Στην τελευταία ατομική της Χριστιάνας Σούλου ο χώρος της γκαλερί Ηλιάδη-Bernier μοιάζει -από την είσοδο- σχεδόν άδειος. Μια σειρά κορνίζες, κρεμασμένες τακτικά η μια πίσω από την άλλη, φαίνεται, με μια πρώτη ματιά, να προστατεύουν ένα σύνολο από κενά, λευκά χαρτιά, τα οποία αποπνέουν όμως, την ίδια ώρα, την «αύρα του πολύτιμου». Τα καινούργια έργα της Χριστιάνας Σούλου, όπως και το σύνολο της δουλειάς της δηλαδή, αποζητούν κοντινή σχέση, σχεδόν ιδιωτική, εφόσον για να τα κοιτάξεις καλά πρέπει να φτάσεις σε τέτοια εγγύτητα που δεν αφήνει χώρο για τρίτο. Από πολύ κοντά ξεπηδά μια σειρά φιγούρες, οικείες σε όσους έχουν ξαναδεί δουλειά της καλλιτέχνιδος. Αχνές και διακεκομμένες καμιά φορά γραμμές, όχι όμως τρεμάμενες, σχηματίζουν μια σειρά από στεγνά και εύθραυστα ανθρώπινα σώματα με παρόμοιες πάνω κάτω αναλογίες. Αν και μπορείς να καταλάβεις ότι πρόκειται για σπουδή πάνω σε διαφορετικούς χαρακτήρες, οι διαφορετικές φιγούρες μοιάζουν αρκετά, τόσο μεταξύ τους όσο και με την ίδια την καλλιτέχνιδα, κατά τη γνώμη μου. Η ομοιότητα αυτή στα ανατομικά χαρακτη ριστικά και ίσως και στο έντονο βλέμμα που καμιά φορά η Σούλου δίνει στα πλάσματά της μέσα από απλές γραμμές σχεδίου μοιάζει να παραπέμπει, συνειδητά η ασυνείδητα, σε ένα εκτεταμένο αυτοπορτρέτο.
Έναν εαυτό -καλλιτεχνικό στη φύση- με πολλές πτυχές που μπορεί και ενσωματώνει σημεία και τέρατα-μυθικούς χαρακτήρες με αδυναμίες και πάθη, τόσο δυνατούς όσο και ακυρωμένους, τόσο έντονους όσο και αχνούς, να χάνονται μέσα στην κόλλα το χαρτί σαν να φεύγουν ταξίδι στο άπειρο! Κάποιος συν-θεατής σχολιάζει αρνητικά αυτή την ομοιότητα των σχεδίων στο σύνολο του έργου της Σούλου. Αυτό που όμως ονομάζει πεπατημένο μοτίβο με την έννοια της ευκολίας και της μηχανικής αναπαραγωγής το βρίσκω ίσως τη μεγαλύτερη αρετή γενικότερα στη δουλειά της. Κατά τη γνώμη μου πρόκειται για μια «υγιή» καλλιτεχνική εμμονή που σπάνια πια δια- κρίνεται σε έργα, εφόσον ζούμε την εποχή των τάσεων, των φευγαλέων εικόνων, των έντονων εκπλήξεων. Η δουλειά της Σούλου μοιάζει με ένα ατέρμονο ταξίδι προς τα μέσα, χωρίς χρόνο (ημερομηνίες), αρχή, μέση και τέλος, μόνο στάσεις σε διαφορετικά στάδια για ανάσα. Θα μπορούσε να είναι πάντα το ίδιο χαρτί στο οποίο σβήνει και σχεδιάζει από επάνω και ξανά, ενώ τα ίχνη από τις προηγούμενες προσπάθειες είναι ορατά, μέχρι να φτάσει στην ουσία. Το αποτέλεσμα -ευτυχώς- σε κάθε έκθεσή της που έχω δει μοιάζει ίδιο, σχεδόν πανομοιότυπο, λες και υπάρχει μια εγγυημένη ισορροπία.
Διακρίνω όμως εξέλιξη στον τρόπο που η εμμονή της γίνεται όλο και πιο φανερή, στον τρόπο που οι γραμμές φτάνουν ακόμα περισσότερο στο κόκαλο, στον τρόπο ίσως που κάποιες γραμμές παραλείπονται εντελώς και απλά προτείνονται, φέρνοντας στην επιφάνεια τον λευκό χώρο του χαρτιού ως ένα ουσιαστικά περίπλοκο σύμπαν. Το προσωπικό σύμπαν της καλλιτέχνιδος, το οποίο στην τελευταία της δουλειά επικοινωνεί ακόμη περισσότερο μαζί μας. Δεν βαριέμαι την ομοιότητα, ούτε με ξενίζει με το κλασικό και την αναφορά σε εικονογράφηση ύφος. Απεναντίας, η επιμονή σε αυτό προδίδει πως δεν υπάρχει καμία άλλη περίπτωση (μέσο) έκφρασης όλων αυτών των κόσμων και συναισθημάτων και αυτό κάνει το έργο ακόμη πιο αυθεντικά δυνατό. Στην τελευταία της έκθεση, η Σούλου διαλέγει ως πλαίσιο αναζήτησης τα χαρτιά Ταρό. Αυτό είναι ένα σημείο λιγότερου ενδιαφέροντος για τη συγκεκριμένη δουλειά. Μια μελέτη που αφορά την εικονογράφηση και την ερμηνεία των Ταρό ίσως και να βοηθάει τη Σούλου ως πρόφαση για να περπατήσει παρακάτω στο δύσκολο ταξίδι της αυτογνωσίας... και να μας πάρει μαζί της.