down on my knees
down on my knees
down on my knees...
Η ιστορία της υπηρέτριας Χάννα Κάλουικ (Hannah Cullwick, 1833-1909 ) και του αριστοκράτη Άρθουρ Μάνμπι (Arthur Μunby, 1928-1910) έγινε γνωστή στα 1950, όταν ανοίχτηκε η δωρεά του Mάνμπι προς το Trinity College του Κέμπριτζ, το πανεπιστήμιο που κι ο ίδιος είχε σπουδάσει νομικά στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα. Φωτογραφίες εργαζόμενων γυναικών, εκατοντάδες συνεντεύξεις με υπηρέτριες, οδοκαθαρίστριες, ακροβάτισσες, τσιρκολάνες, πόρνες, σερβιτόρες, λαντζέρισες, πλύστρες ήρθαν στο φως του επόμενου αιώνα φωτίζοντας τη σκοτεινή πλευρά της γυναικείας εργασίας στην ένδοξη Βικτωριανή Αγγλία.
Στα δυο κουτιά που κληροδότησε με τη διαθήκη του ο Μάνμπι υπήρχαν και εκατοντάδες φωτογραφίες μιας συγκεκριμένης εργαζόμενης κοπέλας, της Χάννα Κάλουικ, μαζί με επιστολές, ημερολόγια και των δύο και το πιστοποιητικό του (μυστικού) γάμου τους στα 1873.
Στις φωτογραφίες οι έκπληκτοι Κεμπριτζιανοί είδαν τη Χάννα ντυμένη δανδή με αντρικά κοστούμια, καθαριστή καμινάδων με φούμο στο πρόσωπο, γυμνόστηθη Παναγία, κυρία της Αριστοκρατίας, πλύστρα, μάνα κουράγιο με τον Άρθουρ μωρό στην αγκαλιά της να θηλάζει. Στα γράμματα και τα ημερολόγια ξετυλίγεται η ιδιαίτερη σχέση των δύο αυτών τόσο διαφορετικών ανθρώπων που τίναξαν στον αέρα τα βικτωριανά πoυριτανικά στερεότυπα.
Ο Άρθουρ λάτρευε το μυώδες από τη σκληρή δουλειά,βρώμικο και σχεδόν αντρικό σώμα της Χάννα.Την έβαζε να τον παίρνει αγκαλιά και να του αλλάζει πάνες σαν μωρό
Συναντήθηκαν στο Λονδίνο, σε μια από τις ελάχιστες εξόδους της Χάννα, που δούλευε από τα οκτώ της σαν υπηρέτρια. Ο Άρθουρ την πλησίασε για να της πάρει συνέντευξη και να την φωτογραφίσει -ήταν ήδη εμμονικός με τα εργαζόμενα κορίτσια, εμμονή που θα διατηρούσε μέχρι το τέλος της ζωής του. Η πανύψηλη (1,72), γεροδεμένη, εντελώς μακριά από το βικτωριανό πρότυπο γυναικείας ομορφιάς (χλωμό πρόσωπο, τρυφηλό σώμα σφιγμένο σε κορσέδες) Χάννα τον γοήτευσε από την πρώτη στιγμή. Η σχέση τους (που θα κατέληγε σε γάμο είκοσι χρόνια αργότερα) ήταν το πιο δυνατό κροσέ στα ήθη και τα στάνταρντς της εποχής τους.
Ο Άρθουρ λάτρευε το μυώδες από τη σκληρή δουλειά, βρώμικο και σχεδόν αντρικό σώμα της Χάννα. Την έβαζε να τον παίρνει αγκαλιά και να του αλλάζει πάνες σαν μωρό. Την έντυνε με φράκα και την έβαζε να του καθαρίζει τις μπότες του με τη γλώσσα. Την υποχρέωνε να μην πλένεται για να απολαμβάνει τη βαριά μυρωδιά της, γεμάτη σκόνη και λίπος από τη σκληρή καθημερινή λάντζα.
Κι όλα αυτά κοινή συναινέσει. Στη σχέση αυτών των δύο ανθρώπων δεν υπήρξε η παραμικρή ένδειξη βίας. Η ερωτευμένη Χάννα δούλευε όλο και πιο σκληρά, έτριβε χαρούμενη με τη γλώσσα της τα πατώματα γιατί ήξερε ότι την περιμένει ο θαυμασμός και η υπόκλιση του Άρθουρ στο υπέροχο εργατικό σώμα της τάξης της. Δε σταμάτησε να δουλεύει, δεν έμειναν σχεδόν ποτέ μαζί, έγραφαν ασταμάτητα ο ένας στον άλλο προετοιμάζοντας την επόμενή τους συνάντηση, βυθισμένοι σ' αυτό το απελευθερωτικό παιχνίδι ρόλων και τάξεων.
Η Χάννα φορούσε στο λαιμό της μια αλυσίδα με λουκέτο που το κλειδί είχε ο Άρθουρ, ο αριστοκράτης φίλος του Δαρβίνου, του Θάκερυ και του Ντίκενς που την διάλεξε ανάμεσα σ' όλα τα εργαζόμενα κορίτσια της Ένδοξης Ιγγλετέρας και την έχρισε Βασίλισσα των Εμμονών του.
Σ' ένα γράμμα της η Χάννα του λέει:«Είμαι κατάκοπη, δούλεψα δεκαοχτώ ώρες, καθάρισα την αυλή, το κοτέτσι, έτριψα σαράντα κατσαρόλες και σφουγγάρισα όλο το σπίτι, έκοψα έναν τόνο ξύλα....τώρα ξέρω πως θα μ' αγαπάς πιο πολύ, Αφέντη και ζωή μου...».
Κι αυτός της απαντά:«Μην πλυθείς, έλα έτσι, τρέμω από συγκίνηση, λιποθυμώ στην ιδέα ότι θα με αγγίξουν τα τεράστια, δυνατά, βρώμικα, άγια εργατικά χεράκια σου, Χάννα γυναίκα μου...»
Η Χάννα θα πεθάνει στα 1909, έξι μήνες αργότερα θα την ακολουθήσει ο Άρθουρ. Η ιστορία τους (αγαπημένη στις σπουδές φύλου και τα ιστορικά τμήματα των Αγγλικών Πανεπιστημίων) βγάζει τη γλώσσα στη Χήρα Βασίλισσα με τα εννιά παιδιά που κυρίευσε τις Ινδίες, την Αυστραλία, τον Καναδά αλλά δεν κατάφερε να υποτάξει αυτά τα δύο σώματα που επιθυμούσαν το ένα το άλλο.
Ίσως γι' αυτό η ιστορία τους να είναι η νίκη του Σώματος.