Ένα από τα σπάνια και λιγοστά δείγματα της αγγλικής μεσαιωνικής καθολικής γλυπτικής που κατάφερε να επιβιώσει από τις καταστροφές της προτεσταντικής Μεταρρύθμισης επιστρέφει μετά από αιώνες στο Βρετανικό μουσείο. Πρόκειται για την αλαβάστρινη μορφή της Παρθένου με τον Ιησού, που φιλοτεχνήθηκε στην Αγγλία, από άγνωστο καλλιτέχνη, τις χρονολογίες 1350-75. Ακριβώς, το υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένη η φιγούρα της Παναγίας, κάνει το εύρημα ακόμη πιο πολύτιμο. Το αλάβαστρο ήταν από τα υλικά, που εκτιμούσαν οι Άγγλοι τεχνίτες του 14ου και 15ου αιώνα, που σε σχέση με το ακριβό για την εποχή μάρμαρο, προσέφερε πολυτελές, φίνο αποτέλεσμα, ειδικά στα μικρά αγάλματα της εποχής.
Στα Μίντλαντς και ειδικά στην περιοχή του Νότιγχαμ, που παρουσίαζε και την πιο μεγάλη δραστηριότητα στη γλυπτική, οι καλλιτέχνες αυτών των αιώνων, προτιμούσαν, επίσης, το αλάβαστρο από κάθε άλλο υλικό, επειδή ήταν πιο εύπλαστο στο να δουλευτεί από τον γλύπτη και εμφάνιζε πανέμορφο αποτέλεσμα, από πλευράς αισθητικής, αν ο καλλιτέχνης ήθελε να το επιχρυσώσει ή να του προσθέσει πολύτιμα φινιρίσματα. Ειδικά σε περιπτώσεις αγαλμάτων για ναούς και για λατρευτικές τελετές, οι συγκεκριμένες περιοχές είχαν να επιδείξουν πλούσια δράση και υπέροχη τεχνοτροπία.
Πώς, όμως, το συγκεκριμένο εύρημα επιβίωσε από τη διάλυση των μοναστηριών και την καταστροφή των πλούτων τους από το βίαιο πέρασμα της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης; Βάσει των βασιλικών απαγορεύσεων της εποχής, που φέρουν την υπογραφή του Ερρίκου VIII κάθε λατρευτικό άγαλμα, κάθε καλλιτεχνική απόπειρα να περιγραφεί η Βασιλεία των Ουρανών έπρεπε να κρυφτεί ή να εξαφανιστεί μέσα από ναούς και χώρους προσευχής της εποχής, καθώς παρέπεμπε σε ειδωλολατρεία. Αυτό ήταν απλώς η αρχή. Η στάση του Στέμματος θα σκλήραινε περισσότερο απέναντι στην τέχνη των Καθολικών, όταν στον θρόνο θα καθόταν ο γιος του Ερρίκου, ο Εδουάρδος VI, ο οποίος πρακτικά το 1547 διέταξε την καταστροφή όλων των έργων Τέχνης με σαφείς θρησκευτικές αναφορές. Το διάστημα που ακολούθησε αυτής της βασιλικής διαταγής αγάλματα αποκεφαλίστηκαν, έσπασαν σε κομμάτια, ακόμη και κάποια λίγα που πιστοί και λάτρεις της Τέχνης είχαν φροντίσει να κρύψουν πίσω από διπλούς τοίχους, κελάρια ή αποθήκες.
Για το συγκεκριμένο άγαλμα της Παρθένου με τον Ιησού, τα μόνα που είναι σε θέση να γνωρίζουν οι επιμελητές του Βρετανικού Μουσείου, είναι ότι κατάφερε να βρει τον δρόμο μου μέσα από το αββαείο του Saint Truiden Abbey, που βρισκόταν στη φλαμανδική επαρχία του Limburg, στο Βέλγιο. Είχε εντοπιστεί τον 7ο αιώνα στο συγκεκριμένο σημείο, όπου βρισκόταν μοναστήρι - σταθμός προσκυνητών του Μεσαίωνα. Εικάζεται πλέον ότι κάποιος εξαιρετικά εύπορος πιστός το αγόρασε στην Αγγλία και το δώρισε στο αββαείο, λίγο μετά την ολοκλήρωση του από τον άγνωστο καλλιτέχνη που το εμπνεύστηκε. Η άλλη εικασία, την οποία έχουν ήδη διατυπώσει οι αρχαιολόγοι, είναι ότι πρόκειται για σωζώμενο -από τη Μεταρρυθμιστική επέλαση- άγαλμα του 16ου αιώνα, που κατέληξε στα χέρια αρχαιοκάπηλων και κάπως έτσι βρέθηκε εκτός χώρας.
Το μακρύ ταξίδι της Παρθένου θα έφτανε μέχρι και τη Γαλλική Επανάσταση και το άγαλμα θα κατάφερνε να γλιτώσει και από τις καταστροφές και αυτής της ταραγμένης ιστορικής περιόδου. Όταν το εξαγριωμένο γαλλικό πλήθος θα εισέβαλε στο αββαείο του Saint Truiden το 1794 καταστρέφοντας και καίγοντας τα πάντα, το συγκεκριμένο άγαλμα και πάλι θα γλίτωνε, καθώς θα επωλείτο, προκειμένου να συγκεντρωθούν χρήματα για τις ανάγκες του επαναστατικού αγώνα.
Μετά απ' όλη αυτή την περιδίνηση, η Παρθένος θα εκτείθετο για πρώτη φορά στις Βρυξέλλες το 1864 και θα αγοραζόταν από έναν Αυστραλό συλλέκτη έργων τέχνης, τον Dr. Albert Figdor. Μετά τον θάνατο του συγκεκριμένου, το άγαλμα πωλήθηκε σε άγνωστο ευρωπαίο αγοραστή κατά τη διάρκεια δημοπρασίας. Κάπως έτσι εντοπίστηκε και από ανθρώπους του Βρετανικού Μουσείου που κανόνισαν ένα ραντεβού αγοραπωλησίας μέσω των εμπόρων τέχνης Sam Fogg και με απευθείας χρηματοδότηση από τον βρετανικό τομέα πολιτιστικής κληρονομιάς.
Παρά τις φθορές από το περιπετειώδες ταξίδι του μέσα στον χρόνο, το άγαλμα διατηρείται σε εξαιρετική κατάσταση και ήδη εκτίθεται σε περίοπτη θέση του Βρετανικού Μουσείου. Διατηρεί ακόμη κάποια από τα επιχρωματισμένα και επιχρυσωμένα τμήματα του: για την ακρίβεια, στο φωτοστέφανο της Παρθένου υπάρχουν απομεινάρια χρυσών λεπτομερειών και κόκκινου χρώματος.
Με στοιχεία από τον Guardian