Ο Νόρμαν Μέιλερ, αποτυπώνοντας με πυρετικό τρόπο τον «Αγώνα του Αιώνα» ανάμεσα στον Μοχάμεντ Αλι και τον Τζορτζ Φόρμαν στην Κινσάσα, είχε γράψει για τον Άλι τα εξής:
«Έδειχνε άφοβος και σχεδόν ευτυχής, λες και η πειθαρχία των δύο χιλιάδων νυχτών που πέρασε δίχως τον τίτλο του που του αφαιρέθηκε χωρίς να έχει χάσει ποτέ αγώνα –μια απογοήτευση για έναν πυγμάχο ανάλογη σε αντίκτυπο με το να γράφεις τον Αποχαιρετισμό στα όπλα και να μην εκδίδεται».
Δεν ήταν ένας πυγμάχος, ήταν ένας καλλιτέχνης των ρινγκ. Πάνω από όλα ήταν μια ιδέα σαρκωμένη σε ένα κραταιό σώμα βαρέων βαρών. Είναι ευεξήγητο γιατί ο Μοχάμεντ Άλι και η ζωή του αποτέλεσαν την αιτία να γραφτούν βιβλία, να γυριστούν ταινίες και ντοκιμαντέρ, να γίνουν εκθέσεις ζωγραφικής στο όνομά του ή να ανέβουν στο σανίδι έργο που αναφέρονται ευθέως σ' αυτόν. Τώρα έγινε και όπερα!
Ένας φιλόδοξος νεαρός μαέστρος, ο Τέντι Άνταμς, αποφάσισε να μετατρέψει το ποπ είδωλο σε οπερατικό σύμβολο. Κάτω από την μπαγκέτα του, ο Άνταμς έχει τους μουσικούς της Ορχήστρας του Λούισβιλ. Τυχαίο; Η γενέτειρα του Άλι ήταν το Κεντάκι, επομένως είναι σαν να επιστρέφει στον τόπο του, έστω και εν τη απουσία του, υπό διαφορετική ιδιότητα.
Ο 30χρονος μαέστρος δεν φαίνεται να ορρωδεί μπρος στο... μέγα θέμα και σίγουρα δεν δείχνει να φοβάται την πρόκληση (ήδη, την ξεπέρασε με επιτυχία, ως λέγεται, καθώς η όπερα ανέβηκε με επιτυχία στις 4 Νοεμβρίου). Αντίθετα, βάζοντας ο ίδιος στον εαυτό του μαξιμαλιστικούς στόχους επιδίωξε η όπερα που θα αναφέρεται στην επική ζωή του Μοχάμεντ Άλι να είναι μια φαντασμαγορία ετερόκλιτων στοιχείων.
Κάπως έτσι ανέμιξε τη μουσική με την ποίηση, τα διαλογικά μέρη με το χορό κι όλο αυτό το χαρακτήρισε ως ένα «90λεπτο ορατόριο/ραπ/ όπερα». Ο Αμπραμς έχει βάλει την υπογραφή του τόσο στο λιμπρέτο όσο και στη μουσική, επομένως έχει σφαιρική άποψη για το αποτέλεσμα.
Όπως ο Άλι, έτσι και ο Άμπραμς δείχνει να εμπιστεύεται απόλυτα τις ικανότητές του. Η ζωή του είναι ταυτισμένη με τη μουσική. Είναι συνθέτης, άριστος πιανίστας τζαζ μουσικής και κλαρινετίστας, ενώ ήδη ανέλαβε τη διεύθυνση της Ορχήστρας του Λούισβιλ. Τουτέστιν: έχει όλα τα φόντα να δει τον κόσμο από ψηλά. Εκείνος, όμως, αποφάσισε να κοιτάξει ψηλότερα: τη βαριά θωριά του Μοχάμεντ Άλι.
Μιλώντας στον Guardian, εξήγησε: «Ήθελα η ζωή του Άλι να είναι η δίοδος σε κάτι μεγαλύτερο. Ήθελα να αναδείξω τη σχέση του με τα πλέον σημαντικά ζητήματα των καιρών όπως ήταν η φυλή, ο πόλεμος και η πνευματικότητα. Κατά κάποιο τρόπο, ο Άλι βρέθηκε στο κέντρο όλων αυτών των πραγμάτων».
Με το που έφτασε στο Λούισβιλ, ο Άμπραμς καταπιάστηκε αμέσως με το να ψάχνει ένα μεγάλο θέμα που να έχει αμερικανική ρίζα. Και το βρήκε στο πρόσωπο του Μοχάμεντ Άλι. Τι καλύτερη συγκυρία, καθώς πρόκειται για τον πυγμάχο που μπορεί να έγινε παγκόσμιο σύμβολο, όμως, πάντοτε αναφερόταν στη γενέτειρά του με τα πλέον θερμά λόγια.
Αμέσως ξεκίνησε να κάνει μια πρώτη έρευνα γύρω από τον διάσημο μποξέρ. Επισκέφθηκε το Muhammad Ali Center, ένα μη κερδοσκοπικό μουσείο αφιερωμένο στη διατήρηση της κληρονομιάς του, συνομίλησε με φίλους και συνεργάτες του και έτσι άρχισε να κάνει περισσότερο απτό αυτό που ήθελε να συνθέσει. Επιπλέον, άρχισε να κατανοεί τη δύναμή του Άλι και πώς το παράδειγμά του λειτούργησε καταλυτικά στις ζωές των ανθρώπων ανεξάρτητα τη φυλή και τα πιστεύω τους.
Ο Αμπραμς δεν δίστασε να πειραματιστεί σε διαφορετικά είδη μουσικής για να δημιουργεί το έργο-αφιέρωση στον Άλι. Μαζί με τον κιθαρίστα του τοπικού ροκ συγκροτήματος My Morning Jacket, Τζιμ Τζέιμς, συνέγραψαν ένα κομμάτι οκτώ λεπτών - ένα τζαμάρισμα που φέρνει στο αυτί ήχους των 70's.
Μέρος αυτή της μελωδίας ενσωματώθηκε στο κυρίως σώμα του έργου του, το οποίο κατά την άποψή του θα έπρεπε να είναι επικών διαστάσεων. Απόλυτα ταυτισμένο με την μυθιστορηματική ζωή του Άλι. Τότε του ήρθε η ιδέα να συνθέσει ένα ορατόριο στη λογική του Μπαχ και του Χαίντελ.
Ο Αμπραμς εξήγησε το σκεπτικό του: «Ο Άλι ήταν ένα δημόσιο πρόσωπο που μιλούσε ανοιχτά. Οι στίχοι ήθελα να μιλούν για τη ζωή του και να κινούνται μακριά από όσα ο ίδιος ή άλλοι έχουν πει και γράψει». Μαζί με τον βαρύτονο Τζούμπιλαντ Σάικς και την Ριανόν Γκίντερς, «δράση» αναλαμβάνει στην παράσταση και ο ράπερ της τοπικής σκηνής Τζέκορι «1200».
Πρόκειται για έναν νεαρό μουσικό που γεννήθηκε στην ίδια γειτονιά με τον Άλι, άρα, μπορεί να μην τον γνώρισε ποτέ, όμως, «για εμένα ήταν πάντα ένας υπερήρωας».
Για τις ανάγκες του λιμπρέτου, ο Αμπραμς έχει χρησιμοποιήσει ατάκες του Άλι που έχουν μείνει στην ιστορία και σε αυτές έχει εγκιβωτίσει ομιλίες του Κέντεντυ, στίχους της Μάγια Αγγέλου, του Άλεν Γκίνσμπεργκ και του Λάνγκτον Χιούζ, καθώς και κείμενα από την κινεζική γραμματεία. Αυτό το συμπίλημα όχι μόνο δεν μπερδεύει κατά την άποψή του, αλλά δίνει στο έργο ένα συμβολικό χαρακτήρα στο ποιος ήταν πραγματικά ο Άλι.
Ο άνθρωπος που πετούσε σαν πεταλούδα και τσιμπούσε σαν μέλισσα, τώρα γίνεται κεντρικός ήρωας μιας όπερας αποδεικνύοντας πως η εικόνα του μένει αναλλοίωτη. Ειδικά σε μια χώρα όπου με την εκλογή του Τραμπ τείνει προς ένα επικίνδυνο άκρο και μάχεται σε ένα τερέν λαϊκισμού όπου απαγορεύεται κανείς να είναι κάτι άλλο από λευκός, οργίλος και συντηρητικός. Το ακριβώς αντίθετο από ό,τι πρέσβευε ο Μοχάμεντ Άλι.
Με πληροφορίες από τον Guardian