Πού να το φανταστώ, όταν παρακολουθούσα τις σκηνές στο αριστουργηματικό κύκνειο άσμα του Σίντνεϊ Λιούμετ, το Πριν ο Διάβολος Καταλάβει Ότι Πέθανες, όπου ο Άντι βυθίζεται στην ηρωίνη, στα ιδιαίτερα δωμάτια ενός προμηθευτή πολυτελείας, για να ξεφύγει από τα οικονομικά αδιέξοδα, το άσχημο διαζύγιο και την απέλπιδα ληστεία του κοσμηματοπωλείου των γονιών του μαζί με τον αδελφό του Χανκ, πως ο Φίλιπ Σίμορ Χόφμαν που τον υποδυόταν, θα μοιραζόταν τον ίδιο εθισμό που έκοψε το νήμα της ζωής του, σε ηλικία 46 ετών. Τι σοκ. Και τι κρίμα...
Διάβαζα για την ταινία που ετοίμαζε να σκηνοθετήσει, με πρωταγωνιστές τους Τζέικ Τζίλενχαλ και Έϊμι Άνταμς. Και πριν από λίγο καιρό, μάθαμε για την προσπάθεια που έκανε να αποτοξινωθεί εθελοντικά.
Τον είχα συναντήσει στη Βενετία για το φιλμ του Τζορτζ Κλούνι, τις Ειδούς του Μαρτίου. Ήταν ένας λιγομίλητος, βαρύς, ευγενέστατος άνθρωπος, φανερά ταγμένος στη δουλειά του, που μόλις και μετά βίας απάντησε κάτι άσχετο με αυτήν, και πιο συγκεκριμένα πως ζει μια ήσυχη ζωή και η μοναδική επαγγελματική του λύση ήταν ανέκαθεν το θέατρο και η υποκριτική. Στο θέατρο βρισκόταν η καρδιά του, ευτυχώς όμως στον κινηματογράφο κατάφερε να διανύσει μια μικρή αλλά σημαντική διαδρομή.
Δεν υπήρχε ταινία όπου να μην έκανε τη διαφορά. Στο Boogie Nights, που την έπεφτε στον πορνοστάρ σαν κλαμμένη γκρούπι. Στο Σχεδόν Διάσημοι, ως δημοσιογράφος του Rolling Stone που πάσχιζε να μεταλαμπαδεύσει το ροκ πνεύμα στον πιτσιρικά, με απανωτά τηλεφωνήματα, ανάμεσα σε πάκους από δίσκους, σημειώσεις και τσιγάρα. Συμπονετικός σε συγκινητικό βαθμό στη Magnolia, υπαρξιακά σαστισμένος στη Συνεκδοχή της Νέας Υόρκης, υπερβολικός αλλά εντυπωσιακός ως τραβεστί στο Flawless.
Στην «Αμφιβολία», στη μεγαλειώδη μονομαχία του με τη Μέριλ Στριπ δίνει χώρο και την αφήνει να του κραδαίνει τον σταυρό σαν κοφτερό μαχαίρι, ενώ φαίνεται να κλείνει το μάτι με νόημα, σαν τον κατηγορούμενο που ετοιμάζεται να ξεγελάσει τον Θεό τον ίδιο.
Στις μεγάλες του στιγμές, ο σπουδαίος ηθοποιός έφερνε πάντα μια αμερικανικής εκδοχής σεξπιρική διάσταση στους ρόλους του, ακόμη και εκεί που δεν το υποψιαζόσουν, όπως στις Επικίνδυνες Αποστολές ή στο Hunger Games. Ως Καπότε ήταν συνταρακτικός σε όλο το φιλμ - ο τρόπος που επεξεργαζόταν τα κόμπλεξ του, τη δίψα του για φήμη και υστεροφημία, τη ζήλια του για τη Χάρπερ Λι, την ανθρωπιά που έκρυβε κάτω από το σνομπισμό και τη ζωώδη επιθυμία να κατασπαράξει το ανθρώπινο είδος και να το φτύσει με κομψές λέξεις. Μια από τις μεγάλες ερμηνείες όλων των εποχών στο σινεμά.
Στο Master (άλλη μεγάλη ταινία) έπαιξε έναν μεταπολεμικό αυτοκράτορα και τον επικοινώνησε με τη ρητορική του αυτοσχέδιου θρησκευτικού ηγέτη, χωρίς τις μανιέρες και τις κορώνες του ψευδοπροφήτη, όπως είχε κάνει για παράδειγμα ο Μπερτ Λάνκαστερ στον «Elmer Gantry». Το τραγούδι, σαν ψαλμός, στην τελευταία σκηνή του φιλμ, με τον απογοητευμένο και ανυπότακτο Χοακίν Φίνιξ να τον κοιτάζει με δέος και απελπισία και την Έιμι Άνταμς, ως άλλη Lady Macbeth καθισμένη δίπλα του στην καρέκλα με την ψηλή πλάτη, δείχνει κλάση και πειθώ.
Στην Αμφιβολία, επίσημα ρασοφόρος, εκφωνεί βροντερά και θεατρικά έναν τρομακτικό λόγο για τις ανυπολόγιστες επιπτώσεις που έχει μια ψευδής φήμη, ενώ σε όλο το έργο αφήνει το ενδεχόμενο του λάθους, την φριχτή υποψία πως ίσως είναι ένας διαβολικός ψεύτης, ένας παιδεραστής που εκμεταλλεύεται την εξουσία του. Στη μεγαλειώδη μονομαχία του με τη Μέριλ Στριπ δίνει χώρο και την αφήνει να του κραδαίνει τον σταυρό σαν κοφτερό μαχαίρι, ενώ φαίνεται να κλείνει το μάτι με νόημα, σαν τον κατηγορούμενο που ετοιμάζεται να ξεγελάσει τον Θεό τον ίδιο. Χαμογελάει και βράζει ταυτόχρονα.
Και στην πιο χαριτωμένη του ερμηνεία, στον Ταλαντούχο Κύριο Ρίπλεϊ, έχει μια υπέροχη σκηνή με τον Ματ Ντέιμον, όπου αναρωτιέται τι ακριβώς συνέβη στον φίλο του τον Ντίκι, λίγο πριν φάει το κεφάλι του. Υιοθετεί έναν κομψευόμενο, θηλυπρεπή τρόπο ανησυχίας, κοντράροντας την απρόσωπη συμπεριφορά του Ντέιμον. Εμφανίζεται λίγο, αλλά λυπάσαι που ξεπαστρεύεται γρήγορα.
Πιο πολύ, λυπόμαστε που δεν θα τον ξαναδούμε, στο άνθος μιας καριέρας που υποσχόταν ακόμη περισσότερα. Ο Διάβολος τον πρόλαβε.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο LIFO.gr για πρώτη φορά το 2014.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 23.7.2018