Η ουσία κάποιων εκθέσεων εκτείνεται πέρα από τα στενά όρια των έργων που αναρτώνται στους τοίχους και γεμίζουν τις προθήκες των μουσείων που τις φιλοξενούν, και μία τέτοια περίπτωση είναι η τρέχουσα έκθεση στο Victoria & Albert Museum, η οποία διοργανώνεται από κοινού με τη Royal Opera House.
Η έκθεση Opera: Passion, Power and Politics διατρέχει τα 400 και κάτι χρόνια από τη γέννηση της όπερας στην Ιταλία της ύστερης Αναγέννησης και εγκαινιάζει τον νέο χώρο εκθέσεων του V&A, μια τεράστια ανοιχτή και υπόγεια αίθουσα που σχεδιάστηκε από την Amanda Levete, η οποία έχει σχεδιάσει και το ΜΑΑΤ (Μουσείο Τέχνης, Αρχιτεκτονικής και Τεχνολογίας) στη Λισαβώνα.
Οι δύο πολιστιστικοί φορείς του Λονδίνου παρουσιάζουν τις επτά όπερες που επέλεξαν, τοποθετώντας τες εντός του ισχύοντος πολιτικού, κοινωνικού και ιστορικού πλαισίου των πόλεων στις οποίες έκαναν παγκόσμια πρεμιέρα, αρχής γενομένης από τη Στέψη της Ποππαίας του Μοντεβέρντι και τη Ρώμη του 1642, ως την Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ του Σοστακόβιτς που ανέβηκε στο Λένινγκραντ (νυν Αγία Πετρούπολη) το 1934.
Η επιτυχία της έκθεσης συνίσταται στην ανάδειξη των στοιχείων που καθιστούν την όπερα μια μορφή τέχνης επίκαιρη, όσο κι αν το ευρύ κοινό δυστυχώς εξακολουθεί να την αντιμετωπίζει ως απαρχαιωμένη άσκηση φωνητικών ακροβασιών που ενδιαφέρει αποκλειστικά απολιθωμένες γεροντοκόρες με ρομαντικές φαντασιώσεις.
Ενδιάμεσα οι επισκέπτες απολαμβάνουν εκθέματα και αποσπάσματα που αφορούν το Λονδίνο του Ρινάλντο του Χέντελ, τη Βιέννη των ευφρόσυνων Γάμων του Φίγκαρο του Μότσαρτ, το Μιλάνο και τον Ναμπούκο του Βέρντι, το Παρίσι –μοναδική εξαίρεση καθώς δεν παρουσιάστηκε εκεί για πρώτη φορά ο Τανχόιζερ του Βάγκνερ– και τη μονόπρακτη Σαλώμη του Στράους που ανέβηκε στην Δρέσδη.
Στόχος των επιμελητών είναι να προσφέρουν μία ολοκληρωμένη, πολυεπίπεδη βιωματική εμπειρία μέσα από μια σφαιρική παρουσίαση της υψηλής και ιδιαίτερα σύνθετης τέχνης της όπερας. Για τον λόγο αυτό τα εκθέματα περιλαμβάνουν όχι μόνο έργα τέχνης, κοστούμια και σπάνιες παρτιτούρες αλλά συμπληρώνονται από τη διαρκή μουσική και τα σχόλια που συνοδεύουν τους επισκέπτες καθώς μετακινούνται στον χώρο της έκθεσης μέσα από τα ακουστικά που τους παρέχονται από το μουσείο. Οι θρυλικές εκτελέσεις των θεσπέσιων μελωδιών και οι ενδιαφέρουσες πληροφορίες επιβραδύνουν τα βήματα των θαυμαστών της όπερας καθώς περιδιαβαίνουν από έκθεμα σε έκθεμα, ώστε να μην χάσουν ούτε νότα.
Μεταξύ των έργων που εκτίθενται ξεχωρίζουν το διάσημο πορτρέτο του Μότσαρτ από τον Γιόζεφ Λάνγκε, το οποίο ταξίδεψε από το Σάλτσμπουργκ, οι πίνακες του Μανέ και του Ντεγκά που εμπλουτίζουν το τμήμα που είναι αφιερωμένο στο Παρίσι και κάποια σπάνια χειρόγραφα των συνθετών, όπως η πολυσυζητημένη μεταγραφή της «Ποππαίας» από τον Καβάλι, το προσχέδιο του Μότσαρτ για την πρώτη άρια του Κερουμπίνο από τον «Φίγκαρο», η λεπτομερής πλήρης παρτιτούρα του Βέρντι για τον «Ναμπούκο» και οι σημειώσεις του Στράους για τη Σαλώμη.
Το πιο εντυπωσιακό έκθεμα, ακόμα και για εκείνους που δεν γνωρίζουν απολύτως τίποτα για την όπερα, είναι η πλήρως λειτουργική ανακατασκευή σε πραγματική σχεδόν κλίμακα ενός σκηνικού μπαρόκ όπερας, εμπνευσμένης από τις πρωτότυπες σκηνικές οδηγίες για τον «Ρινάλντο» του Χέντελ το 1711. Εξίσου επιβλητικός είναι και ο γιγαντιαίος τοίχος όπου έχουν επικολληθεί οι 150 φωτογραφίες εσωτερικών χώρων από θέατρα όπερας στην Ιταλία, έργο του Ματίας Σάλερ.
Οι πολυμεσικές παρουσιάσεις βασίζονται σε μια πληθώρα βίντεο, από τα οποία το πιο ενδιαφέρον οπτικά είναι εκείνο που προβάλλεται σε πολλαπλές οθόνες και δείχνει τέσσερις διαφορετικές εκδοχές της οργιαστικής σκηνής του «Τανχόιζερ» σε πρόσφατες οπερατικές παραγωγές.
Η επιτυχία της έκθεσης όμως δεν συνίσταται στην συγκέντρωση και έκθεση κειμηλίων αρχαιολογικής σημασίας, αλλά στην ανάδειξη των στοιχείων που καθιστούν την όπερα μια μορφή τέχνης επίκαιρη, όσο κι αν το ευρύ κοινό δυστυχώς εξακολουθεί να την αντιμετωπίζει ως απαρχαιωμένη άσκηση φωνητικών ακροβασιών που ενδιαφέρει αποκλειστικά απολιθωμένες γεροντοκόρες με ρομαντικές φαντασιώσεις.
Όμως η αλήθεια απέχει πάρα πολύ από αυτήν τη θεώρηση. Ανέκαθεν η όπερα μέσα από τα θέματά της έθιγε με τόλμη και ριζοσπαστική οπτική πολιτικά ζητήματα, κάτι που αποδεικνύεται από τη λογοκρισία που επέβαλε ο Στάλιν στην όπερα του Σοστακόβιτς. Όμως δεν είναι μόνο ο ρωσικός μοντερνισμός που τάραξε τα λιμνάζοντα πολιτικά και κοινωνικά ύδατα: οι «Γάμοι του Φίγκαρο» καυτηριάζουν τα παλαιά ήθη και επιτίθενται στα προνόμια της αριστοκρατίας και το θέμα του «Ναμπούκο» αναφέρεται στον αγώνα ενός έθνους για ανεξαρτησία.
Πέρα από το θέμα της εξουσίας, η έκθεση επεξεργάζεται τον έρωτα και το πάθος. Ο ερωτισμός και η επιθυμία είναι αναπόσπαστα στοιχεία των επτά έργων που επιλέχθηκαν και οι επιμελητές τα αναδεικνύουν κατάλληλα σε κάθε περίπτωση. Το video installation με το Venusberg υπογραμμίζει τη φόρτιση που ενυπάρχει σε μία από τις πλέον ακραίες απεικονίσεις του σεξ στην ιστορία της μουσικής ενώ ενδιαφέρουσα είναι η νύξη στην υπόγεια σχέση της ανάδυσης της ψυχανάλυσης και της ολοένα αυξανόμενης έκφρασης του φεμινιστικού κινήματος με την παράσταση της «Σαλώμης» στην Δρέσδη το 1905.
Προφανώς η εξαντλητική παρουσίαση της ιστορίας αιώνων της όπερας είναι αδύνατη εντός των τειχών ενός μουσείου, ωστόσο το εγχείρημα αυτό κατορθώνει να διαμορφώσει τις κατάλληλες συνθήκες ώστε όσοι ήδη είναι λάτρεις της να εξετάσουν βαθύτερα τη σχέση και τις προεκτάσεις της με την εξουσία και την ιστορία, και όσοι την αγνοούν να της αφιερώσουν λίγο χρόνο ώστε πιθανά να την αγαπήσουν.
Η έκθεση Opera: Passion, Power and Politics φιλοξενείται στο V&A στο Λονδίνο και θα διαρκέσει ως τις 25 Φεβρουαρίου 2018.