Η «μάχη των Θρησκευτικών» έχει κάνει τελευταία τον Νίκο Φίλη τον πιο αγαπητό υπουργό της κυβέρνησης Τσίπρα για τους προοδευτικούς συμπολίτες μας και ταυτόχρονα τον πιο... «μισητό» για τους θεούσους, Ελληνοχριστιανούς κ.λπ. συντηρητικούς, στους οποίους έσπευσε να ενταχθεί κι ο κυβερνητικός «εταίρος» Πάνος Καμένος, αφού το αίμα νερό δεν γίνεται. Και όχι, δεν θεωρώ ακριβώς «υπαναχώρηση» την αναδίπλωση του υπουργού Παιδείας αναφορικά με τις δηλώσεις του για τον επίσης αμφιλεγόμενο ρόλο της Εκκλησίας στη διάρκεια της Κατοχής, «προκειμένου να διευκολυνθεί ο διάλογος για τα Θρησκευτικά», καθώς δήλωσε, ούτε θα συμφωνήσω πως όλη αυτή η κόντρα είναι «στάχτη στα μάτια», προκειμένου να δείξει η κυβέρνηση «αριστερό χαραχτήρα» ή/και για να αποσπάσει την προσοχή του κόσμου από άλλα, σοβαρότερα ζητήματα στον χώρο της ίδιας της παιδείας, καταρχάς– όσο δίκιο κι αν έχουν τέτοιες αιτιάσεις, μάλλον σε «φτηνή» αντιπολίτευση φέρνουν εφόσον τη συγκεκριμένη πολιτική πρωτοβουλία σίγουρα δεν τη λες κακή.
Ακόμα όμως κι αν ο Φίλης έχει πράγματι τις καλύτερες προθέσεις, αμφιβάλλω πολύ για το πόσο «μακριά» προτίθεται ή του επιτρέπεται να φτάσει. Αμηχανία άλλωστε φαίνεται ότι προκαλούν οι πρωτοβουλίες του και στα ανώτερα κλιμάκια του Σύριζα που έχουν φανερά προκρίνει τη γνωστή «πεπατημένη» στις σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας, θεσμοί που στην Ελλάδα έχουν τόσο μπλέξει τα μπούτια τους σε κάθε επίπεδο, ώστε να μοιάζει ανέκδοτο ο χωρισμός τους ακόμα κι αν πάρει την εξουσία ο... Ρουβίκωνας. Και που θέλουν μεν να επιδείξουν πνεύμα προοδευτικό και ρηξικέλευθο, όχι όμως και να αψηφήσουν «κόκκινες γραμμές» που θα εκνεύριζαν υπέρ το δέον τους «Άγιους Πατέρες»... Όλες άλλωστε οι μέχρι τώρα απόπειρες να χαλαρώσει ένας σκοταδιστικός εναγκαλισμός δύο αιώνων υπήρξαν «μάχες χαρακωμάτων», που απαίτησαν εκατόμβες «θυσιών» για κάθε κερδισμένη σπιθαμή εδάφους, από τον πολιτικό γάμο και την εκκλησιαστική περιουσία μέχρι την κατάργηση της αναγραφής θρησκεύματος στις ταυτότητες! Και μπορεί ο «Τζερόνιμο» να είναι αρκετά πιο διαλλακτικός από τον προκάτοχό του, όμως τα «κεκτημένα» της Εκκλησίας έχει καταστήσει σαφές ότι δεν τα αποποιείται. Ακόμα ασφυκτικότερος είναι ο εναγκαλισμός αυτός στην επαρχία και ιδίως στις παροικίες του εξωτερικού, η σχέση των οποίων με το «πατρώον γένος» και τη θρησκεία παραπέμπει στην Ελλάδα του '50, άσχετα αν βρίσκονται στην καρδιά μιας μοντέρνας, κοσμοπολίτικης μεγαλούπολης όπως η Νέα Υόρκη – χαρακτηριστικό είναι ότι και ο μαθητής που αρνήθηκε τη χειραψία στον Αλέξη κατά την πρόσφατη επίσκεψή του σε σχολείο της ομογένειας στην Αστόρια το έκανε, διαβάζω, όχι από κάποια απόλυτα ταιριαστή με την ηλικία του ρέμπελη διάθεση, αλλά επειδή διαφωνούσε με τις απόψεις του πρωθυπουργού για τον γάμο και τη θρησκεία!
Οι προτεινόμενες αλλαγές στο μάθημα των Θρησκευτικών κάθε άλλο παρά είναι «του διαβόλου». Δεν τις επεξεργάστηκε καν ο αρμόδιος υπουργός, αλλά ομάδα θεολόγων εκπαιδευτικών, άλλης «πάστας» προφανώς από τους συντάκτες εκείνης της απίθανης ανακοίνωσης της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων που μιλά για «εκβιασμό» εαυτών και Εκκλησίας.
Υπάρχει άραγε κανείς που να πιστεύει στα σοβαρά ότι όλη αυτή η ελληνοχριστιανική πλύση εγκεφάλου που υποχρεωθήκαμε να υποστούμε, ιδίως παλιότερα στην εκπαίδευση – αγιασμός, υποχρεωτική πρωινή προσευχή, υποχρεωτικός εκκλησιασμός, ιδεολογία περί «περιούσιου λαού», ανεξέλεγκτη δράση παρεκκλησιαστικών οργανώσεων με χουντικές καταβολές μέσα στα σχολεία, κατηχητικός χαρακτήρας των Θρησκευτικών, ευσεβιστική ηθικολογία, υπερθεματισμός της (πάντοτε θετικής, εννοείται) συμβολής της Εκκλησίας σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές κ.λπ. - μας έκανε καλύτερους και ηθικότερους ανθρώπους; Ότι δεν μας πότισε αντίθετα ανορθολογισμό, υποκρισία, ενοχή και μισαλλοδοξία, ιδίως σε τρυφερότερες ηλικίες; Όχι βέβαια πως τα παίρναμε και τόσο σοβαρά - για τους περισσότερους τα Θρησκευτικά ήταν και είναι «η ώρα του παιδιού» και η πρωινή προσευχή, αφορμή κοπάνας ή καθυστερημένης προσέλευσης. Η σχέση άλλωστε του μέσου σύγχρονου Νεοέλληνα με την Ορθοδοξία είναι περισσότερο εθιμική παρά ουσιαστική – κάνει βάφτιση και γάμο θρησκευτικό κι ας μην πολυπιστεύει («να μωρέ, το θέλανε οι γέροι μου»...), πάει στην Ανάσταση, άντε και στον Επιτάφιο περισσότερο για τον χαβαλέ μην βλέποντας την ώρα να προσκυνήσει την μαγειρίτσα, κατεβάζει Χριστοπαναγίες σε πρώτη ζήτηση κι ας σταυροκοπιέται πριν κοιμηθεί.
Οπότε όχι, δεν είμαστε ακριβώς «Ταλιμπάν», έχουμε όμως τόσο γαλουχηθεί με την ιδέα της «ελληνορθόδοξης ιδιαιτερότητας», ώστε να μας ξενίζει οποιαδήποτε αμφισβήτησή της. Γι΄αυτό βλέπεις μέχρι και το ΚΚΕ να συντάσσεται ουσιαστικά με την Εκκλησία και στο θέμα που ανέκυψε με τα Θρησκευτικά. Δεν είναι τόσο το «υποκριτικό ενδιαφέρον Φίλη» που μάρανε τον Περισσό, όσο η επίγνωση της στενής συγγένειας της δικής του ιδεολογικής ορθοδοξίας με τη μεταφυσική (κάπως έτσι ο διαλεκτικός υλισμός καταντά διαλεκτικός λαϊκισμός). Γι' αυτό βλέπεις φοβικούς, μισάνθρωπους, μισαλλόδοξους γονιούς που φρικάρουν με τα προσφυγόπουλα στα σχολεία να κινδυνολογούν ακατάσχετα προτάσσοντας την εθνική και θρησκευτική «καθαρότητα» των ιθαγενών μαθητών. Κι από κοντά ο Αμβρόσιος να βαράει πένθιμα τις καμπάνες όχι για τους εκατοντάδες μικρούς Αϊλάν που πνίγηκαν μέχρι τώρα στις θάλασσές μας ή έστω για τους τόσους συμπολίτες μας που η κρίση έφερε στα όρια της απόγνωσης αλλά για το γκέι σύμφωνο (πέρσι) και τις εξαγγελθείσες αλλαγές στη διδασκαλία των Θρησκευτικών φέτο... Υπάρχουν έπειτα κι εκείνοι που ταυτίζουν την μαχόμενη «καθ' ημάς» Ορθοδοξία με την αντίσταση στη «Νέα Τάξη Πραγμάτων», στην «εβραιομασονική» ΕΕ των μνημονίων, στα «μικρόβια» της πολυπολιτισμικότητας, του αθεϊσμού, της εκκοσμίκευσης, της νεωτερικότητας εν γένει - εκεί ρίχνουνε παραγάδι η Χρυσή Αυγή και οι λογιών «ψεκασμένοι».
Κι όμως, οι προτεινόμενες αλλαγές στο μάθημα των Θρησκευτικών κάθε άλλο παρά είναι «του διαβόλου». Δεν τις επεξεργάστηκε καν ο αρμόδιος υπουργός αλλά ομάδα θεολόγων εκπαιδευτικών, άλλης «πάστας» προφανώς από τους συντάκτες εκείνης της απίθανης ανακοίνωσης της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων που μιλά για «εκβιασμό» εαυτών και Εκκλησίας, σκόπιμη δημιουργία θρησκευτικής σύγχυσης(;) ρατσιστική(!) αντιμετώπιση των ορθόδοξων μαθητών, πράξεις «παράνομες και αντισυνταγματικές». Οι σχετικές εισηγήσεις δεν προβλέπουν κατάργηση των Θρησκευτικών και του ομολογιακού χαρακτήρα τους και μπορεί να μην είναι οι καλύτερες ή οι τολμηρότερες, αποποιούνται όμως τη δογματική κατήχηση προωθώντας τον διαθρησκευτικό διάλογο και την κατανόηση του Άλλου, εντρυφώντας στη δική του ξεχωριστή κουλτούρα ήδη από τις τρυφερές ηλικίες. Κάτι παραπάνω από αυτονόητο όταν ζεις στον 21ο αιώνα κι έχεις να κάνεις με σχολεία όπου φοιτούν μαθητές πολλών διαφορετικών εθνοτήτων και θρησκευμάτων, παιδιά που δεν θα είχαν τίποτα να χωρίσουν αν δεν όρθωναν ανάμεσά τους σύνορα τεχνητά οι προκαταλήψεις, οι εμμονές και οι φανατισμοί των μεγαλύτερων – αρκετά μάλιστα συναγελάζονται ήδη μια χαρά σε πείσμα όλων αυτών. Αντί μάλιστα για ένα μουσειακό, αδιάφορο έως μισητό μάθημα, τα Θρησκευτικά θα μπορούσαν να γίνουν πολύ ελκυστικότερα και εκπαιδευτικά χρησιμότερα αν προέβαλαν την αλληλεγγύη, την προσφορά, την ανοχή, τη μακροθυμία, αξίες κοινές άλλωστε για τη φωτεινή πλευρά των περισσότερων θρησκειών. Αν δίδασκαν π.χ. πως ο ίδιος ο Ιησούς προειδοποίησε ότι «ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με (από το κατά Ματθαίον), ότι ακόμα και η Ορθοδοξία (δηλαδή το Οικουμενικό Πατριαρχείο) έχει καταδικάσει σαν αίρεση τον φασίζοντα εθνοφυλετισμό ήδη από το 1872, έστω για λόγους σκοπιμότητας. Να λειτουργούν δηλαδή συνεκτικά και όχι ανταγωνιστικά, να αναδεικνύουν εκείνα τα σημαντικά που ενώνουν τους ανθρώπους αντί να τους χωρίζουν - αυτά ακριβώς είναι που δε θέλουν με την καμία οι διάφοροι Αμβρόσιοι και Σεραφείμ γιατί έτσι βλέπεις «ξεβρακώνονται» εκ των έσω. Ευκταίο βέβαια θα ήταν να αντιμετωπίζουν επίσης κριτικά την ίδια την έννοια του θρησκεύεσθαι...
Εάν πάντως κι εφόσον γίνει δυνατή μια τέτοια ελάχιστη «υπέρβαση» στο ζήτημα των Θρησκευτικών, ίσως να μπορέσουμε έπειτα να συζητήσουμε για τη διδασκαλία της εξέλιξης των ειδών ή τη σεξουαλική αγωγή, μαθήματα που είτε είναι «ως μη γενόμενα» (στην πρώτη περίπτωση) είτε απουσιάζουν εντελώς και ανεπίτρεπτα από τα ελληνικά σχολεία (όπως στη δεύτερη) χάρη και στις πιέσεις που έχει ασκήσει σχετικά – ποιος άλλος; - η Εκκλησία. Στα οποία μάλιστα δεν έχει καν αναφερθεί ως τώρα ούτε ο σε άλλα λαλίστατος κ. υπουργός...