Η παρακάτω συνέντευξη αποτελεί μια προσεκτικά δομημένη σύνθεση των καλύτερων ερωταπαντήσεων από τις ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις που έδωσε στη ζωή του -απ' τη δεκαετία του '50 μέχρι και σήμερα- ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. (Οι ερωταπαντήσεις προέρχονται από συνεντεύξεις που ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε δώσει τις τελευταίες δεκαετίες στα παρακάτω μέσα: City 99,5 / BHmagazino / Καθημερινή / Πρακτορείο Anadolu / Fractal / ΕΡΤ / ΤΑ ΝΕΑ / Η Μηχανή του Χρόνου)
O Κωνσταντίνος Μητσοτάκης γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1918 στη συνοικία Χαλέπα των Χανίων. Μεγάλωσε σε ένα σπίτι «ανεμοδαρμένο, που πάντα έσφυζε από ζωή». «Από μικρός έμαθα να συγχρωτίζομαι με τους ανθρώπους» αφηγείται. «Τα πήγαινα καλά με όλους, ακόμη και με τους εγκληματίες της φυλακής είχα μια θαυμάσια συνεργασία όταν με βάζανε μέσα κατά καιρούς...». Η οικογένειά του έχει μακρά πολιτική παράδοση. Ο παππούς του (1845-1898), από τον οποίο πήρε το όνομά του, ήταν ο ιδρυτής του Κόμματος των Ξυπόλητων, το οποίο παρέλαβε εν συνεχεία ο Ελευθέριος Βενιζέλος, μετονομάζοντάς το σε Κόμμα των Φιλελευθέρων.
Οι γονείς του, Κυριάκος Μητσοτάκης και Σταυρούλα Πλουμιδάκη, παντρεύονται κατ' οικονομίαν (με άδεια του δεσπότη) καθ'ότι τυγχάνουν δεύτερα εξαδέλφια. Ετσι, βεβαίως, εξηγείται και η διπλή συγγένειά του με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Η μητέρα του είναι μια γυναίκα δυναμική, δωρική, «με αφάνταστη αυτοκυριαρχία και μια βαθιά αίσθηση του χρέους». «Από τη μάνα μου, στην οποία έμοιαζα πολύ και σωματικά, πήρα βασικά στοιχεία του χαρακτήρα μου. Με δίδαξε: "Να κάνεις πάντα αυτό που πιστεύεις σωστό και να μη σε νοιάζει". Θυμάμαι τότε που στην Κατοχή (ανάμεσα στις δύο συλλήψεις μου) έβγαινα από το σπίτι να πιω κανένα κρασάκι. Τότε οπλοφορούσα μονίμως διότι ήμουν αποφασισμένος να μην ξαναπιαστώ ζωντανός. Δεν γυρνούσα ποτέ στις 8.00 μ.μ., που ήταν η αστυνομική ώρα, αλλά τα μεσάνυχτα. Η μάνα μου στεκόταν πίσω από το παράθυρο καθώς οι αρβύλες μου ηχούσαν στο λιθόστρωτο. Δεν μου είπε ποτέ: "Γιατί, παιδί μου, αργείς;". Δεν ήθελε να μου κόψει το κουράγιο». Ο πατέρας του Κυριάκος, βουλευτής Χανίων, μακεδονομάχος, αρχηγός των Εθελοντικών Σωμάτων το '12-'13, «ένας άνθρωπος σκληρός με τον εαυτό του, όπως και εγώ, νομίζω», υπέστη σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο μετά την πρώτη σύλληψη του Κώστα από τους Ναζί. «Πέθανε από την αγωνία του για μένα».
Θα μπορούσα να σου πω ότι όταν έφυγα από τα Χανιά, παιδί δεκαεπτά χρονών, γιατί τελείωσα νωρίς το λύκειο, είχα διαμορφωμένο τον χαρακτήρα μου. Ήμουν αυτός που έμεινα μετά στην επόμενη ζωή.
Κληρονομεί τη «σωστή εθνική συνείδηση» από τον θείο του, Ελευθέριο Βενιζέλο. «Τον θυμάμαι καλά, το 1927 είχε μείνει στο σπίτι μας 11 μήνες. Μια φορά με ρώτησε: "Τι σκοπεύεις να γίνεις, παιδί μου;". Του απάντησα ότι δεν είχα ακόμη αποφασίσει διότι συνέβαινε να είμαι αριστούχος σε όλα, παρ' ότι μου άρεσαν τα μαθηματικά. "Ο,τι θέλεις να γίνεις, εκτός από δικηγόρος και γιατρός. Δεν γίνεσαι γεωπόνος;". Είχε τότε μανία με τη γη». Ο Βενιζέλος θα αναλάβει να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του, αλλά δεν θα προλάβει (πέθανε το 1936). Το 1940, χρονιά έναρξης του ελληνοϊταλικού πολέμου, συμπίπτει με το τέλος της φοίτησής του στη Νομική Σχολή. Τον δύσκολο χειμώνα '41-'42 βρίσκεται στην Αθήνα. Θα συμμετέχει στην Εθνική Αντίσταση στην Κρήτη, βοηθώντας μάλιστα ενεργά στη συνεργασία των αντιστασιακών οργανώσεων, με τη σύναψη της Συμφωνίας του Θερίσου (Ιούλιος 1943), η οποία συνέβαλε στην αποτροπή του εμφυλίου πολέμου στην περιοχή. Τα βρετανικά αρχεία που άνοιξαν το 2003 αποκάλυψαν ότι ήταν και πράκτορας των Βρετανών, στους οποίους μετέδιδε σημαντικές πληροφορίες, εξαργυρώνοντας την ιδιότητά του ως δικηγόρου των Ελλήνων που έστελναν οι αρχές Κατοχής στα στρατοδικεία.
— Πώς ήταν η ανατροφή σας;
Οι γονείς μου, η πατρική μου οικογένεια, απεφάσισε να πάρει Γερμανίδα δασκάλα, γιατί δεν εύρισκε εύκολα Αγγλίδα ή Γαλλίδα. Έτσι εμείς ανατραφήκαμε, τα πρώτα χρόνια όμως, γιατί μετά ήρθαν καιροί δύσκολοι, δεν είχαμε πλέον γκουβερνάντα, και μάθαμε γερμανικά από παιδιά.... Είχαμε την τύχη να πάρουμε αυτή τη Γερμανίδα, ήταν 24 ετών όταν ήρθε, ήταν καθολική, είχε σκοτωθεί ο άνδρας τον οποίον αγαπούσε, έμεινε απάντρευτη και απετέλεσε κομμάτι του σπιτιού μας. Ανέθρεψε τα τέσσερα παιδιά μας, ανέθρεψε τα παιδιά της Ντόρας μετά, τον Κώστα και την Αλεξία, και την κληρονομήσαμε εμείς, τη γηροκομήσαμε εμείς και ετάφη από εμάς σε πολύ μεγάλη ηλικία. Έτσι τα παιδιά έμαθαν όλα γερμανικά, δεύτερη, τρίτη και τέταρτη γενιά.
— Από την περίοδο της εφηβείας σας και ως παιδί, ποια σημαντικά γεγονότα θυμάστε;
Πολλά, πολλά. Θυμάμαι τον Ελευθέριο Βενιζέλο στην Κρήτη το 1927. Ήμουν εννιά χρονών παιδί, ήρθε στα Χανιά για να εποπτεύσει το χτίσιμο του σπιτιού του ή μάλλον την επισκευή. Την ανανέωση του παλιού πατρικού του σπιτιού στη Χαλέπα. Κι έμεινε αρκετούς μήνες, οχτώ-εννιά μήνες, στο σπίτι του πατέρα μου στη Χαλέπα. Έμεινε μαζί μας. Θυμάμαι εκείνη την εποχή, τον θυμάμαι αργότερα, το κίνημα του '35... Τις συνέπειές του, τη φυλακή, τη δίκη. Ο πατέρας μου, ξέρεις, φυλακίσθηκε και δικάσθηκε, όπως και όλοι οι δικοί μου τότε.
— Πόσο νομίζετε ότι επηρέασε το περιβάλλον την εξέλιξή σας;
Εγώ πιστεύω ότι από το περιβάλλον ο χαρακτήρας διαμορφώνεται ήδη στα παιδικά σου χρόνια. Θα μπορούσα να σου πω ότι όταν έφυγα από τα Χανιά, παιδί δεκαεπτά χρονών, γιατί τελείωσα νωρίς το λύκειο, είχα διαμορφωμένο τον χαρακτήρα μου. Ήμουν αυτός που έμεινα μετά στην επόμενη ζωή. Το περιβάλλον το οικογενειακό και το σχολικό, το περιβάλλον το κοινωνικό των πρώτων χρόνων της ζωής του ανθρώπου, των μαθητικών του χρόνων, επηρεάζει αποφασιστικά. Παίζει ρόλο και το περιβάλλον των σπουδών των Πανεπιστημιακών. Ακόμα θα έλεγα και ο στρατός επηρεάζει. O ανθρώπινος χαρακτήρας διαμορφώνεται τα πρώτα χρόνια της ζωής.
— Πού σας βρήκε η 28η Οκτωβρίου του 1940;
Η 28η Οκτωβρίου με βρήκε στη σχολή εφέδρων αξιωματικών Σύρου. Είχαμε μόλις καταταγεί. Δεν είχαν περάσει δεκαπέντε μέρες και ακούσαμε τις καμπάνες να χτυπούν στη Σύρο, ο πόλεμος και η εισβολή είχαν αρχίσει. Όπως καταλαβαίνετε, για μας ήταν μια δραματική αλλαγή σκηνικού. Τον περιμέναμε βέβαια τον πόλεμο, αλλά άλλο να περιμένεις και άλλο να έρχεται. Από εκεί και πέρα τα πράγματα γίνανε πιο σκληρά, πιο δύσκολα, η εκπαίδευσις έγινε πιο εντατική, για να μπορούμε να πάμε εγκαίρως στο μέτωπο, να προλάβουμε. Προοριζόμασταν όλοι για διμοιρίτες, για έφεδροι ανθυπολοχαγοί, ανθυπασπιστές μάλιστα ονομαζόμασταν τότε σε πρώτη φάση,... να πάρουμε διμοιρία στη πρώτη γραμμή του μετώπου. Τότε στην Σύρο είχανε μαζευτεί πάρα πολλοί, ήταν θα' λεγα ο ανθός της ελληνικής νεότητας της εποχή εκείνης, γιατί όλοι οι πτυχιούχοι του πανεπιστημίου, όπως επίσης και οι απόφοιτοι των ακαδημιών, των δασκαλικών ακαδημιών, πήγαιναν έφεδροι αξιωματικοί. Κανένας άλλος τελειόφοιτος γυμνασίου δεν πήγαινε, και ήμασταν τετρακόσιοι πενήντα άνθρωποι. Ο Κώστας Δεσποτόπουλος, ας πούμε, ο ακαδημαϊκός, ο οποίος με κάποια καθυστέρηση, γιατί είχε πάρει μερικές αναβολές, ήταν μαζί μας. Ο Γρηγόρης Λαμπράκης, γιατί είχαμε και γιατρούς. Η σχολή είχε δύο κομμάτια: τους λίγους, που ήταν οι γιατροί και τους πολλούς, που ήμαστε εμείς οι υπόλοιποι. Και σα γιατρός, ο Γρηγόρης ο Λαμπράκης, ήταν μάλιστα και αρχηγός του τρίτου λόχου, στον οποίον ήμουνα εγώ και πολλοί άλλοι επώνυμοι άνθρωποι... Ήτανε μια καμπή για την ανθρωπότητα, την οποία αισθανόμαστε. Δεν ήταν μόνο το πρόβλημα του πολέμου. Ήτανε και το πρόβλημα των ολοκληρωτικών καθεστώτων: ο κομμουνισμός από τη μια μεριά, αλλά προπαντός ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός στην Γερμανία του Χίτλερ, η οποία μεγάλωνε και δυνάμωνε με απίστευτους ρυθμούς. Και βλέπαμε τον πόλεμο να 'ρχεται. Ατέλειωτες συζητήσεις τα βράδια ίσα με τα ξημερώματα. Οι νέοι εκείνης της εποχής περιμέναμε πλέον τι θα γίνει με την Ελλάδα - Πότε θα μπει και η Ελλάδα στον πόλεμο;-. Ήμαστε προετοιμασμένοι ψυχολογικά. Τον περιμέναμε τον πόλεμο.
— Πώς επιστρέψατε στην Κρήτη;
Γύρισα πίσω, μπορώ να σου πω, και γύρισα πίσω υπό δραματικές συνθήκες. Περπάτησα όλη την Ελλάδα κατά μήκος. Πέρασα όλα τα βουνά, της Πίνδου, τ΄ Άγραφα, τα Βαρδούσια. Κατέβηκα από την Ερατεινή στο Αίγιο και από 'κει, υπό δραματικές συνθήκες, έφτασα τελικά και κατέληξα σ' ένα χωριό της Πελοποννήσου, στο Βέλο Κορινθίας, αποκομμένος από την Κρήτη. Στη Κρήτη πήγα ένα χρόνο αργότερα. Εκεί δραστηριοποιήθηκα στην Αντίσταση. Αυτό είναι μια μεγάλη ιστορία. Αυτό που θέλω να σου πω και θα το τονίσω ιδιαίτερα: η ψυχολογία του λαού. Πρώτον ο λαός τότε ήταν ενωμένος. Ήταν ενωμένος στην θέση που επήρε. Και στη συνέχεια, αυτό που είναι πάντοτε σίγουρο είναι ότι ο ελληνικός λαός δεν παραδόθηκε, νικήθηκε αλλά δεν παραδέχτηκε την ήττα του, δεν παρεδόθη, δεν αναγνώρισε τον κατακτητή. Δηλαδή περάσαμε από τον πόλεμο στην Αντίσταση, χωρίς να υπάρχει ενδιάμεσο. Δεν περιμέναμε ν' αρχίσουμε την Αντίσταση, να' ρθούν καινούργια γεγονότα. Το γεγονός αυτό που λέω, ισχύει για όλη την Ελλάδα. Αν θέλεις, ισχύει ειδικότερα για την Κρήτη, την πατρίδα μου, την ιδιαίτερη πατρίδα μου.
— Να μείνουμε λίγο στην Κρήτη. Εσείς καταδικαστήκατε δις εις θάνατον...
Την πρώτη φορά συνελήφθην και δικάστηκα σε θάνατο. Πήρα χάρη από τον Μπρόγερ, τον τότε Γερμανό στρατηγό, επ' ευκαιρία της εθνικής εορτής, στις 25 Μαρτίου του 1944, μαζί με αρκετούς άλλους Έλληνες. Μας έδωσε χάρη. Και στη συνέχεια, έμεινα, αρνήθηκα να πάω στη Μέση Ανατολή, όπως πιεστικά με παρότρυναν οι πάντες, ακόμα και οι κομμουνιστές, με τους οποίους συνεργαζόμασταν τότε και οι σύμμαχοι τότε, βεβαίως, μου το ζητούσαν, γιατί εκινδύνευα πολύ, ήμουνα ο πρώτος στόχος.
— Πώς νιώθατε τότε κάθε φορά που ερχόταν το εκτελεστικό απόσπασμα μέσα στην φυλακή;
Όποιος έχει περάσει από το κελί των μελλοθανάτων, ξέρει την ψυχολογία του νέου ανθρώπου, που δεν μπορεί εύκολα να συμφιλιωθεί με τον θάνατο, αλλά που ταυτόχρονα είναι αποφασισμένος να πεθάνει όρθιος. Εγώ θυμάμαι – και θα σου περιγράψω μόνο μία σκηνή γιατί είναι ατέλειωτες ιστορίες αυτές – τα βράδια, είναι στην πρώτη φυλάκιση, που ήτανε και η πιο σκληρή, που ήμουνα σε απόλυτη απομόνωση, αυτό που οι Γερμανοί λέγανε «einzelhaft». Δηλαδή, σε βάζανε σε ένα κελί μέσα, το οποίο ήτανε μικρό, είχε μέσα και τουαλέτα και τρεχούμενο νερό, αλλά δεν είχες, δεν μπορούσες να μιλήσεις με κανέναν. Δε σου δίνανε το δικαίωμα να έχεις βιβλίο, δεν μπορεί να είχες μολύβι, δεν είχες ρολόι. Εζούσες μέσα σε έναν εφιάλτη. Οι ώρες τρέχανε. Έχανες τις ώρες, τις μέρες. Τρελαινόσουν. Ήτανε μια δεινή δοκιμασία. Εκεί το βράδυ, ξημερώματα, ερχότανε το εκτελεστικό απόσπασμα για τις εκτελέσεις. Θα σου διηγηθώ μόνο αυτή τη σκηνή: Ήμαστε στην Αγιά - η Αγιά είναι στον κάμπο των Χανίων. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν σπίτια γύρω. Ήτανε έρημη περιοχή. Εγώ κοιμόμουνα τα βράδια κανονικά. Μάλιστα, είχα πάθει τύφο πρωτύτερα. Είχα αδυνατίσει. Ήμουνα εβδομήντα πέντε κιλά και είχα χάσει τα δώδεκα και είχα σηκωθεί εξήντα τρία κιλά, 1,92 – φαντάσου τα χάλια μου. Αλλά παρά ταύτα στη φυλακή μέσα άντεχα κι είχα κανονίσει, έτσι για να μην τρελαθώ, την ώρα που έσβηνε το φως, στις οχτώ η ώρα κοιμόμουνα και μέχρι την άλλη μέρα το πρωί στις οχτώ. Όταν όμως γινόταν εκτέλεση, άκουγα το μουγκρητό των φορτηγών αυτοκινήτων, που έφερναν το απόσπασμα από την πόλη στην ησυχία της νύχτας και ξυπνούσα. Και ντυνόμουν και περίμενα πίσω από την πόρτα..»
— Μην τυχόν...;
Άκουγα το απόσπασμα να ανοίγει την πρώτη σιδερένια πόρτα, τη δεύτερη σιδερένια πόρτα. Μετά τις μπότες απάνω στο λιθόστρωτο – ήτανε τσιμέντο κάτω, δεν υπήρχε ξύλο και περίμενα ποια πόρτα θα ανοίξει! Όταν δεν άνοιγε η πόρτα, γύριζα, γδυνόμουνα και κοιμόμουνα ίσα με το πρωί...
— Πριν από τη δικτατορία, σας είχαν χαρακτηρίσει πρωτεργάτη της αποστασίας και υπήρχε ένα πλήθος, που αποδοκίμαζε την στάση σας...
Δεν είναι έτσι ακριβώς. Ο λαός εκείνη την εποχή είχε παραπλανηθεί. Εγώ δεν είχα κανένα αίσθημα αντιδικίας με τον λαό και φυσικά δεν φοβόμουνα κιόλας τις εκδηλώσεις. Κάποτε στην Τράπεζα της Ελλάδος που ήμουν, είχε μαζευτεί το πλήθος από κάτω μαινόμενο, ωρυόμενο κι εγώ αποφάσισα να πάω από την Τράπεζα της Ελλάδος στην οδό Ομήρου, στα γραφεία της εφημερίδας "Ελευθερία" που ήταν λοξά απέναντι στην Πανεπιστημίου. Έπρεπε λοιπόν να περάσω το πλήθος. Κατέβηκα κάτω και βλέπω αμπαρωμένη πόρτα, αστυφύλακες ετοιμάζονται να ανοίξουν την πόρτα να με περικυκλώσουν, λέω «δεν θέλω κανέναν», τους διώχνω όλους. Είχα μάλιστα έναν φίλο τον Θάνο τον Γιαννάκη που με συνόδευσε. Του λέω «πάμε Θάνο», κοντοστάθηκε, του λέω «φοβάσαι;», «όχι» μου λέει. Πού να τολμήσει να πει ότι φοβάται και ξεκινούμε οι δυο μας και περνώ μέσα στο μαινόμενο πλήθος. Όλοι παραμέρισαν και πέρασα. Ήταν τρέλα φυσικά, γιατί αν κάποιος εκείνη την ώρα σήκωνε το χέρι, θα με λιντσάριζαν.
— Ήταν δύσκολη η απόφαση που είχατε πάρει πάντως...
Εκείνο το βράδυ βρέθηκα ενώπιον του σκληρότερου διλήμματος της ζωής μου, εάν δεν ορκιζόμουν, ήταν βέβαιο ότι θα πηγαίναμε σε εμφύλιο. Ήλπιζα ότι μπαίνοντας στη μέση θα μπορούσα να μαλακώσω τα πράγματα, που όντως έγινε, παρά το ότι είχαμε μερικές αναστατώσεις για ένα μικρό χρονικό διάστημα...
— Θεωρείτε ότι οι μετέπειτα εξελίξεις σας δικαίωσαν;
Καλά είχα δίκιο, είχα δίκιο εγώ εκείνη την εποχή. Με δικαίωσαν εκατό τοις εκατό. Να σου πω γιατί. Γιατί εγώ το 1965 τον Ιούλιο, εζήτησα από τον Γεώργιο Παπανδρέου να μην φθάσει στα άκρα και να βρει μια λύση του θέματος του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Δηλαδή του είπα: «Δώσε το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, άδικο έχει ο βασιλιάς που επιμένει, αλλά προκειμένου να πάμε τον τόπο σε κρίση, δώσε το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης σε κάποια από τα στελέχη σου. Βάλε τον Κωστόπουλο, βάλε τον Στέλιο τον Χούντα, βάλε κάποιον από όλους τους άλλους». Απάνω εκεί, ο Γεώργιος Παπανδρέου προχώρησε σε κρίση. Στην ουσία, δεν προχώρησε γι' αυτό σε κρίση. Προχώρησε διότι ο Ανδρέας είχε τα σχέδιά του και τον έσπρωχνε προς εκκαθάριση. Αλλά ο ίδιος ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο οποίος τον Ιούλιο του 1965 πήγε σε κρίση με τον βασιλέα – γιατί δεν ήθελε να του δώσει την ικανοποίηση ότι δεν γίνεται ο ίδιος υπουργός Εθνικής Άμυνας – βάζει ένα από τα στελέχη του, ενάμιση χρόνο μετά τον Δεκέμβριο του 1966, φτιάχνει την κυβέρνηση Παρασκευόπουλου, που ήταν εκατό τοις εκατό αυλική κυβέρνηση. Τι δείχνει αυτό; Αυτό που του ζήτησα εγώ, δεν το έκανε την ώρα που έπρεπε και έκαμε δέκα φορές πάρα πάνω και χειρότερα, ενάμιση χρόνο μετά.
Ο πολιτικός πρέπει να έχει τη δύναμη να αντέχει την αδικία. Αλίμονο αν δεν αντέχει την αδικία στην πολιτική. Και στο τέλος-τέλος, έτσι κρίνεις εσύ. Μπορεί οι άλλοι να κρίνουν αλλιώτικα. Δεν υπάρχει απόλυτο μέτρο. Πότε σε αδικεί ο λαός και πότε δεν σε αδικεί. Πρέπει να έχεις περιθώριο ψυχής.
— Θα ξανακάνατε την «αποστασία»;
Αμφιβάλλω αν θα το έκανα έτσι. Θα το έκανα αλλιώς. Χωρίς κανένα κόστος. Ήμουνα κύριος του πεδίου. Θα έπρεπε να έχω γίνει πρωθυπουργός τη δεκαετία του '60. Ήταν η ώρα μου. Ήμουν νέος ακόμη πολύ, ήμουν ώριμος για αυτή τη δουλειά. Και όχι μόνο δεν έγινα, αλλά έπεσα στα άπατα. Μπήκα στη μάχη με αφροσύνη, πήγα να βοηθήσω να γλιτώσει ο τόπος και φορτώθηκα όλη αυτή την περιπέτεια της χώρας».
— Τι συναισθήματα σας δημιούργησε το γεγονός ότι ο κόσμος μιλούσε για αποστασία ότι υπήρχε λαϊκό ξεσήκωμα;
Δεν σου κρύβω, υπήρξε μέσα μου, είχα ένα παράπονο ότι αδικούμαι. Αλλά ξέρεις ότι ο πολιτικός πρέπει να έχει τη δύναμη να αντέχει την αδικία. Αλίμονο αν δεν αντέχει την αδικία στην πολιτική. Και στο τέλος-τέλος, έτσι κρίνεις εσύ. Μπορεί οι άλλοι να κρίνουν αλλιώτικα. Δεν υπάρχει απόλυτο μέτρο. Πότε σε αδικεί ο λαός και πότε δεν σε αδικεί. Πρέπει να έχεις περιθώριο ψυχής. Εγώ πολλές φορές μιλώ για περιθώριο καρδιάς, περιθώριο ψυχής. Στενόψυχος άνθρωπος δεν κάνει για πολιτικός. Και για αυτό πάντα εγώ λέω, ότι ο πολιτικός χρειάζεται να είναι έξυπνος, να είναι μορφωμένος, αλλά προπάντων πρέπει να είναι γενναίος. Δειλός πολιτικός, είναι κακός πολιτικός εξ ορισμού. Ο πολιτικός πρέπει να έχει γενναιότητα, πρέπει να έχει ψυχικό περιθώριο, αλλιώς αλίμονο.
— Η Χούντα το 1967 σας συνέλαβε κατευθείαν ε;
Άρπαξα την τελευταία στιγμή ένα παντελόνι το οποίο είχε μέσα και μερικά χρήματα κι έτσι ήμουν προνομιούχος στο Κέντρο Τεθωρακισμένων στο Γουδί που μας πήγανε, είχα τουλάχιστον ένα παντελόνι να βάλω. Οι υπόλοιποι, και εννοώ όλη την πολιτική ηγεσία της εποχής, δεν πρόλαβαν. Ο Λεωνίδας ο Κύρκος παρουσιάστηκε με το βρακάκι του κι ένα μικρό κασκορσέ σαν παλαιστής. Όλος ο καλός κόσμος -αριστεροί, κεντρώοι, δεξιοί- όλοι ήμασταν παρέα εκεί. Εμένα με πήγαν από τη μεριά όπου είχαν πάει και τον Γεώργιο Παπανδρέου. Απέναντι ήταν ο Ράλλης, ο Παπαληγούρας, ο Ανδρέας ο Παπανδρέου. Εγώ δεν βρέθηκα στον ίδιο χώρο με τον Ανδρέα. Ήμουν παρέα όμως με τον Λεωνίδα τον Κύρκο, με τον Γλέζο και αρκετούς άλλους αριστερούς.
— Με τον Γεώργιο Παπανδρέου είχατε να μιλήσετε από την περίφημη αποστασία!
Ο Γεώργιος Παπανδρέου ήρθε στο τέλος. Αλλά αυτόν τον έφεραν ντυμένο, ήταν και πυρέσσων, είχε μία μικρή γριπούλα και τον πρόσεξαν. Τον πλησίασα πρώτος, τον χαιρέτησα και του λέω, «κύριε Πρόεδρε, καλώς ορίσατε, αλλά όπως βλέπετε εμείς οι προδότες προηγήθημεν!». Γύρισε αλλού τα μούτρα του και προχώρησε.
Αργότερα το βράδυ πάντως, ο Γεώργιος Παπανδρέου που έψαχνε κάποιον για κουβέντα, άρχισε να συνομιλεί μαζί μου. Πιάσαμε την κουβέντα και σε δέκα λεπτά ήμασταν σαν να μην είχαμε χωρίσει ποτέ. Η ώρα περνούσε, είχα βολευτεί κάπως, είχα φορέσει και το παντελόνι μου και λένε οι υπόλοιποι «ας κοιμηθούμε λιγάκι, αν μπορούμε». Πού να κοιμηθείς όμως; Τότε εγώ πρότεινα «βρε παιδιά, δεν παίζουμε καμιά πρεφίτσα, ποιος παίζει πρέφα;» Και παίξαμε χαρτιά με τον Γεώργιο Παπανδρέου μέχρι το πρωί.
— Το 1967 μετά τη σύλληψή σας απ' τη Χούντα διεφύγατε κρυφά στη Τουρκία...
Προετοιμάζοντας την απόδραση μου είχα επικοινωνήσει μέσω του τελευταίου Eλληνα Υπουργού των Εξωτερικών πριν την δικτατορία, Ναυάρχου Τούμπα, με την Άγκυρα και ρώτησα αν θα μπορούσα σε περίπτωση ανάγκης, να φύγω, μέσω Τουρκίας. Έλαβα καταφατική απάντηση. Έτσι, μια νύχτα του Αυγούστου του 1968 διέσχισα το φουρτουνιασμένο Αιγαίο με ένα μικρό σκάφος 10 μέτρων, έφτασα στο Τσεσμέ και έπειτα πέρασα στην Σμύρνη. Τηλεφώνησα στο προσωπικό τηλέφωνο του ΥΠΕΞ Ihsan Sabri Caglayangil, τον ειδοποίησα για την άφιξή μου και μέσα σε λίγη ώρα κινητοποιήθηκε ο κρατικός μηχανισμός. Είχα τότε ζητήσει δικαίωμα διόδου και μυστικότητα. Δυστυχώς, από δικό μου λάθος, οι Τούρκοι δημοσιογράφοι με αντελήφθησαν.
Προστατευόμενος από την αστυνομία, έφτασα στην Πόλη, όπου με οδήγησαν στο ξενοδοχείο Χίλτον. Εκεί συνάντησα τον Ihsan Sabri Caglayangil με τον οποίο είχαμε μια ουσιαστική και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, συζήτηση. Με έκρυψαν σε ένα ξενοδοχείο στον Βόσπορο και από την μπροστινή πόρτα του αεροπλάνου, αυτή του πληρώματος, με επιβίβασαν στην πτήση για Γενεύη.
— Βρεθήκατε λοιπόν στη Γαλλία αυτοεξόριστος στα χρόνια της επταετίας. Εκεί συναντούσατε τον Καραμανλή;
Ναι, ο Καραμανλής αγαπούσε πολύ τα παιδιά. Τον Κυριάκο και την Ντόρα. Με τη Μαρίκα δεν τα πήγαινε καλά, γιατί η Μαρίκα είναι γλωσσού, δεν του χάριζε και ο Καραμανλής ήταν δύσκολος. Αλλά ερχόταν πολύ συχνά στο σπίτι μας να φάει. Του άρεσαν πολύ οι χορτόπιτες και το αγαπημένο του γλυκό ήταν ο μπαμπάς με το ρούμι. Έπινε μόνο κόκκινο κρασί, ακόμα και με το ψάρι, προς μεγάλη απελπισία των Γάλλων σομελιέ. Κάναμε και εκδρομές, πήγαμε μαζί στη Νορμανδία.
— Ήσασταν πάντα πολιτικός αντίπαλος του Kωνσταντίνου Καραμανλή πριν τη δικτατορία και μετά το '74. Το 1978 συνεργαστήκατε με τον κ. Καραμανλή. Περίεργο;
Ιστορικά κάνεις κάποιο λάθος. Εγώ με τον Καραμανλή συνεργάσθηκα στενά το 1968 ίσαμε το 1974. Στη διάρκεια της δικτατορίας, ήμουν ο στενότερος συνεργάτης στο Παρίσι, ο στενότερός του άνθρωπος, θα έλεγα επιτελάρχης του, εκείνη την εποχή. Βλεπόμαστε τρεις φορές την εβδομάδα. Δουλεύαμε μαζί στην προσπάθεια που κάναμε τότε εμείς οι εξόριστοι, να βοηθήσουμε για την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Αλλά τις σχέσεις μου με τον Καραμανλή, θα τις δεις μέσα στην γενικότερη ανάλυση προσώπων, των σχέσεών μου με τους πολιτικούς. Με τον Καραμανλή υπήρξα αντίπαλος πολιτικός πολύ σκληρός. Αλλά από μια ορισμένη φάση και πέρα ήμουν συνεργάτης του. Και δεν είχα καμία δυσκολία να το κάνω. Εγώ ήδη το 1968 είδα ότι η μόνη λύση του προβλήματος με την δικτατορία ήταν μια κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας με τον Καραμανλή. Μην ξεχνάς ότι ήμουν ο πρώτος που αποτόλμησα να το πω και γι' αυτό με καταδίωξε η χούντα και γι' αυτό έφυγα τότε κρυφά με ένα μικρό καραβάκι με κίνδυνο της ζωής μου και γι' αυτό έζησα εξόριστος πεντέμισι χρόνια στο Παρίσι.
— Η σχέση σας με τον Ανδρέα Παπανδρέου;
Ο Ανδρέας είχε απέναντί μου δέος και σεβασμό. Ο Ανδρέας ξεκίνησε οπαδός μου! Μάλιστα, εγώ και ο Κόκκας λέγαμε στον πατέρα του: "Βάλ' τον στην πολιτική, κάν' τον βουλευτή, υπουργό, γιατί είναι πολιτειακή ανωμαλία να έχεις έναν σύνδεσμο, ο οποίος είναι ελληνικής καταγωγής Αμερικανός υπήκοος....
— Ποιο ήταν το μεγαλύτερο πολιτικό προτέρημα του Ανδρέα Παπανδρέου;
Προτέρημα δεν είχε κανένα ο Ανδρέας, γιατί αυτό που έκανε για την Ελλάδα ήταν η καταστροφή της. Ηταν ένας άνθρωπος με πολλά χαρίσματα, ήταν ένας άνθρωπος έξυπνος, γρήγορος, αποφασιστικός, αλλά και τελείως αμοράλ και άξιος για οτιδήποτε, ο οποίος έβαλε συγκεκριμένους στόχους και τους πέτυχε. Αναμφίβολα όσο ζούσε έδινε στην παράταξη που εκπροσωπούσε ένα επίπεδο.
— Με πόση ματαιοδοξία σας φορτώνει η δημοσιότητα;
Εγώ δεν ήθελα τη δημοσιότητα, δεν είχα τη ματαιοδοξία της προβολής. Αντίθετα, δεν επικαλούμαι ποτέ την ιδιότητά μου. Όταν ήμουν υπουργός ένα διάστημα το 1951, για ένα φεγγάρι που είχα τρία υπουργεία μαζί, θυμάμαι που πήγα στο υπουργείο Συγκοινωνιών του οποίου ήμουν υπουργός για δυο-τρεις μήνες και ο κλητήρας δεν με ήξερε και δεν με άφηνε να μπω μέσα. Του είπα ότι έχω ελευθέρας, δεν ήθελα να του πω ότι είμαι ο υπουργός. Αναγκάστηκα στο τέλος να του πω ότι είμαι υπουργός και μου λέει: "Αλλού κύριος αυτά" και με έβγαλε έξω. Εκείνη την ώρα κατέβηκε ένας γενικός διευθυντής που με γνώριζε και αναγκάστηκα να ανεβάσω τον κλητήρα επάνω στο γραφείο μου για ένα τέταρτο και να τον παρηγορώ. Δεν έχω τη ματαιοδοξία της προβολής. Για μένα το βασικό πράγμα είναι να μην είμαι σκλάβος της πολιτικής. Να μη σε καταντήσει η πολιτική να μην μπορείς να λυτρωθείς και πάλι να είσαι άνθρωπος. Όταν είσαι δούλος της πολιτικής, είσαι κακός πολιτικός. Πρέπει να έχεις πάντα τη δύναμη να φύγεις την ώρα που πρέπει. Αλλιώς δεν μπορεί να είσαι καλός πολιτικός.
Εγώ κάθομαι με την ίδια ευχαρίστηση στο ίδιο τραπέζι με τον Φλωράκη, όπως κάθομαι και με τον Αβέρωφ, με τον Καραμανλή, με τον Ράλλη, ανθρώπους που δεν ανήκουν στη δική μας παράταξη και δεν αισθάνομαι καμιά διαφορά. Είμαστε πολιτικοί αντίπαλοι, αλλά δεν είμαστε εχθροί. Μπορούμε να κουβεντιάζουμε μαζί, μπορούμε να κάτσουμε στο ίδιο τραπέζι. Πρέπει να καθόμαστε στο ίδιο τραπέζι.
— Τη στιγμή που μιλάτε σε μεγάλο πλήθος κόσμου, που φωνάζει το όνομά σας, τι συναισθήματα έχετε;
Αισθάνομαι μια ανθρώπινη συγκίνηση και ικανοποίηση. Είναι μια στιγμή ικανοποίησης από τις λίγες που έχει ένας πολιτικός. Αλλά εμένα δεν μπορώ να πω ότι αυτό με κάνει να χάνω το μέτρο. Πολύ περισσότερο, δεν αποτελεί για μένα τον στόχο. Ο στόχος δεν είναι η ικανοποίηση της ματαιοδοξίας, δεν είναι η προβολή, δεν είναι η άνοδος καθεαυτή. Για τον πολιτικό ο στόχος είναι να υπηρετήσει και να προσφέρει μια υπηρεσία, να βοηθήσει τον λαό και τον τόπο. Αλλιώς δεν κάνεις πολιτική.
— Νιώθετε επιτυχημένος;
Η επιτυχία είναι σχετική. Στην Ελλάδα είσαι επιτυχημένος όταν δεν κάνεις τίποτε! Σε αυτόν τον τόπο όσο πιο ανώδυνος είσαι, τόσο πιο δημοφιλής είσαι. Εγώ έπαιρνα θέσεις πολιτικές. Δεν έκανα πολιτική-σαχλαμάρα, έκανα πολιτική-ουσία.
— Παρά τα βαριά πολιτικά σφάλματά σας (ως πιο σοβαρό θεωρείτε εσείς την παραίτησή σας από την αρχηγία της ΝΔ, μετά την ήττα στις πρόωρες εκλογές του 1993) αισθάνεστε δικαιωμένος;
Ναι, διότι δεν χρειάστηκε ποτέ μου να συμβιβαστώ ιδεολογικά ή πολιτικά για οποιοδήποτε αντάλλαγμα, διότι δεν άλλαξα ιδεολογία. Εγώ ξεκίνησα φιλελεύθερος και πεθαίνω φιλελεύθερος.
— Ποια θεωρείτε τη μεγαλύτερη παρεξήγηση γύρω από το πρόσωπό σας;
Ότι είμαι ψυχρός, κυνικός, ένα φίδι... Και όμως, ήμουν πολύ τρυφερός, πολύ ευαίσθητος και πολύ ρομαντικός ως παιδί. Σε όλη μου τη ζωή, σε όλες μου τις σχέσεις, ήλεγχα τον εαυτό μου πλήρως και κανείς δεν το καταλάβαινε... Κανείς, βέβαια, δεν αρνείται ότι έχω δυνατή προσωπικότητα. Είμαι ο άνθρωπος των αποφάσεων. Εκεί που οι άλλοι θα κώλωναν, εγώ δεν κωλώνω.
— Πως νιώθετε όταν συνεργάζεστε με αντιπάλους σας; Πχ. το 1989 συνεργαστήκατε με την Αριστερά, με τον Χαρίλαο Φλωράκη και το Λεωνίδα Κύρκο...
Εγώ κάθομαι με την ίδια ευχαρίστηση στο ίδιο τραπέζι με τον Φλωράκη, όπως κάθομαι και με τον Αβέρωφ, με τον Καραμανλή, με τον Ράλλη, ανθρώπους που δεν ανήκουν στη δική μας παράταξη και δεν αισθάνομαι καμιά διαφορά. Είμαστε πολιτικοί αντίπαλοι, αλλά δεν είμαστε εχθροί. Μπορούμε να κουβεντιάζουμε μαζί, μπορούμε να κάτσουμε στο ίδιο τραπέζι. Πρέπει να καθόμαστε στο ίδιο τραπέζι. Τι διαφέρει όταν είμαστε στο ίδιο κοινοβούλιο από το να είμαστε, ενδεχομένως, στο ίδιο τραπέζι. Ο διάλογος είναι συστατικό στοιχείο απαραίτητο, είναι η πεμπτουσία της δημοκρατίας και τον διάλογο τον κάνεις μέσα στη δική σου παράταξη, τον κάνεις και στον ευρύτερο χώρο, με αυτούς που ανήκουν σε άλλες παρατάξεις. Μπορώ να σε βεβαιώσω, ότι όταν καθόμαστε στο τραπέζι τώρα εγώ και ο Τζαννετάκης και απέναντί μας έχουμε τον Χαρίλαο Φλωράκη και τον Λεωνίδα Κύρκο, η συζήτηση είναι πάρα πολύ άνετη, πάρα πολύ ευχάριστη και πάρα πολύ θετική.
— Θεωρείτε φυσικό να συνεργάζεστε με αντιπάλους σας;
Σε όλη μου τη ζωή συνεργάστηκα.
— Πόσο ρόλο έχουν παίξει στη ζωή σας οι γυναίκες;
Κοίταξε, εγώ είμαι Κρητικός. Στην Κρήτη από παράδοση τιμούμε τις γυναίκες. Η Κρήτη είχε μητριαρχία από την εποχή του Μίνωος, αλλά άσχετα με την παράδοση, ο Κρητικός τιμά τη γυναίκα. Εγώ πάντα σε όλη μου τη ζωή, τίμησα τις γυναίκες. Με επηρέασαν, παίξανε ρόλο στη ζωή μου. Από τη μάνα μου αρχίζοντας και τελειώνοντας στη γυναίκα μου, στα παιδιά μου. Οι γυναίκες για μένα έπαιξαν ρόλο στη ζωή μου... Υπέρ της εργένικης ζωής δεν ήμουν ποτέ. Υπήρξα εργένης, αλλά οικογενειάρχης εργένης. Από την εποχή που πέθανε ο μακαρίτης ο πατέρας μου, το 1943, ουσιαστικά ήμουν ο αρχηγός της οικογενείας. Ήμουν το πρώτο αγόρι και είχα ευθύνες, πολλές ευθύνες.
— Η σχέση σας με την Μαρίκα Μητσοτάκη;
Νομίζω ότι περάσαμε καλά. Ήμασταν διαφορετικοί χαρακτήρες, η Μαρίκα είχε πολλή ζωή, πληθωρική, περίσσευμα αγάπης προσέφερε. Πολλή εξυπνάδα και προπαντός απόλυτη ειλικρίνεια, δεν χάριζε σε κανέναν κάστανα.
— Πώς βιώσατε την απώλειά της;
Δυστυχώς, η Μαρίκα προηγήθηκε από μένα, δεν το περίμενα. Περίμενα ότι θα έρθει δεύτερη. Είναι πολύ δυσάρεστο, είναι πάρα πολύ δυσάρεστο και πάρα πολύ βαρύ... Ο σύντροφος, η σύζυγος δηλαδή στην περίπτωσή μου, σου γεμίζει τη ζωή ολόκληρη, είναι δίπλα σου διαρκώς. Όταν είσαι μόνος, όπως είμαι εγώ τώρα, έχω φυσικά παιδιά, εγγόνια, φίλους, ό,τι θέλεις, αλλά ορισμένες ώρες νιώθεις και είσαι μόνος. Νιώθεις την απουσία ενός ανθρώπου που σε καταλαβαίνει, που σε αγαπά, που μοιράζεσαι μαζί του τις στενοχώριες σου και τις χαρές σου...
— Να πάμε σε λίγο καθημερινά πράγματα. Ποιο το αγαπημένο σας φαγητό;
Κατ' αρχήν τρώω από όλα... Σε όλη μου τη ζωή δεν είχα πρόβλημα και όλα τα φαγητά μου αρέσουνε, όπως μου αρέσουν και όλα τα ποτά. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχω προτιμήσεις. Είμαι χορτοφάγος και μου αρέσουν και τα όσπρια. Παρά το γεγονός ότι πέρασα τα χρόνια της Κατοχής στην Αθήνα, τρώγοντας τρεις φασολάδες την ημέρα σε τρία συσσίτια, χωρίς λάδι και καμιά φορά χωρίς αλάτι.
— Ποτό; Τσικουδιά;
Από ποτό, πρέπει να σου πω ότι πίνω ό,τι πίνεται επί γης. Όλα τα ποτά στην ώρα τους, χωρίς να υπάρξω, δεν υπήρξα ποτέ μου, αλκοολικός. Αλλά, μου αρέσει να πίνω και αντέχω το πιοτό ή τουλάχιστον το άντεχα στα νιάτα μου. Στα πρώτα χρόνια της πολιτικής, σε ένα γάμο νυχτερινό, σε μια νύχτα ολόκληρη της Κρήτης, μπορούσα να πιω τριάντα με σαράντα τσικουδιές και τρεις με τέσσερις οκάδες κόκκινο κρασί. Άντεχα και τον ανταγωνισμό...
— Έχετε ιδιαίτερη προτίμηση σε ορισμένους Έλληνες συγγραφείς;
Βέβαια έχω τις δικές μου προτιμήσεις. Εμένα μου αρέσει πολύ ο Καζαντζάκης. Ανήκει βέβαια στην περασμένη γενιά της Κρήτης. Εγώ ο ίδιος, μόνο μια φορά τον γνώρισα, σε ένα από τα ταξίδια που κάναμε με τη γυναίκα μου νέοι. Ταξιδεύαμε εμείς από τότε, με το μικρό αυτοκινητάκι μας, φτωχικά. Ξεκινήσαμε για την Κυανή Ακτή να τον βρούμε, αλλά δεν τον πετύχαμε. Μου αρέσει πολύ ο Καζαντζάκης. Έχω τις προτιμήσεις μου στους ποιητές, στους λογοτέχνες, στους δημιουργούς. Και τώρα ακόμα, προσπαθώ να διαβάσω στον ελάχιστο χρόνο που μου απομένει...
— Τι σας ξεκουράζει;
Έχω ένα ιδίωμα χαρακτήρα, για το οποίο σου μίλησα και πρωτύτερα. Δεν έχω άγχος. Εγώ δεν αισθάνθηκα ποτέ στη ζωή μου άγχος, όπως δεν αισθάνθηκα και ποτέ στη ζωή μου φόβο. Θα σου φανεί περίεργο. Αλλά εγώ δεν φοβήθηκα ποτέ. Δεν ξέρω τι θα πει φόβος. Και δεν ξέρω τι θα πει άγχος. Την ώρα που τελειώνει η δουλειά κατεβάζω ριντό και ξεκουράζομαι. Έτσι, μπορώ να έχω ανάπαυση μισής ώρας, αν θέλεις, στο αυτοκίνητο που με μεταφέρει. Η ένα βράδυ ή ένα Σαββατοκύριακο. Με ξεκουράζει το να φεύγω από τη δουλειά μου και να μη σέρνω πίσω μου τα άγχη. Θα μπορούσα το βράδυ των εκλογών να κοιμηθώ και να μου αναγγείλουν την άλλη μέρα τα αποτελέσματα. Θα με πάρει ο ύπνος. Δεν υπάρχει πρόβλημα. Θα κοιμηθώ άμα χρειάζεται. Ξεκουράζομαι, στον πολύ λίγο χρόνο κλεφτά.
— Και η τεχνολογία;
Είμαι τελείως ανίδεος. Έχω ένα κινητό τηλέφωνο το οποίο δεν λειτουργεί ποτέ, διότι το έχω μυστικό, έχει απόκρυψη. Όταν πάρω τον Κυριάκο, ας πούμε, δεν το σηκώνει ποτέ διότι δεν βλέπει ποιος τηλεφωνεί... Δεν έχω πάρει ούτε έχω στείλει ποτέ μηνύματα, είμαι τελείως άγευστος από τη σύγχρονη τεχνολογία. Τη θαυμάζω βέβαια ιδιαίτερα και πιστεύω και λέω ότι το ίντερνετ είναι η μεγαλύτερη εφεύρεση του ανθρώπου μετά τον Γουτεμβέργιο.... Γι' αυτό συμφώνησα και υποστήριξα τη σελίδα μου στο Facebook... Νομίζω ότι στην εκλογή του Κυριάκου ως αρχηγού της Ν.Δ. το διαδίκτυο υπήρξε αποφασιστικό. Παλιά εμείς διψούσαμε για μία δημοσιότητα. Θυμάμαι ότι όταν κατέβηκα στις δεύτερες εκλογές μετά τη μεταπολίτευση, επικεφαλής ενός μικρού κόμματος διότι τότε είχα διαφωνήσει με τον Καραμανλή, αγωνίστηκα να πάρω πέντε λεπτά εκπομπής στο ραδιόφωνο. Δεν μου την έδωσαν. Εάν εγώ είχα στη διάθεσή μου τηλεόραση και διαδίκτυο, η «15η Ιουλίου» θα είχε πάρει τελείως αλλιώτικη μορφή, θα είχε βγει η αλήθεια εγκαίρως.
— Εάν δεν είσαστε αυτό που είστε τώρα, τι θα θέλατε να είστε;
Θα ήθελα πολλά. Έχω πολλά ενδιαφέροντα στη ζωή μου. Είναι κάτι, το οποίον έχω πει πολλές φορές. Εγώ αγαπώ τη ζωή. Είναι όμορφη η ζωή. Δεν είμαι άνθρωπος ο οποίος δεν αγαπά τη ζωή και δεν αγαπά τις χαρές της ζωής και η πολιτική δεν αποτέλεσε για μένα το αποκλειστικό πάθος της ζωής. Εγώ, όπως σου είπα πρωτύτερα, ήμουν πετυχημένος. Σε ό,τι επιχείρησα, είχα πετύχει. Δεν είχα ποτέ μου κανένα κόμπλεξ και είναι πολύ ενδιαφέρον ότι ακόμη και σήμερα, στην ηλικία που βρίσκομαι, με τη γυναίκα μου καμιά φορά κουβεντιάζουμε και σκεφτόμαστε ότι δεν θα είμαστε καθόλου δυστυχείς εάν οι περιστάσεις το έφερναν και ήμουνα εκτός πολιτικής μερικά χρόνια. Θα ήθελα να ζήσω στην Κρήτη, στο σπίτι της Κρήτης που το αγαπώ, μερικούς μήνες. Θα ήθελα να ταξιδέψω, να διαβάσω, να γράψω. Έχω πάρα πολλά πράγματα να κάνω στη ζωή μου και πέρα από την πολιτική.
— Τι πιστεύετε πως σκέφτεται ο κόσμος για εσάς; Και πώς θα θέλατε να σας θυμούνται;
Σήμερα είμαι και δεν είμαι δημοφιλής... Είναι μια περίεργος κατάστασις... Αν ρωτήσεις, θα αντιληφθείς ότι στο υποσυνείδητο του λαού σταθεροποιείται πλέον η άποψη ότι "ο Μητσοτάκης μας τα 'λεγε", ότι "εάν τον είχαμε εγκαίρως ακούσει, η Ελλάς θα γλίτωνε από αυτή την περιπέτεια". Έχω πάντως ήσυχη τη συνείδησή μου ότι στην πολιτική έκανα πάντα αυτό που θεωρούσα ότι ήτανε σωστό. Θα με ικανοποιούσε να με θυμούνται ως έναν άνθρωπο που είχε την ειλικρίνεια και το θάρρος να αγωνιστεί γι' αυτά που επίστεψε, που είχε την τύχη να μην αλλάξει ποτέ του, που είπε την αλήθεια στο λαό και δεν κορόιδεψε κανένα. Αυτό θα ήταν ο μεγαλύτερος έπαινος που θα μπορούσε να μου αποδοθεί.
— Φοβάστε το θάνατο;
Εμένα η μεγάλη επιθυμία τώρα και γι' αυτό παρακαλώ τον Θεό είναι να πεθάνω όρθιος. Δεν φοβήθηκα ποτέ τον θάνατο και ούτε τον φοβάμαι. Είμαι απόλυτα προετοιμασμένος. Με περιμένει και μένα αυτό το μικρό ταπεινό νεκροταφείο που έχει δεχθεί ήδη τη Μαρίκα, με θαυμάσια θέα. Όλα τα πράγματα έχουν το τέλος τους, δεν υπάρχει αμφιβολία γι΄ αυτό. Αγαπώ τη ζωή και όσο ζήσω θέλω να είμαι υγιής. Αλλά η αρρώστια δεν είναι όνειδος κι ούτε είναι εις βάρος κανενός το να είναι ασθενής. Προσωπικά, δόξα τω Θεώ, είχα μια μακρά ζωή, δεν μπορώ να παραπονούμαι...