Το προσωπικό και αναγνωρίσιμο ονειρικο-λυρικό στυλ του εμπεριέχει στοιχεία κυβισμού, συμβολισμού αλλά και σουρεαλισμού. Στην πραγματικότητα, μέσα από την τέχνη του αναδεικνύει το φολκλόρ της πατρίδας του, τη ρωσική και εβραϊκή μουσική παράδοση, ενώ ουσιαστικά ποτέ του δεν εγκατέλειψε την αναπαραστατική και ανθρωποκεντρική ζωγραφική. Αυτή ακριβώς η πίστη του στον άνθρωπο τον οδήγησε και στις παραστατικές τέχνες, όπου βρήκε τον χώρο να δώσει σάρκα και οστά στη φαντασία του και να πειραματιστεί επί σκηνής με τα αγαπημένα του μοτίβα.
Αναμφίβολα η μουσική και ο χορός έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο έργο του Ρωσοεβραίου Μαρκ Σαγκάλ (1887-1985), ενός από τους σημαντικότερους ζωγράφους του 20ού αι., και δεν είναι λίγα εκείνα τα έργα στα οποία βάζει ανθρώπους να παίζουν μουσική και να χορεύουν. Άλλωστε, όλες οι αιωρούμενες φιγούρες του δεν είναι σαν να χορεύουν στον ουρανό; Αυτές ακριβώς τις σκηνές της καθημερινότητας των απλών ανθρώπων στη ρωσική ύπαιθρο ήταν που αποπειράθηκε να αναπαραστήσει επί σκηνής, όποτε του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από τον χορό, το θέατρο και την όπερα. Τα πρώτα του σκηνικά τα έκανε για λογαριασμό των περίφημων Ρωσικών Μπαλέτων του Σεργκέι Ντιαγκίλεφ το 1911 και στη δεκαετία του 1920 φιλοτέχνησε τοιχογραφίες και σκηνικά για το Κρατικό Εβραϊκό Θέατρο της Μόσχας. Συνέχισε να επιμελείται σκηνικά και κοστούμια μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960.
Αυτές ακριβώς τις σκηνές της καθημερινότητας των απλών ανθρώπων στη ρωσική ύπαιθρο ήταν που αποπειράθηκε να αναπαραστήσει επί σκηνής. Τα πρώτα του σκηνικά τα έκανε για λογαριασμό των περίφημων Ρωσικών Μπαλέτων του Σεργκέι Ντιαγκίλεφ το 1911 και στη δεκαετία του 1920 φιλοτέχνησε τοιχογραφίες και σκηνικά για το Κρατικό Εβραϊκό Θέατρο της Μόσχας. Συνέχισε να επιμελείται σκηνικά και κοστούμια μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960.
Το περίφημο LACMA, το Μουσείο Τέχνης του Λος Άντζελες (Los Angeles County Museum of Art), παρουσιάζει από τις 31 Ιουλίου μια πολύ ιδιαίτερη έκθεση με τίτλο «Chagall: Fantasies for the stage», εστιάζοντας στη δουλειά του ως σκηνογράφου και ενδυματολόγου σε 4 έργα: στα μπαλέτα «Aleko» (1942), «Πουλί της φωτιάς» (1945), «Δάφνις και Χλόη» (1959) και στην όπερα «Μαγικός Αυλός» (1967). Η έκθεση αποτελείται από 145 εκθέματα στα οποία συμπεριλαμβάνονται 41 κοστούμια, 100 μακέτες και σπάνιο κινηματογραφικό υλικό από την ιστορική παράσταση του «Aleko» το 1942. Παράλληλα, η έκθεση συνοδεύεται από εμβληματικούς πίνακες και σχέδια του σπουδαίου ζωγράφου.
Ο Σαγκάλ, ο οποίος ξεκίνησε τη σκηνογραφική του δραστηριότητα από τα Ρωσικά Μπαλέτα χάρη στον ιδιοφυή θρυλικό ιμπρεσάριο Ντιαγκίλεφ, συνέχισε να σχεδιάζει σκηνικά και κοστούμια στο Μεξικό, στη Νέα Υόρκη και στο Παρίσι, διατηρώντας μια βαθιά σχέση με τη μουσική και τον χορό καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του.
Η έκθεση στο Λος Άντζελες φέρνει πρώτη φορά σε επαφή το αμερικανικό κοινό με αυτή την πλευρά του Σαγκάλ, αποκαλύπτοντας την ενασχόλησή του με τον χώρο του θεάματος, της μουσικής και του χορού, αλλά και της μόδας, όχι μόνο κατά τη διάρκεια της εξορίας του στην Αμερική λόγω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και τα χρόνια που ακολούθησαν. Έτσι, η ιδιότητά του αυτή, που ξεκίνησε από την προεπαναστατική Ρωσία και συνεχίστηκε παράλληλα με τη ζωγραφική μέχρι τέλους, αποτελεί σήμερα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας των εικαστικών τεχνών του 20ού αι., καθώς προώθησε και εμπλούτισε τις μεγάλες συνεργασίες στον τομέα της μοντέρνας τέχνης.
Ο Σαγκάλ έφτασε στη Νέα Υόρκη το 1941προσκεκλημένος του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης, καθώς κινδύνευε από τους ναζί λόγω της εβραϊκής του καταγωγής. Έναν χρόνο αργότερα το Ballet Theatre of New York (το οποίο εξελίχτηκε στο σημερινό American Ballet Theatre) του ανέθεσε τα σκηνικά και τα κοστούμια του «Aleko», πηγή έμπνευσης του οποίου υπήρξε το ποίημα του Αλεξάντερ Πούσκιν «Οι Τσιγγάνοι», γραμμένο το 1824. Η μουσική ήταν του Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι και η χορογραφία του Λεονίντ Μασίν, επίσης εμιγκρέ και χορευτή των Ρωσικών Μπαλέτων ‒ ήταν ο χορευτής που πήρε τη θέση του Νιζίνσκι μετά την κρίση που υπέστη ο τελευταίος και αργότερα ο χορογράφος που υπέγραψε ολόκληρο το χορευτικό κομμάτι της εμβληματικής ταινίας «Τα κόκκινα παπούτσια».
Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι λόγω των αυστηρών κανονισμών των συνδικάτων ο Σαγκάλ δεν μπορούσε να ζωγραφίσει ο ίδιος τα σκηνικά στη Νέα Υόρκη, όπως έκανε στο Μεξικό, όπου μεταφέρθηκε η παραγωγή και δόθηκε η πρεμιέρα. Το ίδιο συνέβη και με τα κοστούμια, τα οποία επίσης ζωγράφισε στο χέρι (παρόλο που έχουν περάσει 70 χρόνια, τα χρώματα παραμένουν ζωντανά και εντυπωσιάζουν) κι έχουν σαφείς επιρροές από τα υφαντά και τα παραδοσιακά ενδύματα του Μεξικού και της πατρίδας του, από τη ρωσική λαϊκή τέχνη, την ποίηση και τη μουσική. Καθ’ όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας πολύ υποστηρικτική ήταν για τον Σαγκάλ η γυναίκα του Μπέλα, η οποία έψαχνε τις λαϊκές αγορές της πόλης, ανακαλύπτοντας υφάσματα και άλλα αντικείμενα λαϊκής τέχνης, τα οποία ενέπνευσαν τον ζωγράφο. Στις επιρροές πρέπει να προσθέσουμε και τα αφηρημένα σχέδια και μοτίβα καλλιτεχνών όπως ο Ματίς, με τον οποίο συνδέθηκε φιλικά στη Νέα Υόρκη. Η πρεμιέρα δόθηκε στο Palacio de Bellas Artes της Πόλης του Μεξικού στις 8 Σεπτεμβρίου του 1942 και έναν μήνα μετά μεταφέρθηκε στη Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης. Το καλοκαίρι του 1943 το έργο παρουσιάστηκε και στο Hollywood Bowl του Λος Άντζελες.
Η συνεργασία του με το Ballet Theatre of New York συνεχίστηκε το 1945 με μια αναβίωση του μπαλέτου του Ίγκορ Στραβίνσκι «Το πουλί της φωτιάς», έργο του 1910 εμπνευσμένο από ρωσικά λαϊκά παραμύθια που πρωτοανέβασαν τα Ρωσικά Μπαλέτα. Η πρεμιέρα δόθηκε τον Οκτώβριο του 1945 στη Μετροπόλιταν Όπερα και ήταν τέτοια η επιτυχία του, που έκτοτε δεν έχει πάψει να παίζεται με τα ίδια (ανασκευασμένα εν μέρει) σκηνικά και κοστούμια ‒είχε ζωγραφίσει ακόμα και την αυλαία‒, αφού ο Μπαλανσίν φρόντισε να πάρει τα δικαιώματα για το New York City Ballet το οποίο διηύθυνε την εποχή εκείνη, ανανεώνοντας το 1970 την αρχική χορογραφία.
Συγκλονισμένος από τον θάνατο της γυναίκας του, έπαψε να ζωγραφίζει, οριστικοποιώντας τη σχέση του με τη σκηνογραφία. Τα 80 περίπου κοστούμια του «Πουλιού της φωτιάς» είναι ό,τι πιο τολμηρό και πρωτοποριακό έκανε για το θέατρο, ιδιαίτερα τα φανταστικά ζώα και τέρατα που εμφανίζονται ως μέρος της ιστορίας. Στη δουλειά του αυτή συνεργάστηκε με την κόρη του Ίντα, με την οποία επιστράτευσαν νέα υλικά και τεχνικές, συμπεριλαμβανομένων διάφανων και χρωματιστών υφασμάτων και κολάζ, και κεντήματα με την εφαρμογή απλικέ, τα οποία αναδείκνυαν γλυπτές φόρμες.
Το 1948 επέστρεψε στην ελεύθερη πια Ευρώπη και στο Παρίσι, όπου το Μπαλέτο της Οπερά τού ανέθεσε τα σκηνικά και τα κοστούμια του μπαλέτου του Μορίς Ραβέλ «Δάφνις και Χλόη», που βασιζόταν στο έργο του Λόγγου. Αυτήν τη φορά τα μοτίβα και τα χρώματα ήταν εμπνευσμένα από τα ταξίδια που έκανε το 1952 και το 1954 στην Ελλάδα, προκειμένου να τον βοηθήσουν να εικονογραφήσει το έργο του Έλληνα ποιητή κατόπιν ανάθεσης του Τεριάντ. Συνεργάστηκε στενά με τον χορογράφο Ζορζ Σκιμπίν για να εναρμονίσει τους χορευτές και την κίνησή τους με τα κοστούμια. Οραματίστηκε τους χορευτές ως κινούμενες φιγούρες των ζωγραφικών του έργων κι έτσι τα κοστούμια ήταν ζωγραφισμένα επάνω τους, με ρέοντα χρώματα, ώστε να δίνουν την αίσθηση ενός χορού που κυλάει σαν νερό. Η πρεμιέρα δόθηκε τον Μάιο του 1959.
Ο «Μαγεμένος Αυλός», πρόταση την οποία ο Σαγκάλ δέχτηκε αμέσως μόλις του έγινε από τον διευθυντή της Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης, Ρούντολφ Μπιγκ, είναι η μόνη όπερα την οποία υπέγραψε ως σκηνογράφος-ενδυματολόγος. Χρειάστηκαν 3 χρόνια για να ολοκληρώσει τα 120 κοστούμια και τα 14 σκηνικά. Οι πολύπλοκες αλλαγές σκηνικών και η πολυάριθμη παρουσία τραγουδιστών τον οδήγησαν να πειραματιστεί με διάφορες νεωτεριστικές τεχνικές και να επινοήσει μηχανικές λύσεις, συνεργαζόμενος στενά με τα συνεργεία της Μετροπόλιταν και συμβάλλοντας στην αισθητική αρτιότητα της παράστασης. Παρά τα πολλά πρακτικά προβλήματα, κατάφερε να υπογραμμίσει τις δυνατές χρωματικές αντιθέσεις και γεωμετρικές φόρμες σε αντίθεση με τον σκηνικό χώρο και την πλοκή. Οι μακέτες που παρουσιάζονται στην έκθεση αναδεικνύουν την ενδελεχή έρευνα που έκανε για τα κοστούμια, ενώ χρησιμοποιεί συχνά χρυσόχαρτο και κομμάτια υφάσματος. Μιμούμενος παλιότερες δουλειές του στο μπαλέτο, έχτισε το κάθε κοστούμι ξεχωριστά, χρησιμοποίησε κεντήματα δίνοντάς τους όγκο, φόρμα και πλούσια χρώματα. Το αποτέλεσμα ήταν μια σειρά από εντυπωσιακές ανθρωπόμορφες φιγούρες. Η πρεμιέρα δόθηκε στις 19 Φεβρουαρίου του 1967.
Η έκθεση «Chagall: Fantasies for the stage» θα διαρκέσει έως τις 18 Ιανουαρίου του 2018.