Ο Μιχαήλ Άγγελος αγαπούσε ιδιαίτερα την κλασική αρχαιότητα και χρησιμοποιούσε τα γλυπτά της ως πρότυπο. Η γυμνότητά τους είναι ένα χαρακτηριστικό που υιοθέτησε, με γνωστότερο γυμνό έργο του τον μνημειακών διαστάσεων Δαβίδ, που σήμερα φιλοξενείται στην Galleria dell'Accademia της Φλωρεντίας. Αν η επιλογή να παρουσιαστεί ένα πρόσωπο της Παλαιάς Διαθήκης εντελώς ακάλυπτο φαίνεται τολμηρή για την εποχή, ο «Αναστάς Χριστός» του γλύπτη ήρθε να δοκιμάσει για άλλη μια φορά τα όρια της Καθολικής Εκκλησίας, καθώς είχε ήδη προηγηθεί η αγιογράφηση της οροφής της Καπέλα Σιξτίνα, που προκάλεσε σκάνδαλο με τις γυμνές ανδρικές φιγούρες που περιελάμβανε. Μόνο η τεράστια φήμη του γλύπτη, σε συνδυασμό με το ελεύθερο πνεύμα της Αναγέννησης, θα μπορούσε να κάνει αποδεκτό ένα άγαλμα που παρουσιάζει τον αναστημένο Ιησού ολόγυμνο, με πανίσχυρα χέρια, κορμό που σφύζει από δύναμη και τα γεννητικά του όργανα σε κοινή θέα. Ο «Αναστάς Χριστός», που ολοκληρώθηκε το 1521, δεσπόζει μέχρι σήμερα στη Santa Maria sopra Minerva της Ρώμης, όχι ακριβώς, όμως, όπως τον έφτιαξε ο μεγάλος καλλιτέχνης: αμέσως μετά το θάνατό του, τοποθετήθηκε στο άγαλμα ένα μπαρόκ μεταλλικό πέπλο που καλύπτει τη γύμνια του, το οποίο εν έτει 2017 δεν έχει ακόμα αφαιρεθεί.
Μέχρι το 1997, κανείς πιστός ή φιλότεχνος δε μπορούσε να δει το γλυπτό στην αρχική του μορφή. Τότε ήταν που αναγνωρίστηκε ως χαμένο έργο του Μιχαήλ Αγγέλου ο «Αναστάς Χριστός» που βρίσκεται στη Μονή του San Vincenzo, στο Μπασάνο Ρομάνο της Ιταλίας. Σύμφωνα με πηγές του 16ου αιώνα, το 1514 ανατέθηκε στον Μιχαήλ Άγγελο να φτιάξει το άγαλμα του Αναστημένου Χριστού κι εκείνος ξεκίνησε να εργάζεται σε ένα τεράστιο κομμάτι μαρμάρου. Δεδομένης της συνήθειας που είχαν οι γλύπτες να ξεκινούν το σμίλεμα από τα πόδια, ο καλλιτέχνης είχε ήδη ολοκληρώσει το σώμα του Ιησού, όταν ανακάλυψε ότι στο πάνω μέρος του μαρμάρου υπήρχε μια ατέλεια, μια μαύρη φλέβα που σήμερα μοιάζει με ουλή στο πρόσωπο του αγάλματος. Ο γλύπτης εξοργισμένος εγκατέλειψε το έργο ημιτελές και ξεκίνησε από την αρχή τον Χριστό που σήμερα βρίσκεται στη Ρώμη. Το άγαλμα ξεχάστηκε, ολοκληρώθηκε, άγνωστο από ποιον, τον 17ο αιώνα και κατέληξε στο Μοναστήρι, όπου κανείς δεν φρόντισε να το καλύψει, ελάχιστοι όμως το έχουν δει. Το κεφάλι και το πρόσωπο του Χριστού, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος του σταυρού μπορεί να μην είναι δικό του έργο, η δύναμη και η ευαισθησία, ωστόσο, με την οποία έχει σμιλευτεί το σώμα του Ιησού δε θα μπορούσαν παρά να παραπέμπουν στον ιδιοφυή γλύπτη.
Ο «Αναστάς Χριστός» του San Vincenzo, είναι το έκθεμα που έχει τραβήξει ήδη την προσοχή κοινού και κριτικών, καθώς πρόκειται να παρουσιαστεί στην έκθεση με τίτλο «Michelangelo & Sebastiano», που ξεκινά στις 15 Μαρτίου στην Εθνική Πινακοθήκη στο Λονδίνο. Η έκθεση διερευνά τη σχέση των δύο ανδρών που γνωρίστηκαν το 1511, όταν ο Μιχαήλ Άγγελος ολοκλήρωνε την Καπέλα Σιξτίνα, έγιναν φίλοι και άρχισαν να συνεργάζονται καλλιτεχνικά. Η εικοσιπενταετής φιλία τους είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία κορυφαίων έργων τέχνης, με φόντο τον πόλεμο, θρησκευτικές συγκρούσεις, αλλά και μια εποχή μεγάλης πνευματικής ενέργειας και καλλιτεχνικής καινοτομίας. Κεντρικό στοιχείο της έκθεσης είναι δύο από τις συνεργασίες τους: η «Πιετά» για τον Ναό του Αγίου Φραγκίσκου στο Βιτέρμπο (1512-16) και «Η Ανάσταση του Λαζάρου», ζωγραφισμένη για τον Καθεδρικό της Ναρμπόν στη Γαλλία. Η έκθεση, η οποία περιλαμβάνει έργα ζωγραφικής, σχέδια, γλυπτά, και επιστολές που τεκμηριώνουν την αλληλογραφία μεταξύ των καλλιτεχνών, έχει ανακινήσει και μια σειρά από συζητήσεις θρησκευτικού περιεχομένου, σχετικά με το κατά πόσο είναι έτοιμη η σημερινή Εκκλησία να αποδεχθεί τον γυμνό Αναστημένο Ιησού, ως σύμβολο της λύτρωσης από τις αμαρτίες της σάρκας. Πέντε αιώνες μετά, ο Μιχαήλ Άγγελος εξακολουθεί να διχάζει.