Έτσι, κατέληξα και στον έρωτα ό,τι και σε όλα τα άλλα, δηλαδή να είμαι κάτι και συγχρόνως να μην είμαι. Να είμαι κι εδώ κι εκεί και παντού… Φαντάζομαι ότι αυτός είναι εν μέρει ο λόγος που με πιάνει ασφυξία ακόμα και στην ιδέα ότι μπορεί ν’ ανήκω επίσημα και τελεσίδικα σε μια οποιαδήποτε κλειστή ομάδα ή οργάνωση, κι αυτός είναι πάλι εν μέρει ο λόγος που δεν πολυπιστεύω στην αποτελεσματικότητα οποιουδήποτε αγώνα μέσα από οργανώσεις. Πιστεύω ότι την αληθινή ελευθερία –κατ’ αντιδιαστολή προς τις πρακτικές ελευθερίες της καθημερινής ζωής– την κατακτάει κανείς μόνος του».
Αυτά έλεγε ο Κώστας Ταχτσής στην αποκαλυπτική και ιδιαιτέρως τολμηρή συνέντευξη στο περιοδικό «Διαβάζω», την οποία μετέφερε στο δοκιμιακό του βιβλίο «Η γιαγιά μου η Αθήνα», μια εποχή «ηρωική», που τέτοια πράγματα δεν λεγόντουσαν καθόλου εύκολα. Αλλά για τον συγγραφέα του «Τρίτου Στεφανιού», του εμβληματικού μυθιστορήματος της ελληνικής μεταπολεμικής λογοτεχνία, έναν άνθρωπο που είχε ζήσει μια ζωή περιπετειώδη, ελεύθερη, απενοχοποιημένη, χωρίς συμβάσεις και συμβιβασμούς, στα όρια της ακραίας επικινδυνότητας και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, ήταν απλώς μια εκ βαθέων εξομολόγηση σε ένα κοινό έτοιμο να ακούσει και να μάθει από τις αμέτρητες εμπειρίες του και τη σοφία που είχε αποκομίσει από αυτές.
Γεννημένος το 1927 στη Θεσσαλονίκη, υπήρξε παιδί χωρισμένων γονιών −τον πατέρα τον γνώρισε ελάχιστα−, με μια μάνα ιδιαίτερα ανεξάρτητη για την εποχή της, η οποία ανέθεσε την ανατροφή του στην Αθηναία γιαγιά του που είχε βρεθεί στη Μακεδονία υπό τις ίδιες συνθήκες, πάνω-κάτω, που βρέθηκε και η Εκάβη, ηρωίδα του εν μέρει αυτοβιογραφικού «Τρίτου Στεφανιού». Και για τους ίδιους ακριβώς λόγους με εκείνη πήρε τον εγγονό της και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, στο Μεταξουργείο, όπου ο συγγραφέας πέρασε τα χρόνια της εφηβεία του, βιώνοντας, όπως όλοι της γενιάς του, τις περιπέτειες και τις σύγχρονες τραγωδίες της Ελλάδας. Μέσα σε ένα μητριαρχικό περιβάλλον, όπου, όπως έλεγε πάντα, τα αρσενικά γίνονταν συχνά θύματα των γυναικών, οι οποίες μηχανορραφούσαν εις βάρος τους, υφαίνοντας σαν τις αράχνες τον ιστό στον οποίο παγίδευαν τα θηράματά τους. Έτσι, χάρη σ’ αυτές διείσδυσε από πολύ μικρός στη γυναικεία ψυχολογία (αντιζηλίες, προδοσίες, εκδίκηση), την οποία και απέδωσε αριστουργηματικά στο έργο του. Ανοιχτά ομοφυλόφιλος από πολύ νωρίς, τον χαρακτήριζε έντονα το αίσθημα της ελευθερίας, ήταν υπέρμαχος της ειλικρίνειας και της συνέπειας λόγων και πράξεων όσο λίγοι, κάτι που στον πολυποίκιλο και πολυτάραχο βίο του δημιούργησε άπειρες προστριβές και έχθρες.
Ανοιχτά ομοφυλόφιλος από πολύ νωρίς, τον χαρακτήριζε έντονα το αίσθημα της ελευθερίας, ήταν υπέρμαχος της ειλικρίνειας και της συνέπειας λόγων και πράξεων όσο λίγοι, κάτι που στον πολυποίκιλο και πολυτάραχο βίο του δημιούργησε άπειρες προστριβές και έχθρες.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50, φοιτητής της Νομικής ακόμα (την οποία ποτέ δεν τέλειωσε), αποτέλεσε μέλος του κύκλου του «Βυζαντίου» και του «Μπραζίλιαν», των καφενέδων που στέγασαν τις συζητήσεις και τα οράματα της πρώτης μεταπολεμικής, μεγαλοαστικής κυρίως παρέας νεαρών διανοουμένων, όπως οι Γιώργος Μακρής, Ελύτης, Γκάτσος, Χατζιδάκις, Αργυράκης, Νάνος Βαλαωρίτης κ.ά.
Οι πρώτες ποιητικές του απόπειρες, το «Περί ώραν δωδεκάτην» το ’53 και η «Συμφωνία στο Μπραζίλιαν» το ’54, έπεσαν στο κενό και σύντομα το πήρε απόφαση ότι δεν ήταν «γεννημένος ποιητής». Στην τελευταία του συλλογή με τίτλο «Καφενείο το Βυζάντιο», το ’56, ζήτησε από τον Τσαρούχη να του φιλοτεχνήσει στο εξώφυλλο ένα αγγελτήριο θανάτου, «τελειώνοντας» με την ποίηση οριστικά! Με τον ζωγράφο ήταν γείτονες στις σοφίτες του περίφημου Μεγάρου Καλλιγά στο Σύνταγμα και οι σχέσεις τους καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους διακρίνονταν μάλλον από ανταγωνιστική διάθεση. Σε αυτόν, πάντως, χρωστάει τη γνωστή ρήση: «Ο Ταχτσής κάνει γκελ με την άβυσσο»!
Εργάστηκε ως γραμματέας του Αμερικανού επόπτη στο υδροηλεκτρικό εργοστάσιο του Λούρου, βιοπορίστηκε ένα διάστημα διδάσκοντας αγγλικά και το 1954 ξεκίνησε τις μεγάλες του εξορμήσεις –και σεξουαλικές αναζητήσεις− ανά την Ευρώπη. Το 1956 ήταν βοηθός σκηνοθέτη στο «Παιδί και το δελφίνι» που γυρίστηκε στην Ύδρα με τη νεαρή τότε Σοφία Λόρεν και τον επόμενο χρόνο μετανάστευσε στην Αυστραλία. Στους Αντίποδες «ενηλικιώθηκε» και τότε ήταν που ξεκίνησε την πρώτη εκδοχή του μυθιστορήματός του.
Πάσχα του 1960 επέστρεψε μετά από απουσία τριών ετών στην Ελλάδα. Σκίζει ό,τι είχε γράψει στην Αυστραλία –εκατοντάδες σελίδες− και ξεκινάει από την αρχή. Εκστασιασμένος από την επιστροφή του στην Ελλάδα που αντίκριζε ξανά ύστερα από τόσο καιρό, έπιασε την άκρη του νήματος και προσπάθησε να βγει από τον λαβύρινθο των αναμνήσεών του. Παραδομένος σε μια ανείπωτη ευτυχία, μαγεμένος από μια χώρα που ήταν σαν να ανακάλυπτε για πρώτη φορά, ανασκεύασε, «διόρθωσε» τη ζωή στο χαρτί με αισιοδοξία και χιούμορ.
Όταν διάβασε τα πρώτα πέντε κεφάλαια στον Εμπειρίκο, εκείνος ενθουσιάστηκε τόσο, που τα αποκάλεσε από την πρώτη στιγμή «ελληνικό έπος», ενθαρρύνοντάς τον να συνεχίσει. Εκείνος φόρτωσε μια γραφομηχανή στη βέσπα που είχε φέρει μαζί του από το Σίδνεϊ και ξεκίνησε για τον γύρο της Ευρώπης. Τα βράδια γλεντούσε και τα πρωινά έγραφε. Έτσι ολοκλήρωσε το «Τρίτο Στεφάνι», σχεδόν απνευστί, το βιβλίο που στοίχειωσε τον ίδιο αλλά και τη μεταπολεμική μας λογοτεχνία. Μυθιστόρημα-εποποιία μιας εποχής που μέσα από μονολόγους παραληρηματικούς, σχεδόν θεατρικούς, κάτι πρωτόγνωρο στην ελληνική γραμματεία, καταφέρνει να αφηγηθεί τις ζωές δύο γυναικών και μέσα από αυτές ολόκληρη την ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Με όλους τους ιδιωματισμούς των λαϊκών ανθρώπων, τους αστεϊσμούς, τις εντάσεις και τις συγκινήσεις του αρχετυπικού τους λόγου. Εμπνεόμενος από την ιστορία της οικογένειάς του, αντιστρέφοντας τα πραγματικά γεγονότα, κάνοντας τα δραματικά να μοιάζουν περισσότερο κωμικά και τα κωμικά λίγο σαν δραματικά, κρατώντας παρ’ όλα αυτά την τραγικότητα σε στιγμές συντριβής και απόγνωσης. Και χάρη στο μπόλιασμα της μυθιστορηματικής φόρμας, ο ταπεινός και τετριμμένος διάκοσμος γίνεται νεοκλασικό σκηνικό, η γλώσσα της γειτονιάς λογοτεχνικό ύφος που ξεπερνάει την ηθογραφία, το πέρασμα του χρόνου, ιστορική μαρτυρία. Πάει από την ειδυλλιακή αθηναϊκή μπελ επόκ μέχρι την Κατοχή και τον Εμφύλιο, κρατώντας ίσες αποστάσεις από την αριστερά και τη δεξιά, σχολιάζοντας ευφυέστατα την ιδιοσυγκρασία του Έλληνα, είτε αριστερού είτε δεξιού.
Το «Τρίτο Στεφάνι» το εξέδωσε πουλώντας ένα σπίτι στην Πλάκα, τον Γενάρη του 1963 διένειμε μερικά αντίτυπα και σάλπαρε με φορτηγό πλοίο άρον-άρον, σαν να ήθελε να αποδράσει, για την Αμερική, όπου πέρασε δύο συναρπαστικά και τρικυμιώδη χρόνια. Όταν ο φίλος του Νάνος Βαλαωρίτης ίδρυσε το λογοτεχνικό περιοδικό «Πάλι» του ζήτησε ένα διήγημα για το πρώτο τεύχος. Του έστειλε από τη Νέα Υόρκη τα «Ρέστα». Παρόλο που για μια ακόμα φορά βασίστηκε στις παιδικές του αναμνήσεις, η μοντέρνα γραφή και η κριτική απόσταση από τα βιώματά του απέδειξαν, χάρη στην άρτια τεχνική του, την ωριμότητα και την εξελισσόμενη μαστοριά του ως πεζογράφου. Επιστρέφοντας στην Αθήνα και με αφορμή τα επόμενα τεύχη, ως μέλος της συντακτικής ομάδας του «Πάλι» ολοκλήρωσε σειρά διηγημάτων, κάτι σαν «ένα μυθιστόρημα-αλυσίδα», όπως τα χαρακτήριζε ο ίδιος, που με τον τίτλο του πρώτου αποτέλεσαν τη συλλογική έκδοση του 1972. Η δικτατορία τού είχε στερήσει τη μαζική επανέκδοση του «Στεφανιού», καθώς ο Δεσποτίδης των εκδόσεων «Θεμέλιο», που του το πρότεινε, βρέθηκε στη φυλακή για ιδεολογικούς λόγους. Παρ’ όλα αυτά, κυκλοφόρησε στη Γαλλία σε μετάφραση του κορυφαίου ελληνιστή Ζακ Λακαριέρ κι έκανε αίσθηση. Το ίδιο διάστημα συνυπέγραψε τη «Δήλωση των 18 κατά της λογοκρισίας», ενώ με την επιρροή που ασκούσε ως φίλος στον Σεφέρη, ο νομπελίστας ποιητής, έστω και με καθυστέρηση, έκανε δήλωση εναντίον του στρατιωτικού καθεστώτος. Το «Τρίτο Στεφάνι» εν τέλει διαδόθηκε χάρη στους πολιτικούς κρατουμένους του Κορυδαλλού, περνώντας από χέρι σε χέρι. Αλλά χρειάστηκε πάνω από μια δεκαετία για να αναγνωριστεί η αξία του και να αγαπηθεί από το μεγάλο κοινό.
Πριν από λίγο καιρό ο σκηνοθέτης Τάκης Σπετσιώτης γύρισε για λογαριασμό της δημόσιας τηλεόρασης και για τη σειρά «Εποχές και συγγραφείς» ένα πορτρέτο του ανθρώπου και λογοτέχνη Κώστα Ταχτσή, 29 χρόνια μετά τον θάνατό του στην ηλικία των 61 – η δολοφονία του παραμένει ανεξιχνίαστη μέχρι και σήμερα. Η εκπομπή, η οποία θα αρχίσει να προβάλλεται τον Σεπτέμβρη, θα ξεκινήσει με το αφιέρωμα στον λογοτέχνη Ταχτσή, κι ας είναι δελεαστικό να βυθιστείς σε μια ζωή σχεδόν θρυλική. Ο σκηνοθέτης, γνωστός από την ταινία του «Μετέωρο και σκιά» για τη ζωή του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, έχει ασχοληθεί με την περίπτωση Ταχτσή, έχοντας εκδώσει δύο βιβλία γι’ αυτόν κι ένα θεατρικό, επίσης εμπνευσμένο από εκείνον, συνεπώς κρίθηκε από τον παραγωγό της σειράς Τάσο Ψαρρά ως ο πλέον κατάλληλος να τεκμηριώσει ένα αφιερωματικό ντοκιμαντέρ για εκείνον. Σε μια συζήτηση λίγο πριν από την προβολή του ντοκιμαντέρ, είπε τα εξής:
—Τελικά, τι ενόχλησε τους Έλληνες στο «Τρίτο Στεφάνι» όταν πρωτοκυκλοφόρησε;
Πιστεύω ότι τους ενόχλησε το ταπεινό, το ασήμαντο, το καθημερινό, στοιχεία που ταυτίζονταν με το χυδαίο πολλές φορές. Τότε η λογοτεχνία ήταν ακόμα μεγαλόπνοη, βασιζόταν στις αρχές της Γενιάς του ’30, παρά τον καταγγελτικό της χαρακτήρα. Δεν ήταν ο μόνος που το έκανε, αλλά στον Ταχτσή έγινε με μια γλώσσα, μια ωμότητα και ένα πεζολογικό ύφος στα οποία πιστεύω πως δεν ήταν συνηθισμένοι οι αναγνώστες. Εγώ κρατώ αυτό που είπε ο ίδιος, ότι δεν σόκαρε, απλώς το θεώρησαν ασήμαντο, ότι ήταν ένα βιβλίο με γυναικουλίστικες καταστάσεις και κουτσομπολιά. Από την άλλη, δεν είχε τεθεί ξανά το θέμα του Εμφυλίου έτσι όπως το έθεσε ο Ταχτσής. Έλεγε: «Τίνος το χέρι να πάρεις σε έναν εμφύλιο; Και το δεξί χέρι και το αριστερό δικά σου είναι». Εν τω μεταξύ, στην κουλτούρα, στην κριτική και στα βραβεία δέσποζε η αριστερά και εκείνος ήταν ανένταχτος ως προς τις αριστερές του κατευθύνσεις, γιατί το «Τρίτο Στεφάνι» τέτοιες έχει ως βιβλίο. Λέει: «Αυτός ο φασίστας, αυτό το γουρούνι, αυτός ο Χίτης, αυτό το κάθαρμα... Η Νίνα σε τι πιστεύει; Τουλάχιστον, ο άλλος πιστεύει ότι μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο τον κόσμο, γι’ αυτό τα κάνει… αν είχαν νικήσει οι κουμουνιστές, ποιος ξέρει, μπορεί να ήμασταν και καλύτερα». Αυτό το μείγμα, η πολιτική θολούρα, η χυδαιότητα και μια μοναδική γλώσσα, ο τρόπος που μιλάνε οι γυναίκες του, όλο αυτό αντιμετωπίστηκε με εχθρότητα. Ο ίδιος δεν έμεινε για να το υποστηρίξει, έφυγε στην Αμερική. Όμως, τελικά, το βιβλίο τα κατάφερε.
—Τι επέλεξες να δείξεις στο ντοκιμαντέρ;
Ήταν μια παραγγελία από τον σκηνοθέτη παραγωγό Τάσο Ψαρρά για τη σειρά «Εποχές και συγγραφείς», η οποία χρησιμοποιεί αρχειακό υλικό και συνεντεύξεις για να δώσει μέσα σε 52 λεπτά τη ζωή και το έργο κάποιων συγγραφέων. Ο Ταχτσής είναι ωκεανός, τι να βάλεις και τι να αφαιρέσεις; Αναγκαστικά καταπιάστηκα με τα πιο καίρια σημεία της ζωής και του έργου του. Ποια είναι αυτά; Ο χωρισμός των γονιών του, η γέννησή του στη Θεσσαλονίκη, την πόλη της οικογένειας του πατέρα του, και ο ερχομός στην Αθήνα με τη γιαγιά του και την οικογένειά της, τα γυμνασιακά του χρόνια και η έφεσή του στο γράψιμο, η Νομική που εγκατέλειψε, ο στρατός που υπηρέτησε ως ανθυπολοχαγός, τα πρώτα του ποιήματα και το ρεντίκολο που έγινε με αυτά, το κράξιμο που είχε φάει, το «Τρίτο Στεφάνι», τα ταξίδια του και οι περιπέτειές του, οι απογοητεύσεις του, η αντιδικτατορική του δράση, που ήταν αρκετά θαρραλέα. Έκανε κάτι καταπληκτικό, το λέει ο Νάνος Βαλαωρίτης στο ντοκιμαντέρ. Συλλαμβάνεται για το κείμενο των 18 και χαρούμενοι οι αστυνομικοί λένε στον ανώτερό τους «κοιτάξτε ποιον συλλάβαμε». Ο Ταχτσής, με αφάνταστη ψυχραιμία, απαντά: «Είμαι ένας γνωστός συγγραφέας, έχω μεταφραστεί σε δύο γλώσσες, αν με ρεζιλέψετε, ρεζιλεύετε την Ελλάδα». Οι αστυνομικοί, εν τέλει, του κέρασαν και καφέ.
—Ποιοι άλλοι μιλάνε;
Η Ελπίδα Ταχτσή, η οποία είναι πολύ συγκινητική γιατί πότε θυμάται, πότε ξεχνάει. Λέει πώς τον βρήκε δολοφονημένο. Μιλάει ο Γεωργουσόπουλος για τον θεατρικό Ταχτσή, ο Βασίλης Βασιλικός, ο Κώστας Παπαγεωργίου, αλλά και νεότεροι μελετητές, όπως ο Δημήτρης Παπανικολάου, που επιμελήθηκε τα «Ρέστα», και μια γιατρός, η Νένη Σταμάτη. Έχει πεθάνει πολύς κόσμος, π.χ. οι φίλοι του. Δεν υπάρχει η Καίη Τσιτσέλη, δεν υπάρχει η Νένη Καναγκίνη, δεν υπάρχει η Λύντια Βασιλειάδη…
—Υπάρχει κάτι που δεν γνώριζες και έμαθες μέσα από την έρευνά σου;
Το πόσο συνέβαλε η γνωριμία του με τον Σεφέρη στο να αναδειχτεί το «Τρίτο Στεφάνι» και να αλλάξει η στάση του Σαββίδη απέναντι στον Ταχτσή, διότι είχε λοιδορηθεί πολύ από τον Αργυρίου, εξαιτίας των ποιημάτων του. Επίσης, ανέδειξα κάποια queer ποιήματά του με μουσική και εικόνες, γιατί υπάρχουν μερικά που εμένα μου αρέσουν. Άλλωστε, με συγκινούν πολύ περισσότερο τα «Ρέστα» απ’ ό,τι το «Στεφάνι». Βάζω, λοιπόν, τον Νάνο Βαλαωρίτη να μιλάει για το Μπραζίλιαν, ποιοι πήγαιναν εκεί, τι ατμόσφαιρα επικρατούσε.
Όταν η χούντα έπεσε και ήρθε η Μεταπολίτευση, η γενιά καλλιτεχνών και διανοουμένων που ήταν ακόμα νέοι έτρεφε ελπίδες για μια νέα Ελλάδα. Ο Ταχτσής έγινε σύμβουλος λογοτεχνίας στην τηλεόραση και μαζί με τον Χατζιδάκι συν-σχεδίασαν το Τρίτο Πρόγραμμα. Σύντομα, όμως, θα παραιτούνταν αφού, φύσει και θέσει ανένταχτος κι ελεύθερος, συνειδητοποίησε ότι ήταν αδύνατο να συμβιβαστεί με τους αυλοκόλακες και τα τερτίπια του κατεστημένου.
Τότε ήταν που στράφηκε στο θέατρο, αποδεχόμενος μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες προτάσεις της εποχής. Διασκεύασε εξαιρετικά για τη φίλη του Έλλη Λαμπέτη το ’75 την πρωτοποριακή «Δεσποινίδα Μαργαρίτα» του Ατάιντε και το ’78 τη «Φιλουμένα» του Ντε Φιλίππο, αλλά εξόργισε την πλειονότητα των αρτηριοσκληρωτικών φιλολόγων, μεταφέροντας τον Αριστοφάνη σε σύγχρονες πολιτικοκοινωνικές αντιστοιχίες –«Λυσιστράτη», «Βάτραχοι», «Εκκλησιάζουσες», όλα παραγγελίες του Σπύρου Ευαγγελάτου− με τη χρήση λαϊκού, ζωντανού λόγου και καλιαρντών, την αργκό του γκέι περιθωρίου και του πεζοδρομίου. Όλα αυτά στον κολοφώνα της δόξας του, με το «Στεφάνι» πια μπεστ σέλερ και το δοκιμιακό «Η γιαγιά μου η Αθήνα» του ’79 να τον έχει αναγάγει σε ζωντανό μύθο του αθηναϊκού γίγνεσθαι. Τη δεκαετία του ’80 αναλώθηκε σε μια πολύπλοκη ρήξη. Με αφορμή την ίδρυση του ΑΚΟΕ, του απελευθερωτικού κινήματος των γκέι με το οποίο ήταν αντίθετος για μια σειρά από λόγους που αργότερα θα εξηγούσε στα αυτοβιογραφικά του κείμενα −η ιδρυτική του πράξη έγινε από τρανς άτομα στο θέατρο Λουζιτάνια εν όψει της ψήφισης ενός κατάπτυστου και άκρως ομοφοβικού νομοσχεδίου−, ήρθε σε φοβερές συγκρούσεις με τους εκδιδόμενους παρενδυτικούς της Συγγρού. Ένας από αυτούς, βέβαια, ήταν και ο ίδιος, αφού κατέβαινε συχνά εκεί ντυμένος γυναίκα για να βρει πελάτες, δραστηριότητα από την οποία βιοποριζόταν εν μέρει. Το πεζοδρόμιο κατέληξε πρωτοσέλιδο σε εφημερίδες περιωπής και η δημοσιοποίηση της προσωπικής του ζωής οδήγησε στην ακύρωση της κινηματογραφικής μεταφοράς του «Τρίτου Στεφανιού» από τον Αγγελόπουλο (τα πρώτα λεφτά της προεργασίας τα είχε δώσει ο Ιόλας), με τον οποίο έτσι κι αλλιώς ήταν απορριπτικός, όταν ο τελευταίος πάγωσε τη συνεργασία τους στη συγγραφή του σεναρίου του «Θιάσου» και το όνομά του δεν μπήκε ποτέ στους τίτλους. Με το «Στεφάνι», βέβαια, φλέρταραν κι άλλοι σημαντικοί σκηνοθέτες, συμπεριλαμβανομένων του Κακογιάννη και του Γαβρά, αλλά τελικά έμελλε να γίνει πολλά χρόνια αργότερα τηλεοπτική σειρά από τον Δαλιανίδη.
Όταν ξεκίνησε να γράφει την αυτοβιογραφία του διαλαλούσε από δω και από κει ότι θα μιλούσε για όλα και για όλους απροκάλυπτα. Παραδεχόταν ότι αυτό από μόνο του ήταν επικίνδυνο. Παιδευόταν για μήνες να βρει τη φόρμα στην οποία θα βασιζόταν το βιβλίο, ώστε να μην είναι απλώς ένα ακόμα σκανδαλοθηρικό κείμενο. Ένα βράδυ του Αυγούστου του 1988 βγήκε με την εκδότριά του Μάγδα Κοτζιά των εκδόσεων Εξάντας, στην οποία ανακοίνωσε ότι επιτέλους είχε βρει με ποιον τρόπο θα ανέπτυσσε και θα παρουσίαζε το θέμα του. Ήταν χαρούμενος και ικανοποιημένος. Λίγες μέρες αργότερα, ξημέρωμα της 26ης Αυγούστου του 1988, έκανε την τελευταία του βόλτα ντυμένος τρανς προς άγραν πελατών. Εκείνο το ξημέρωμα θα έπεφτε θύμα μιας μυστηριώδους και ανεξιχνίαστης μέχρι σήμερα δολοφονίας από εραστή-πελάτη στον Κολωνό, στο σπίτι του, που μόλις είχε αποκτήσει έναν χρόνο πριν. Ο δολοφόνος τον στραγγάλισε στην κουζίνα, αφού είχαν φάει μαζί καρπούζι! Μετά τον έσυρε μέχρι το κρεβάτι κι εκεί τον βρήκε η αδελφή του, δύο μέρες μετά, νεκρό. Ήταν μόλις 61 χρονών και άφηνε πίσω του ημιτελή την εξαιρετικού ύφους και αφηγηματικής πυκνότητας προφητική αυτοβιογραφία του «Το φοβερό βήμα». Εκεί πρόλαβε να πει τα πάντα για τον εαυτό του, όχι όμως για όλους τους υπόλοιπους − κάποιος, άθελά του ή προσχεδιασμένα, φρόντισε να μην προλάβει.
—Ποιά είναι η γνώμη σου για τη ρήξη του συγγραφέα με τα παιδιά του ΑΚΟΕ.
Ο Ταχτσής ήταν κατά του ομοφυλοφιλικού συνδικαλισμού. Πίστευε ότι το ιδιαίτερο αυτό ερωτικό γνώρισμα είναι μια στάση απέναντι στη ζωή κυρίως αισθητική. Η άποψή του εκπορευόταν από τους μεγάλους Ευρωπαίους διανοητές και καλλιτέχνες του 19ου αι., τον Ουάιλντ, τον Ζιντ, τον Προύστ κ.ά. Πίστευε ότι αν μαζικοποιούνταν αυτό, αν πολιτικοποιούνταν, θα έχανε την ουσία του και θα γινόταν αδιάφορο. Δεν τον ενδιέφερε αυτή η μαζικοποίηση. Αυτή είναι μια άποψη, μια στάση. Εγώ την βρίσκω συγγνωστή, την καταλαβαίνω. Πιστεύω ότι στις σχέσεις του Ταχτσή με αυτά τα παιδιά, με τα οποία ήρθε σε ρήξη εκείνη την εποχή −γιατί εγώ τον θυμάμαι και ως τρυφερό άτομο, πέρα από τις ιδιορρυθμίες και τις τρέλες του−, υπήρξε μια παρεξήγηση. Κάπου δεν του έκατσε η κατάσταση με αυτά τα άτομα, επειδή μεγάλωνε είδε και ανταγωνιστικά τις νέες τραβεστί που το είχαν αποδεχτεί, ενώ εκείνος είχε την αυταπάτη ότι τον έπαιρναν για γυναίκα. Νομίζω ότι πήρε διάσταση τότε και επειδή αυτοί ασχολήθηκαν υπερβολικά μαζί του, ενώ έπρεπε να τον αγνοήσουν. Εντάξει, ήταν ένας επώνυμος σχετικά ομοφυλόφιλος…
—Είχε επιρροή, έγραψε δημόσιες επιστολές εναντίον τους, δεν μπορούσαν να τον αγνοήσουν. Ήταν μέρος του κατεστημένου που τις πολεμούσε.
Πιστεύω ότι η στάση του Ταχτσή ήταν συνεπής ως προς το έργο του. Βαθιά καλλιτεχνικά, αν θυμηθώ το κύριο του έργο, το «Τρίτο Στεφάνι», έχει κι εκεί μια απαξιωτική στάση απέναντι στους ομοφυλόφιλους. Ο ένας είναι πρεζόνι που καταστρέφεται, ο άλλος, ο Δημήτρης, βίζιτα και φυματικός, που στην πραγματικότητα ήταν ο θείος του, τραυματική εμπειρία για την οικογένεια. Ένα πολύ ωραίο αγόρι, ο Γιάννης Ζάχος, που είχε έρθει από τη Θεσσαλονίκη μετά τον στρατό και περιφερόταν στην Ομόνοια κι έπεσε επάνω στον Λαπαθιώτη, ο οποίος του βρήκε μια δουλειά σε ένα τσιγκογραφείο και τον μύησε και στον κομμουνισμό. Μου τον ανέφερε στις συζητήσεις που είχαμε κάνει, ως μια σχέση έλξης - απώθησης όμως γιατί είχαν πιάσει τον θείο να πηγαίνει ναρκωτικά στον Λαπαθιώτη και πήγε φυλακή γι’ αυτό. Αυτά μου τα είχε εκμυστηρευτεί ο ίδιος ο Ταχτσής. Η αδελφή του Ελπίδα μου είπε ότι ακουγόταν το όνομα του Λαπαθιώτη από τη γιαγιά του, από τα βιβλία που του ’δινε. Αλλά και ο Ταχτσής θυμόταν ως παιδί να πηγαίνει ναρκωτικά που του έδινε ο θείος του στον Λαπαθιώτη. Και στο «Στέφανι» η Νίνα λέει ότι τον έπιασαν να πηγαίνει ναρκωτικά σε έναν ποιητή που αργότερα αυτοκτόνησε.
—Για να επιστρέψουμε στη ρήξη του, η στάση που κράτησε δεν είναι υπέρ του.
Θα έλεγα συγκρατημένα και ως μελετητής του έργου του ότι την άρνησή του τη βρίσκω συνεπή σε σχέση με το «Τρίτο Στεφάνι». Αυτό που τον ενδιέφερε εκείνη την εποχή τον Ταχτσή, που είχε περάσει από την κόλαση για να γράψει αυτό το βιβλίο, το μοναδικό το οποίο και έμεινε, ήταν να προβληθεί και να αγαπηθεί από το ευρύτερο κοινό, να γίνει ταινία. Αυτή ήταν η αγωνία του, όχι να αναγνωριστούν τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων. Οι κύριες αναγνώστριές του, όπως ο ίδιος έλεγε, ήταν γυναίκες, οι οποίες 40 χρόνια πριν δεν ήταν τόσο δεκτικές ως προς τις τραβεστί και τους ομοφυλόφιλους. Η περίφημη εκδήλωση στο Λουζιτάνια θα γινόταν με αιχμή του δόρατος τις τραβεστί. Δεν ήθελε. Υπερασπίστηκε το μικροαστικό περίβλημα των ηρώων του και την ατμόσφαιρα του βιβλίου του, αυτήν του ’50 και του ’60. Στα «Ρέστα» είναι τρυφερότερος, αποκαλυπτικότερος, έτοιμος να συγχωρήσει και τα βάσανα που πέρασε από αυτές τις γυναίκες, μια σκληρή μητέρα και μια γιαγιά μισότρελη και τσακισμένη από τη ζωή, να δεχτεί τη δικιά του ιδιαιτερότητα, την παρενδυσία. Όπως λέει σε ένα τελικό δοκίμιο, «ήταν μια κατάληξη τραγική η δική μου, γιατί ήταν προϊόν ενός περιβάλλοντος που μεγάλωσα η σεξουαλικότητα».
—Κι όμως, είχε ζήσει πολύ στο εξωτερικό, είχε κάνει τολμηρά για την εποχή ταξίδια, διέθετε έναν κοσμοπολιτισμό και μια περιέργεια οικουμενική.
Έχει μια πολυπλοκότητα αυτή η ιστορία. Δεν μπορεί να είναι καταδικαστικός κανείς με τον Ταχτσή. Ήταν και ιδιότροπος, κυνηγούσε πράγματα από πείσμα, ζήλευε. Ο Λουκάς Θεοδωρακόπουλος μου έλεγε ότι δεν είχε συμφιλιωθεί με το πρόβλημά του. Πιστεύω ότι είχε συμφιλιωθεί, απλώς ήταν με το ένα πόδι στην κόλαση. Δεν του έφτανε ούτε η συμφιλίωση. Ο Ταχτσής ήταν του ξεβολέματος.
—Έχεις καταλήξει σε μια ερμηνεία για τον θάνατό του;
Όχι, γιατί μιλάνε όλοι με υπεκφυγές. Ρωτάνε «ξέρεις ποιος ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που είδε τον Ταχτσή;». Απαντάω «όχι» και δεν μου λένε ποιος ήταν. Πάντως, δεν έγινε στο κρεβάτι, όπως είπαν. Αυτό είναι αποδεδειγμένο.