Στομουσείο Μπενάκη ένα πανό μας προκαλείστην είσοδο να υπερασπιστούμε τη φύση!Αυτό είναι ένα σχόλιο πολύ επίκαιρο, θαμπορούσε να είναι η παρέμβαση μιαςομάδας νέων καλλιτεχνών ή ακτιβιστώνπου στην προκειμένη κατάσταση τουπεριβάλλοντος δεν μπορούν παρά νααντιδρούν. Την ίδια ώρα η υπογραφή τουJoseph Beuysμαρτυράει την ηλικία του. Πρόκειται γιαένα έργο της συλλογής του ΜακεδονικούΜουσείου Σύγχρονης Τέχνης, κομμάτιατης οποίας έχει αναρτήσει ο επιμελητής(και καλλιτεχνικός διευθυντής του ΜΜΣΤΝτένης Ζαχαρόπουλος) «μέσα στηνΑθήνα» με μια απαράμιλλη αφηγηματικήευρηματικότητα που προδίδει τελικά καιτην επικαιρότητά της.
Σε τέσσερειςδιαφορετικούς χώρους, το Μουσείο Μπενάκηστην Πειραιώς, το Ζάππειο Μέγαρο, τηνΑνωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και το Μουσείοτης Άλεξ Μυλωνά στον Κεραμεικό, εκτίθενταιέργα καλλιτεχνών ως επί το πλείστονΕλλήνων, από το 1960 μέχρι σήμερα, τα οποίακαταγράφουν μια κάποια διαδρομή τηςεικαστικής εξέλιξης του γεωγραφικούτόπου, μέσα από έργα που είτε δημιουργήθηκανείτε παρουσιάστηκαν είτε «έφτασαν»στην Ελλάδα «οικειοθελώς». Πρόκειται για μια ιδιάζουσα συλλογή,με την έννοια ότι όλα τα έργα αποτελούνδωρεές. Καταρχήν από συλλέκτες όπως οΙόλας ή ο Ξύδης, αλλά επίσης από τουςίδιους τους καλλιτέχνες. Και ενώ ένατέτοιο γεγονός θα μπορούσε άνετα ναθεωρηθεί κατακριτέο στο πλαίσιο ενόςμουσείου, στην περίπτωση αυτή κατά τηγνώμη μου πρόκειται για μια πράξηαλληλεγγύης και συμπαράστασης. Έτσιόπως ιδεατά θα μπορούσε να είναι τοσύστημα της τέχνης. Συμπαράσταση προςένα μουσείο που ξεκινάει από μία παρέακυρίως θεατών στη Θεσσαλονίκη, οι οποίοιδεν άντεξαν άλλο να περιμένουν και πήραντην κατάσταση στα χέρια τους. Όχι ότικάτι τέτοιο νομιμοποιεί κρατικά ιδρύματαή μουσεία τα οποία αντί να βρίσκονταιστο πλευρό των καλλιτεχνών μπορεί ναφτάσουν να αγοράζουν έργα τους προκειμένουνα πάρουν και ένα σκόντο. Στην προκειμένηπερίπτωση, στην περίπτωση δηλαδή ενόςιδρύματος που λειτουργεί τριάντα χρόνιασε εθελοντική βάση και θέτει τιςπαραμέτρους της δωρεάς από την αρχή,χωρίς καμιά άλλη βοήθεια, πρόκειται γιακάτι εντελώς διαφορετικό!
Ηέκθεση «Τόποι» λοιπόν παρουσιάζειμια επιλογή από έργα Ελλήνων και ξένωνκαλλιτεχνών της συλλογής του ΜακεδονικούΜουσείου Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης,σε μια σειρά τόσο από ενότητες-τόπους,αλλά και σε διαφορετικά σημεία μεδιαφορετική αντιμετώπιση. Με κεντρικόκτίριο το Μουσείο Μπενάκη, μια διακλάδωσητης ιστορικής εξέλιξης της σύγχρονηςδημιουργίας κυρίως στην Ελλάδαπαρουσιάζεται με μια διαφορετικήμουσειακή αντίληψη από αυτή τηςημερολογιακής καταγραφής, όπως είθισταιπια με τις μόνιμες συλλογές μουσείωνσε όλο τον κόσμο, με πιο τρανταχτόπαράδειγμα την Tate Modern.
Μέσααπό άλλοτε νοηματικούς και άλλοτεφορμαλιστικούς συσχετισμούς που στηνπρώτη ματιά ίσως και να αιφνιδιάσουντον ανυποψίαστο θεατή, μπορεί κανείςνα παρατηρήσει «στιγμές» πουσηματοδότησαν την ιστορία της Ελλάδαςκαι γενικότερα του κόσμου όλου, ενώταυτόχρονα άλλαξαν την πορεία τηςιστορίας της τέχνης παρεκκλίνοντας απότα όρια που τους έθετε τη δεδομένηστιγμή. Έργα που λόγω της ιστορικής μαςπροκατάληψης φυσικά δεν μπορούμε παράνα τα αντιλαμβανόμαστε «ιστορικά»(ακόμη και σε κάποιες περιπτώσειςπαρωχημένα), τα οποία όμως φέρουν ακόμητη δύναμη της αναστάτωσης που κάποτεπροκάλεσαν - όπως η «Βάρκα» τουPascali, ή ο κινούμενος«θάνατος»-σκελετός του Tinguely,ή μαζί τα έργα του ψυχιατρείου από τοΑλέξανδρο Ακριθάκη, για να αναφερθώ σεελάχιστα (σε σχέση με τα 500 έργα πουεκτίθονταν) συνυπάρχουν με έργα πολύνεότερων καλλιτεχνών όπως τασχέδια-εγκατάσταση του Ηλία Παπαηλιάκη,μια ανορθόδοξη μελέτη νεκρής φύσης πουμετατρέπεται σε ψυχογράφημα, ή τα σκληρά«παιχνιδίσματα» με την «ταυτότητα»,την παράδοση και την προέλευση τωνΧαραλάμπους και Χαρβαλιά, ο καθέναςβέβαια μέσω της δικής του κατεύθυνσης...Την ίδια στιγμή λιγότερο γνωστέςδημιουργίες -όπως αυτή του 1972 τηςΚλεοπάτρας Δίγκα, ένας πίνακας-υπόσχεσηγια μια «καλύτερη ζωή» ενόςσυμβολικά γκρι νιόπαντρου ζευγαριούνα φιλιέται αμέσως μετά την τελετή σεένα ροζ αμάξι, με τη μάρκα των τζαμιώνφωτογραφημένη σε πρώτο πλάνο- συζητούνμε πολύ κοντινές εικαστικές αναζητήσειςτου σήμερα, όπως οι πίνακες του ΔημήτρηΤζαμουράνη, «χρονογράφημα» ενόςπρωινού, φαινομενικά οικείου, ξυρίσματος,θέτοντας ακόμη πιο φανερό το θέμα τηςχρονικής ή μη εξέλιξης της τέχνης, τηςνεωτερικότητας, της πρωτοτυπίας καιτων συσχετισμών, μέσα στη γενικότερησυζήτηση για την τέχνη. Ταυτόχρονααυθόρμητες συν-αρτήσεις της ποπ κουλτούραςμέσα από το έργο του Άντι Γουόρχολ, μετη λαϊκή ζωγραφική του Θεόφιλου, καιμαζί τα σχέδια ενός τοπικούπαραμυθά-καραγκιοζοπαίχτη, του Σπαθάρη,παρουσιάζουν ψυχαγωγική τόλμη αλλάμαζί και μια οπτική αναστάτωση. Το έργοτου Νίκου Χαραλαμπίδη στην ίδια ενότητα«Brillo Defenders»(ήρωες της ελληνικής επανάστασης πουμεταφέρουν με ευλάβεια το κουτί brilloτου Γουόρχολ) μοιάζει να σώζει τηνκατάσταση μέσω εύστοχου (αυτο)σαρκασμούτου συστήματος της τέχνης.
Μέσααπό αυτή την έκθεση, ο Ντένης Ζαχαρόπουλοςκατάφερε περισσότερο από όλα ναδημιουργήσει έναν τόπο νοηματικόσυνάντησης και συζήτησης γύρω από τηντοπική εξέλιξη του συστήματος τηςτέχνης! Όχι μόνο κοινοποίησε ευρέως σεμια καίρια στιγμή (δυστυχώς η τάσηδιαμορφώνεται κάθε φορά σύμφωνα με τογούστο της προηγούμενης εβδομάδας) μιασυλλογή όπως αυτή του ΜακεδονικούΜουσείου, που μέσα από ένα σημαντικόσύνολο έργων και καλλιτεχνών (το βαρύπυροβολικό της τοπικής δημιουργίας,ακόμα και εάν είναι εντελώς άνισοιμεταξύ τους) σηματοδοτεί μια ανατρεπτικήτοπική παράδοση, αλλά επίσης έκανε ορατάδιαφορετικά περάσματα, συγκρίσεις καικαινούργιες ταυτοποιήσεις, δημιουργώνταςμέσα από τις επιλογές του το πλαίσιογια να δούμε από κοντά έργα που ίσως ναμη μας ήταν όλα τόσο γνωστά, που ίσωςκαι να τα είχαμε ξεχάσει!
Αυτόδεν σημαίνει βέβαια ότι μια τέτοιαέκθεση συλλογής συμμαζεύει πια στο ράφιτης ιστορίας αυτό που λέγεται τέχνη τωντελευταίων 50 χρόνων ως ένα κειμήλιο«ύστερης νεωτερικότητας». Τορόπαλο-γλυπτό του Θεοδώρου (κομμάτι τηςέκθεσης) στημένο στην κρυφή α-φτιαχτήπλευρά της Σχολής Καλών Τεχνών σημαίνειένα τέλος και μια αρχή μαζί για τηνεικαστική έκφραση που είναι πάνταζωντανή και προκαλεί μια αιώνια διάθεσηγια αντίσταση!