούκλο. Από τα πολλά «μη μη» προέκυψε τελικάκαιτο όνομά του Μίμης.

Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια. Η επαφή μου με τη μικρή οθόνη γινόταν όλο και πιο σπάνια, ώσπου έφτασε η αποφράδα ημέρα που θα γινόμουν κι εγώ ένα κομμάτι της , έστω και για λίγα λεπτά. Η συγκινητική αυτή στιγμή εκτυλίχθηκε σε ένα τοπικό κανάλι, Μάιο μήνα, όπου επρόκειτο να διαφημίσουμε σε κάποια μεσημεριανή εκπομπή τη θεατρική μας παράσταση, κάτι μονόπρακτα του Πιραντέλο.

Με το που φτάσαμε και μπήκαμε μέσα το πρώτο πράμα που αντίκρισα ήταν ο παρουσιαστής που καβγάδιζε με τον σκηνοθέτη. Το πρόβλημα ήταν κάποια πλάνα που έδειχναν στραβή τη μύτη του πρώτου κι εκείνος αγανακτισμένος ζητούσε επίμονα να αλλάξει γωνία η κάμερα. Ο σκηνοθέτης πάλι του εξηγούσε υπομονετικά ότι το στούντιο ήταν μικρό και δε χωρούσε η κάμερα στην πλευρά που ήθελε ο παρουσιαστής – εκτός κι αν τρυπούσαν τον τοίχο, αλλά τότε θα έπεφταν στο διπλανό σουβλατζίδικο. Ο καβγάς φούντωσε, ενώ οι διαφημίσεις πλησίαζαν στο τέλος τους και ο νεαρός βοηθός σκηνοθέτη ξεκίνησε την αντίστροφη μέτρηση έχοντας τον ενθουσιασμό του πυραύλου Απόλλων 11.

Με το που αναφώνησε «τώρα», η στοιχειωμένη έκφραση του παρουσιαστή μεταμορφώθηκε σε γαλήνια, χαρούμενη, μελωδική, ίδιος ο παραγιός του Κρισναμούρτι. Μόλις είχε ολοκληρωθεί το προηγούμενο θέμα, που είχε σχέση με την τιμή του παρθένου λαδιού – εκεί πέταξε και την ατάκα «μα είναι Μάης ακόμα, το λάδι θα έπρεπε να είναι Ταύρος» και μια αύρα δροσιάς πλημμύρισε το στούντιο). Στη συνέχεια προλόγισε ένα ρεπορτάζ για μια κυρία που έσπασε το ρεκόρ μπιρίμπας και όσο εκείνο έπαιζε μας κάλεσε δίπλα του. Μας είπε πόσο χαρούμενος ήταν που μας έβλεπε και μας ρώτησε πώς νοιώθαμε που κερδίσαμε στο τουρνουά ρακέτας. Εμείς του υπενθυμίσαμε ότι μας κάλεσαν να μιλήσουμε για την παράσταση του Πιραντέλο. Εκείνος προσποιήθηκε ότι διαβάζει τις σημειώσεις του, είπε ένα αδιάφορο «α, ναι» και μας ζήτησε να μοιραστούμε στους δύο καναπέδες του πλατό. Κάποια στιγμή τελείωσε το ρεπορτάζ της μπιρίμπας, ο γνωστός καυγάς ξαναφούντωσε και πάλι, ο βοηθός είπε «τώρα» και ο παρουσιαστής μεταμορφώθηκε ξανά σε χαρωπό ενήλικο παιδί.

Έκανε τον καθιερωμένο πρόλογο, ότι είναι χαρούμενος που φιλοξενεί τους ηθοποιούς του Πιρπαντέλο (...), που θα ανεβεί στο δημοτικό θέατρο (στο ωδείο, αλλά δεν είχε σημασία) την Πέμπτη (Παρασκευή, αλλά δεν είχε σημασία) σε σκηνοθεσία του Χρήστου Ρ... (Θανάση Φ..., εκεί τον διόρθωσα). Έπειτα μου έδωσε το μικρόφωνο για να μιλήσω πρώτος για το έργο – προφανώς με λυπήθηκε βλέποντάς με να κουβαλάω πάνω μου ένα κάρο σημειώσεις για τον Πιραντέλο, τη δραματουργία του, την ιλαροτραγική αιώρηση των ηρώων του ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία κλπ. Εγώ πήρα επίσημο ύφος, ξερόβηξα, είπα το όνομά μου, ξεδίπλωσα τις σημειώσεις κι ο παρουσιαστής με ευχαρίστησε για να ρωτήσει τη Θεοδώρα δίπλα μου για τις παραλίες όπου συχνάζει.

Αφού τέλειωσε κακήν κακώς η παρουσίασή μας και αφού ο παρουσιαστής μας διέκοψε δέκα φορές για να ρωτήσει τη γνώμη μας για το νέο κατάστημα Moda Milanesa (χορηγό της εκπομπής), ανέβηκε στο μόνιτορ η κάρτα με την ερώτηση κουίζ. Αφορούσε μια φωτογραφία από μικροσκόπιο στην οποία οι τηλεθεατές έπρεπε να διακρίνουν αν εικόνιζε: α) τρίχωμα από γάτα β) φλούδα από ροδάκινο ή γ) φουλάρι από τη νέα κολλεξιόν του Moda Milanesa.

Η απάντηση ήταν προφανής. Το πρόβλημα ήταν ότι ο παρουσιαστής με συμπάθησε και με έβαλε εμένα να συνομιλήσω στον αέρα με τις τηλεθεάτριες. Όσο εγώ συνομιλούσα και αναζητούσα με αγωνία μια παρέμβασή του για να με ξελασπώσει, εκείνος καβγάδιζε πάλι με το σκηνοθέτη. Από το άγχος μου είπα στη νικήτρια ότι κέρδισε δώρο τον παρουσιαστή (αντί για παρασκευαστή – κεφτέδων, λουκουμάδων, δε θυμούμαι καλά), ενώ προσπαθούσα παράλληλα να απαντώ με σεμνότητα στα κοπλιμέντα τους, μην τυχόν και κάνει καμία τηλεφωνική παρέμβαση η Στέλλα.

Ήδη η τηλεοπτική μας παρουσία όδευε προς το τέλος της, ενώ στα παρασκήνια μας περίμεναν οι επόμενοι καλεσμένοι. Όταν τέλειωσε η σειρά μας και μπήκαν διαφημίσεις, ο παρουσιαστής μας ζήτησε να του αδειάζουμε τη γωνιά, είπε κάτι άσεμνο για τη θεία του σκηνοθέτη και έπειτα καλωσόρισε εγκάρδια τους επόμενους καλεσμένους του, δηλώνοντάς τους πόσο υπερήφανος αισθάνεται όταν φιλοξενεί νέους και άξιους ανθρώπους που αφοσιώθηκαν στην παραγωγή ντομάτας. Εκείνοι τον διόρθωσαν λέγοντας πως είναι μουσικοί της συμφωνικής ορχήστρας του δήμου. Ο παρουσιαστής συμβουλεύτηκε τις σημειώσεις του, τους οδήγησε στους καναπέδες του πλατό και, όταν πια βγήκαν στον αέρα, τους επανέλαβε πόσο εκπληκτικοί μουσικοί είναι, ότι θα παίξουν στο ωδείο (σωστό), την Παρασκευή (λάθος, εμείς παίζαμε), πόσο του αρέσει η μουσική του Σκαλκώτα (σωστό!) και ιδιαίτερα τα δωδεκαφθογγικά του έργα (εκεί λιποθύμησε από την υπερπροσπάθεια και ο σκηνοθέτης βρήκε την ευκαιρία να βγει έξω μαζί μας να χαλαρώσει λιγάκι).

Η λιποθυμία έφερε μεγάλη ακροαματικότητα στην εκπομπή, το κατάστημα Moda Milanesa πλημμύρισε κόσμο και διπλασίασε τις τιμές του κι εμείς καταφέραμε να κάνουμε γνωστή την παράστασή μας στο ευρύ κοινό, αν και έτσι όπως παρουσιάστηκε τελικά στην εκπομπή πολλές μαμάδες κατάλαβαν ότι ο Πιραντέλο ήταν Ιταλός κουκλοπαίχτης και έφεραν μαζί και τα βλαστάρια τους. Αναγκαστήκαμε, λοιπόν, να μιλάμε πιο δυνατά, ώστε να καλύπτουμε το θόρυβο από τα πατατάκια, ενώ, για να μην τρομάξουν τα παιδάκια της πρώτης σειράς, κάναμε μερικές αλλαγές στο έργο – το αδίστακτο αφεντικό έγινε η κακιά μάγισσα, ο φθισικός δολοφόνος έγινε ποντικοουρίτσας και η καταγγελία του υποκριτικού μικροαστικού αντικομφορμισμού μετατράπηκε σε ιστορία της κάμπιας Μακρούλας που προσπαθεί μάταια να φτάσει το χρυσό μήλο πατώντας σε στοίβες από ζουμερά φιρίκια.

1 Διονύσης Παπαγιαννόπουλος

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Μετά την πανδημία του κορωνοϊού, η ανισότητα θα αυξηθεί»

Σωτήρης Ντάλης / «Μετά την πανδημία του κορωνοϊού, η ανισότητα θα αυξηθεί»

Ο αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου και επικεφαλής της Μονάδας Έρευνας για την Ευρωπαϊκή και Διεθνή Πολιτική σχολιάζει τον αντίκτυπο της πανδημίας και της εκλογής Μπάιντεν στην Ευρώπη.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Επί Τραμπ οι μειοψηφίες κατέστησαν πλειοψηφίες»

Σωτήριος Σέρμπος / «Επί Τραμπ οι μειοψηφίες κατέστησαν πλειοψηφίες»

Τι σηματοδοτεί η εποχή Μπάιντεν και τι αφήνει πίσω του ο απερχόμενος Πρόεδρος; Απαντά στη LiFO ο Σωτήριος Σέρμπος, αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Παν/μιο Θράκης και Ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Θεοκλής Ζαούτης: «Είναι αρκετά πιθανόν να έχουμε τρίτο κύμα πανδημίας»

Ελλάδα / Θεοκλής Ζαούτης: «Είναι αρκετά πιθανόν να έχουμε τρίτο κύμα πανδημίας»

Ο καθηγητής Παιδιατρικής και Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια και μέλος της Επιτροπής των Λοιμωξιολόγων του υπουργείου Υγείας μιλά για τα τελευταία δεδομένα της πανδημίας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Ο γυμνός βασιλιάς, το Καπιτώλιο και η επόμενη μέρα

Νικόλας Σεβαστάκης / Ο γυμνός βασιλιάς, το Καπιτώλιο και η επόμενη μέρα

Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι ένας Γουίλι Σταρκ της εποχής μας. Υπάρχει κάτι σημαντικό που χωρίζει τη λαϊκιστική φαντασία των χρόνων του Μεσοπολέμου –όπως την αναπλάθει το μυθιστόρημα του Γουόρεν– από τα πλήθη που είδαμε να βγαίνουν από τα μεσαιωνικά σπήλαια των social media για να ορμήσουν προς το Καπιτώλιο.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
Ευάγγελος Μανωλόπουλος: «Να μάθουμε να ζούμε με τις μάσκες, γιατί θα αργήσουμε να τις βγάλουμε»

Ελλάδα / Ευάγγελος Μανωλόπουλος: «Να μάθουμε να ζούμε με τις μάσκες, γιατί θα αργήσουμε να τις βγάλουμε»

Ο καθηγητής Φαρμακολογίας, Φαρμακογονιδιωματικής και Ιατρικής Ακριβείας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Φαρμακολογίας, Ευάγγελος Μανωλόπουλος, μιλά στη LiFO για τα εμβόλια και τις φαρμακευτικές αγωγές που εξετάζονται. Απαντά για το δεύτερο κύμα της πανδημίας, εξηγεί ποια είναι η αλήθεια για τις ΜΕΘ, πότε θα αποχωριστούμε τις μάσκες αλλά και πότε προβλέπεται η επάνοδος στην κανονικότητα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Γιατί η ασφάλεια του εμβολίου είναι υψηλού βαθμού; Ο καθηγητής της Οξφόρδης Πέτρος Λιγοξυγκάκης εξηγεί

Τech & Science / Γιατί η ασφάλεια του εμβολίου είναι υψηλού βαθμού; Ο καθηγητής της Οξφόρδης Πέτρος Λιγοξυγκάκης εξηγεί

Τι θα σημάνει η γενική χρήση των εμβολίων; Θα εφαρμοστούν νέοι κανόνες σχετικά με τον εμβολιασμό; Πότε προσδιορίζεται η έναρξή του; Και τι γίνεται με τους αρνητές;
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Η ενδοχώρα της άρνησης και το εμβόλιο

Νικόλας Σεβαστάκης / Η ενδοχώρα της άρνησης και το εμβόλιο

Η όποια στρατηγική για τον εμβολιασμό χρειάζεται να είναι σκληρή με τον νεοφασισμό των fake news και της ωμής παραπλάνησης. Την ίδια στιγμή, όμως, πρέπει να εντάξει τις ανησυχίες, τις αντιρρήσεις και τις δεύτερες σκέψεις πολλών ανθρώπων.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
Ευάγγελος Καϊμακάμης: «Έχουν πεθάνει πολλοί σαραντάρηδες στα χέρια μας χωρίς προβλήματα υγείας»

Ελλάδα / Ευάγγελος Καϊμακάμης: «Έχουν πεθάνει πολλοί σαραντάρηδες στα χέρια μας χωρίς προβλήματα υγείας»

Ο πνευμονολόγος-εντατικολόγος στο νοσοκομείο Παπανικολάου μιλά για την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στις ΜΕΘ και τις μελλοντικές ανησυχίες του σχετικά με την πανδημία.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Θεόδωρος Βασιλακόπουλος: «Ακόμη κι αν είχαμε 10.000 κλίνες ΜΕΘ, αν γέμιζαν όλες, θα θρηνούσαμε 4.000 θανάτους»

Ελλάδα / Θεόδωρος Βασιλακόπουλος: «Ακόμη κι αν είχαμε 10.000 κλίνες ΜΕΘ, αν γέμιζαν όλες, θα θρηνούσαμε 4.000 θανάτους»

Ο καθηγητής Πνευμονολογίας-Εντατικής Θεραπείας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών σχολιάζει όλες τις τελευταίες εξελίξεις στο μέτωπο της πανδημίας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ