Ένας Έλληνας σεφ από τη Νότια Αφρική κατακτά το Μανχάταν

Ένας Έλληνας σεφ από τη Νότια Αφρική κατακτά το Μανχάταν Facebook Twitter
Σήμερα είναι executive chef στο καλύτερο ελληνικό εστιατόριο της Νέας Υόρκης, το Νεράι, και σερβίρει καθημερινά δημιουργικές ελληνικές συνταγές σε δεκάδες Αμερικανούς celebrities, όπως η Κιμ Καρντάσιαν και η βαθύπλουτη οικογένεια του υποψήφιου Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ.
0

Μπορεί κάποιος από ένα μικρό χωριό της Νότιας Αφρικής να καταφέρει να εισχωρήσει στις μεγαλύτερες κουζίνες της Νέας Υόρκης και να κατακτήσει με τις μαγειρικές του το Μανχάταν; Και όμως, ο Χρήστος Χρήστου κατάφερε, συνδυάζοντας το ελληνικό πείσμα με την επιμονή, να πρωταγωνιστεί στον χώρο της διεθνούς γαστρονομίας. Σήμερα είναι executive chef στο καλύτερο ελληνικό εστιατόριο της Νέας Υόρκης, το Νεράι, και σερβίρει καθημερινά δημιουργικές ελληνικές συνταγές σε δεκάδες Αμερικανούς celebrities, όπως η Κιμ Καρντάσιαν και η βαθύπλουτη οικογένεια του υποψήφιου Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ. Πώς, όμως, έφθασε εδώ που βρίσκεται σήμερα από ένα μικρό χωριό της Νότιας Αφρικής όπου μεγάλωσε, κρατώντας πάντα ζωντανές τις ελληνικές ρίζες του; Ο Χρήστος Χρήστου μάς διηγείται την ιστορία του.

Μεγάλωσε στην πόλη Γουίτμπανγκ της Νότιας Αφρικής και σήμερα είναι executive chef στο καλύτερο ελληνικό εστιατόριο του Μανχάταν, το Νεράι. Έλκει την καταγωγή του από ένα μικρό χωριό της Ελλάδας, το Μανιάτη, κοντά στην Τρίπολη, από την πλευρά της γιαγιάς και του παππού του. Παρότι δεν έχει ζήσει ποτέ στην Ελλάδα, μιλάει πολύ καλά τα ελληνικά. «Δύο φορές την εβδομάδα πήγαινα σε ελληνικό σχολείο, ενώ στην οικογένειά μου μιλούσαμε πάντα ελληνικά», λέει. Σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός στην Πρετόρια, αλλά η απόφασή του να διακόψει τον τελευταίο χρόνο των σπουδών του ήταν προσωρινή και έγινε για οικονομικούς λόγους. Όμως ήταν αυτή που τον οδήγησε να γίνει αυτό που είναι σήμερα, έχοντας καταφέρει να ξεχωρίσει ως ένας από τους καλύτερους σεφ στο Μανχάταν. «Είπα στον πατέρα μου ότι δεν ήθελα να συνεχίσει να πληρώνει για τις σπουδές μου. Του είπα ότι θα διέκοπτα για έναν χρόνο, ώστε να βγάλω μερικά χρήματα και να επιστρέψω στο πανεπιστήμιο για να πάρω το πτυχίο». 

Ξέρω ότι δεν μπορώ να κάνω πολλά για να βοηθήσω πρακτικά την Ελλάδα, στο μέτρο όμως που μου επιτρέπεται, μέσα από τον ρόλο μου ως executive chef στο Μανχάταν, θέλω ο καθένας, φεύγοντας από το μαγαζί, να έχει στο μυαλό του τα δύο γνωρίσματα για τα οποία ξεχωρίζει η Ελλάδα: το καλό φαγητό και τη φιλοξενία.

Η πρώτη του δουλειά ήταν σε ένα φαστφουντάδικο στην Πρετόρια. Δουλεύοντας από το ένα μαγαζί στο άλλο, μέσα σε λίγο καιρό ο Χρήστος αναλαμβάνει καθήκοντα μάγειρα και σύντομα ανοίγει το δικό του μικρό εστιατόριο στην περιοχή. Γνωρίζοντας τη μαγειρική μόνο εμπειρικά, από την οικογένειά του, που η μητέρα του μαγείρευε ελληνικές συνταγές, σταδιακά αρχίζει να μυείται στους κανόνες της μαγειρικής και να αποκτά όλο και περισσότερες γνώσεις. Όμως η εμπειρία από μόνη της δεν ήταν αρκετή για να κατακτήσει το όνειρο που είχε αρχίσει να πλάθεται στο μυαλό του και το οποίο ξεκίνησε ως ένα απλό φλερτ με τη μαγειρική. Όλα συνεχίστηκαν τυχαία, όταν στην κουζίνα όπου εργαζόταν είδε μια κοπέλα να φοράει ειδική στολή στην οποία αναγραφόταν το όνομά της. «Τη ρώτησα που τη βρήκε και μου απάντησε ότι ήταν της σχολής μαγειρικής όπου σπούδαζε. Σκέφτηκα ότι ίσως μου ήταν απαραίτητη μια τέτοια κατάρτιση», εξηγεί. Τότε αποφασίζει να ψάξει τρόπο να συνεχίσει τις σπουδές του όχι στη μηχανολογία αλλά στη μαγειρική. «Το πρώτο εμπόδιο, φυσικά, ήταν το κόστος των διδάκτρων και το γεγονός ότι ζητούσαν όλο το ποσό μαζεμένο πριν από την έναρξη των μαθημάτων. Για καλή μου τύχη, ο υπεύθυνος του προγράμματος ήρθε μια μέρα από το μαγαζί στο οποίο μαγείρευα. Όταν τελείωσε το φαγητό του, με φώναξε για να μου πει ότι του άρεσαν πολύ τα πιάτα που του ετοίμασα και ότι μπορούσα να ξεκινήσω άμεσα μαθήματα στη σχολή, πληρώνοντας τα δίδακτρα σταδιακά. Ένιωσα ότι η τύχη μού είχε χαμογελάσει», αφηγείται.  

Ένας Έλληνας σεφ από τη Νότια Αφρική κατακτά το Μανχάταν Facebook Twitter
το «ελληνικό του πείσμα» είναι αυτό που τελικά τον επιβραβεύει με μια θέση σεφ δίπλα στον φημισμένο και πασίγνωστο Βρετανό μάγειρα Γκόρντον Ράμσεϊ.

Δεν ήταν η πρώτη, ούτε όμως και η τελευταία φορά που η τύχη χαμογέλασε στον Χρήστο, ο οποίος, μετά το πέρας των σπουδών του, αρχίζει να ασφυκτιά στην πόλη της Πρετόρια. Και αυτός είναι ο λόγος που αποφάσισε να αναζητήσει άλλα, μεγαλύτερα πράγματα στη ζωή του, ως σεφ στο εξωτερικό. Πρώτη επιλογή το Λονδίνο, όπου φθάνει κυριολεκτικά με μια βαλίτσα στο χέρι σε ηλικία 23 ετών, με τη φιλοδοξία της καταξίωσής του ως σεφ πέρα από τα σύνορα της μικρής πόλης στην οποία μεγάλωσε. «Δύο βδομάδες πριν φύγω από την Πρετόρια για το Λονδίνο, μου έκλεψαν το αυτοκίνητό. Τα χρήματα που μου έδωσε η ασφαλιστική ως αποζημίωση ήταν όσα χρειαζόμουν για τις πρώτες μου ημέρες εκεί. Έφθασα στο Λονδίνο χωρίς να έχω απολύτως τίποτα, αλλά με την ελπίδα και την πίστη ότι κάτι θα κατάφερνα. Ήμουν στο Λονδίνο την Τετάρτη και την Πέμπτη ξεκίνησα να ψάχνω δουλειά, χτυπώντας τις πόρτες όσων εστιατορίων έβρισκα μπροστά μου και ρωτώντας αν έψαχναν σεφ. Περνώντας έξω από το πολύ γνωστό ξενοδοχείο Savoy του Λονδίνου, λέω από μέσα μου “δεν έχω να χάσω κάτι, αν ρωτήσω μήπως υπάρχει κάποια άδεια θέση σεφ στην κουζίνα του εστιατορίου”. Μέχρι τότε και μόνο η ιδέα να δουλέψω ως σεφ στο εστιατόριο του συγκεκριμένου, βραβευμένου με Michelin εστιατορίου Savoy Grill μόνο όνειρο θερινής νυκτός μπορούσε να είναι. Η κοπέλα στη ρεσεψιόν το πρώτο πράγμα που με ρώτησε ήταν τι γύρευα εκεί. “Δουλειά”, της απάντησα και την είδα να με κοιτάει με έκπληξη. “Μα, δεν μπορείς να βρεις δουλειά εδώ, αν δεν έχεις κάποιον να σε συστήσει” ήταν η απάντηση που μου έδωσε με αρκετή περιφρόνηση. “Δεν χάνεις, όμως, κάτι να ρωτήσεις τον μάνατζερ που είναι βάρδια τώρα στο εστιατόριο”, μου συστήνει. Στο εστιατόριο μου είπαν να περάσω ξανά αργότερα, σε κανένα τρίωρο, για να συναντήσω τον μάνατζερ. Φυσικά δεν έφυγα, αλλά κάθισα απ’ ἐξω, περιμένοντας υπομονετικά να περάσει η ώρα. Ήξερα ότι αν έφευγα δεν θα τον πετύχαινα», περιγράφει.  

Τελικά, το «ελληνικό του πείσμα» είναι αυτό που τελικά τον επιβραβεύει με μια θέση σεφ δίπλα στον φημισμένο και πασίγνωστο Βρετανό μάγειρα Γκόρντον Ράμσεϊ. «Όταν έφθασε, τελικά, η ώρα του ραντεβού, η πρώτη ερώτηση που δέχτηκα ήταν τι έκανα εκεί. Η απάντηση ήταν απλή: “Ήρθα χθες από τη Νότια Αφρική και ψάχνω δουλειά, θέλω να δουλέψω”. “Έχεις δει το Big Ben;”, με ρωτάει. Ούτε που είχα προλάβει να δω την πόλη. “Πήγαινε να δεις το Big Ben και έλα τη Δευτέρα να δουλέψεις, ξεκινάς δουλειά”». Η πρώτη μεγάλη ευκαιρία για να κατακτήσει το όνειρό του μόλις του είχε δοθεί. Τρία χρόνια μετά, κατά τη διάρκεια των οποίων δούλευε δίπλα στον Γκόρντον Ράμσεϊ, ο Χρήστος Χρήστου ετοιμάζεται να κάνει το μεγάλο άλμα για την Αμερική, και συγκεκριμένα για το Μανχάταν της Νέας Υόρκης. Η νέα ευκαιρία ήρθε πάλι τυχαία, όταν ο γνωστός Βρετανός σεφ του πρότεινε να αναλάβει την κουζίνα ενός από τα εστιατόρια που επρόκειτο να ανοίξει στο Μεγάλο Μήλο. Ο Χρήστος δεν το σκέφτηκε καθόλου. Έβαλε όσα πράγματα είχε σε μια βαλίτσα και ξεκίνησε το ταξίδι του στην Αμερική, το οποίο διαρκεί μέχρι σήμερα. «Το ένα έφερνε το άλλο και ίσως αυτό μπορεί κάποιος να το θεωρήσει τύχη. Όμως η τύχη δεν έρχεται ποτέ, αν δεν υπάρχει επιμονή, πείσμα και πίστη για το πού θέλεις να φθάσεις. Και πάντα κάποιος πρέπει να κοιτάει από που ξεκίνησε. Η αφετηρία και ο προορισμός σου αποτελούν την πυξίδα που σου δείχνει τον δρόμο στη ζωή», λέει.

Ένας Έλληνας σεφ από τη Νότια Αφρική κατακτά το Μανχάταν Facebook Twitter
Η πρώτη μεγάλη ευκαιρία για να κατακτήσει το όνειρό του μόλις του είχε δοθεί. Τρία χρόνια μετά, κατά τη διάρκεια των οποίων δούλευε δίπλα στον Γκόρντον Ράμσεϊ, ο Χρήστος Χρήστου ετοιμάζεται να κάνει το μεγάλο άλμα για την Αμερική, και συγκεκριμένα για το Μανχάταν της Νέας Υόρκης.
Ένας Έλληνας σεφ από τη Νότια Αφρική κατακτά το Μανχάταν Facebook Twitter
Μη νομίζει κανείς, όταν ακούει ελληνικό εστιατόριο στο Μανχάταν, ότι αυτό που κάνουμε εδώ είναι να μαγειρεύουμε συνταγές που κάποιος τρώει στην Ελλάδα. Από την αρχή της καριέρας μου είχα μια έλξη για το ελληνικό φαγητό, όχι όμως για το κλασικό και παραδοσιακό αλλά για τις sophisticated ελληνικές συνταγές που μαγειρεύουμε στο Νεράι.

Μέσα σε λίγα χρόνια απ’ όταν έφθασε στο Μανχάταν, ο Έλληνας μάγειρας έχει καταφέρει να συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο γνωστούς μάγειρες της αμερικανικής ελίτ. Σήμερα είναι ο executive chef του καλύτερου ελληνικού εστιατορίου στη Νέα Υόρκη, του Νεράι, και μαγειρεύει για δεκάδες Αμερικανούς celebrities που το επισκέπτονται καθημερινά. «Μη νομίζει κανείς, όταν ακούει ελληνικό εστιατόριο στο Μανχάταν, ότι αυτό που κάνουμε εδώ είναι να μαγειρεύουμε συνταγές που κάποιος τρώει στην Ελλάδα. Από την αρχή της καριέρας μου είχα μια έλξη για το ελληνικό φαγητό, όχι όμως για το κλασικό και παραδοσιακό αλλά για τις sophisticated ελληνικές συνταγές που μαγειρεύουμε στο Νεράι. Η ελληνική κουζίνα δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τη δημιουργικότητα της γαλλικής, για παράδειγμα. Και το μεγάλο στοίχημα που έχουμε κερδίσει στο Μανχάταν είναι να δώσουμε στους Αμερικανούς πελάτες μια διαφορετική οπτική της ελληνικής κουζίνας» τονίζει.  

Ο Χρήστος Χρήστου, εμπνευστής και δημιουργός της sophisticated ελληνικής κουζίνας στο Μανχάταν, θεωρεί ότι ο ρόλος του δεν εξαντλείται μόνο στο μαγείρεμα και στο φαγητό που σερβίρει. «Ο καθένας από εμάς, όλοι όσοι δουλεύουμε στο Νεράι, πιστεύουμε ότι είμαστε η εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας, της χώρας μας, για την οποία είμαστε υπερήφανοι και την οποία θέλουμε πάντα να τη βλέπουμε να πηγαίνει ψηλά. Στο εξωτερικό, οι ξένοι αγαπούν την Ελλάδα. Όλοι σχεδόν οι πελάτες που έρχονται στο εστιατόριο για να γευτούν την εκμοντερνισμένη ελληνική κουζίνα ζητούν να μάθουν περισσότερα για την κρίση στη χώρα μας. Ξέρω ότι δεν μπορώ να κάνω πολλά για να βοηθήσω πρακτικά την Ελλάδα, στο μέτρο όμως που μου επιτρέπεται, μέσα από τον ρόλο μου ως executive chef στο Μανχάταν, θέλω ο καθένας, φεύγοντας από το μαγαζί, να έχει στο μυαλό του τα δύο γνωρίσματα για τα οποία ξεχωρίζει η Ελλάδα: το καλό φαγητό και τη φιλοξενία» καταλήγει.  

Ένας Έλληνας σεφ από τη Νότια Αφρική κατακτά το Μανχάταν Facebook Twitter
Ένας Έλληνας σεφ από τη Νότια Αφρική κατακτά το Μανχάταν Facebook Twitter
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

CHECK Η γεύση των χιονισμένων τοπίων

Γεύση / Η γεύση των χιονισμένων τοπίων

Το γριβάδι πλακί με τις «καπιρές» του άκρες, ένα αγριογούρουνο μαγειρεμένο στιφάδο, μια γίδα βραστή του Ολύμπου και η φασολάδα των Πιερίων: Φαγητά που η νοστιμιά τους ενισχύεται από την ατμόσφαιρα της ζεστής συντροφιάς που σμίγει στην κρύα αγκαλιά του βουνού.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Ξυνιστέρι, σπούρτικο, μοροκανέλλα: Ο κυπριακός αμπελώνας κρύβει θησαυρούς

Το κρασί με απλά λόγια / Ξυνιστέρι, σπούρτικο, μοροκανέλλα: Ο κυπριακός αμπελώνας κρύβει θησαυρούς

Ο κορυφαίος Κύπριος οινολόγος και οινοποιός, Γιάννης Κυριακίδης, μοιράζεται μοναδικές πληροφορίες για τις λευκές ποικιλίες κρασιού του νησιού στην Υρώ Κολιακουδάκη και τον Παναγιώτη Ορφανίδη.
THE LIFO TEAM
Βαλκανικές συνταγές

Γεύση / Esthio: Στο Κουκάκι για ρουμάνικο λαχανοντολμά και αλβανικό γιαουρτοταβά

Το casual dining εστιατόριο του Έλβι-Δημήτρη Ζύμπα, που σύστησε στην Αθήνα τη βαλκανική κουζίνα, μόλις προστέθηκε στις προτάσεις του οδηγού Michelin. Ο σεφ το γιορτάζει, χαρίζοντάς μας τέσσερις συνταγές του για να τις φτιάξουμε στο σπίτι.
ΝΙΚΗ ΜΗΤΑΡΕΑ
Από ένα fun εστιατόριο μέχρι ένα αναψυκτήριο: 11 νέες αθηναϊκές αφίξεις

Γεύση / Από ένα fun εστιατόριο μέχρι ένα αναψυκτήριο: 11 νέες αθηναϊκές αφίξεις

Εστιατόρια που συζητιούνται εντόνως, τα πιο «to see and to be seen» μαγαζιά των ημερών ή απλώς μέρη που φτιάχτηκαν για να γίνουν εύκολα στέκια. - Spoiler alert: Σε αυτή τη λίστα θα συναντήσετε πολύ κρασί και μουσική από βινύλια.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Αν ένα απόσταγμα έχει να αφηγηθεί ενδιαφέρουσες ιστορίες, αυτό είναι το ουίσκι

Γεύση / Αν ένα απόσταγμα έχει να αφηγηθεί ενδιαφέρουσες ιστορίες, αυτό είναι το ουίσκι

Η ξενάγηση σε ένα αποστακτήριο σας ακούγεται κάπως τυπικά τουριστική; Προτιμάτε στα ταξίδια σας να «ζείτε» την πόλη; Κι όμως, υπάρχει ένα αποστακτήριο στο Δουβλίνο -αυτό του πολυβραβευμένου Teeling- που θα σας βοηθήσει να γνωρίσετε καλύτερα το μέρος που γέννησε το ουίσκι.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Raw Βata: Στους Αμπελόκηπους σερβίρουν κοκορέτσι και τραχανά με αχνιστή προβατίνα

Γεύση / Raw Βata: Στους Αμπελόκηπους σερβίρουν κοκορέτσι και τραχανά με αχνιστή προβατίνα

Ο Χρόνης Δαμαλάς προσφέρει μια κουζίνα που είναι οικεία και νέα ταυτόχρονα, με fusion ιδέες και έμφαση στην Ελλάδα, μαθαίνει στους τουρίστες τον τραχανά και σερβίρει το signature κοκορέτσι του χωρίς εντεράκια - μας έδωσε μάλιστα και τη συνταγή γι' αυτό, μαζί με δύο ακόμα.
ΝΙΚΗ ΜΗΤΑΡΕΑ
Μαρία Κατσούλη: H ξεχωριστή πορεία της πρώτης Ελληνίδας οινοχόου

Το κρασί με απλά λόγια / Μαρία Κατσούλη, πώς ήταν να είσαι οινοχόος στα μακρινά 90's;

Από την Κρήτη στην Αθήνα και στις σάλες των πιο διάσημων ελληνικών εστιατορίων της δεκαετίας του ’90, η διαδρομή της Μαρίας Κατσούλη στον χώρο του κρασιού καθόρισε και ουσιαστικά δημιούργησε τη θέση του οινοχόου στη χώρα μας. Η Υρώ Κολιακουδάκη Dip WSET και ο Παναγιώτης Ορφανίδης συζητούν μαζί της.
THE LIFO TEAM
Γεωργιάννα Χιλιαδάκη, πες μας πώς κάνεις τα γιουβαρλάκια σου

Γεύση / Γεωργιάννα Χιλιαδάκη, πώς κάνεις τα γιουβαρλάκια σου;

Στο καινούργιο εστιατόριο Iodio η σεφ Γεωργιάννα Χιλιαδάκη φτιάχνει πιάτα θαλασσινά με τον ξεχωριστό δικό της τρόπο. Μπήκαμε στην κουζίνα της, μιλήσαμε μαζί της και μάθαμε τις τεχνικές των πιάτων της. 
ΝΙΚΗ ΜΗΤΑΡΕΑ
H μανία με το τρουφόλαδο και τι σημαίνει «εκλεκτό» στη γαστρονομία;

Radio Lifo / H μανία με το τρουφόλαδο και τι σημαίνει «εκλεκτό» στη γαστρονομία

Γιατί αναζητάμε διαρκώς το «εξωτικό» και το σπάνιο, αντί να εκτιμάμε περισσότερο τα υλικά και τα φαγητά με τα οποία μεγαλώσαμε; Η Κωνσταντίνα Βούλγαρη συνομιλεί με τους Nomade et Sauvage, τους μάγειρες Ιορδάνη Τσενεκλίδη και Παναγιώτη Σιαφάκα, για το τι θεωρείται εκλεκτό, τι ορίζεται ως πολυτέλεια στο φαγητό και πώς οι μόδες και οι τάσεις διαμορφώνουν τις διατροφικές μας συνήθειες.
Η ζωή και τα ήθη ενός λεσβιακού χωριού μέσα από το φαγητό

Βιβλίο / Η ζωή και τα ήθη ενός λεσβιακού χωριού μέσα από το φαγητό

Στον Μανταμάδο οι γυναίκες του Φυσιολατρικού–Ανθρωπιστικού Συλλόγου «Ηλιαχτίδα» δημιούργησαν ένα βιβλίο που συνδυάζει τη νοσταλγία της παράδοσης με τις γευστικές μνήμες της τοπικής κουζίνας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ