Ο Γιώργος Παπαστεφάνου, μία από τις πιο αναγνωρίσιμες φωνές της Ελλάδας, μετά από μισό αιώνα αξιοσημείωτης παρουσίας στο ραδιόφωνο, με εκπομπές όπως το «Καλησπέρα, κύριε Έντισον», και στην τηλεόραση, με τις εκπομπές «Η μουσική γράφει ιστορία», «Μουσική Βραδιά», «Διαδρομές, «Οι φίλοι μου» και «Οι παλιοί φίλοι», απ' όπου πέρασαν οι σημαντικότεροι δημιουργοί και ερμηνευτές του ελληνικού αλλά και του διεθνούς τραγουδιού, πολλές φορές σε πρώτες εκτελέσεις, διαθέτει σήμερα μια ανυπολόγιστης πολιτιστικής αξίας μουσική παρακαταθήκη − σαν μια κιβωτός της ελληνικής μουσικής, με δυσεύρετες εμφανίσεις και αξέχαστες συναντήσεις. Συνεντεύξεις, ερμηνείες αλλά και αποσπάσματα αναμεταδόσεων συναυλιών Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, ένας μουσικός θησαυρός με 500 περίπου εκπομπές και περισσότερα από 1.000 αποσπάσματα και τραγούδια, μέρος του οποίου είναι αναρτημένο στο YouTube.
— Σας έχω ακούσει να λέτε ότι μεγαλώσατε με κλασική μουσική, αλλά σας ξέρουμε από τη σχέση σας με το λαϊκό τραγούδι κυρίως.
Αυτό που διδάχτηκα από νωρίς, τόσο από το σπίτι μου όσο και από τα διαβάσματά μου και το ραδιόφωνο που άκουγα, είναι ότι πρέπει να είμαστε ανοιχτοί στο καθετί, απλώς πρέπει να ξέρουμε πού τοποθετείται το καθένα. Αυτό για μένα σήμαινε ότι μπορεί με τους κολλητούς μου τη μια μέρα να βλέπαμε Μαργκό Φοντέιν και την άλλη Μαρία Κάλλας, αλλά όταν πηγαίναμε στην Ανθούλα Αλιφραγκή ήταν για το ξεφάντωμα. Ξέραμε να διαχωρίζουμε τη μία ατμόσφαιρα από την άλλη.
Πιστεύω ότι δίπλα στο ταλέντο με το οποίο σε έχει προικίσει η φύση, πρέπει να έχεις και το ταλέντο να ξέρεις πώς να το αξιοποιήσεις. Σίγουρα υπάρχουν ταλέντα που χάθηκαν γιατί δεν βοήθησαν οι ίδιοι τον εαυτό τους. Για να κάνεις καριέρα δεν πρέπει να χάνεις καμία ευκαιρία. Να έχεις τον διάβολο μέσα σου.
— Είναι λάθος η περίφημη ρήση του Τσαρούχη που εξισώνει την Μπέλλου με την Κάλλας;
Όχι, ο Τσαρούχης δεν χωρίζει τη μουσική, αλλά από κάθε είδος επιλέγει το καλύτερο: μια κορυφαία λυρική τραγουδίστρια και μια κορυφαία λαϊκή τραγουδίστρια, από τις μεγαλύτερες του πλανήτη. Δεν μπλέκει μια κορυφαία με ένα ασήμαντο πρόσωπο από άλλο χώρο. Αυτό σήμερα έχει σαφώς μπερδευτεί απ' όσους μιλάνε στο ραδιόφωνο. Ακούω συχνά τέτοιες στραβοτιμονιές. Σημασία έχει να ξέρεις να ξεχωρίζεις πού ανήκει κάτι.
— Αυτό έχει, καταρχάς, να κάνει με έλλειψη γνώσεων και απουσία καλλιέργειας...
Σαφώς, αλλά έχει να κάνει και με το DNA του καθένα. Τον καιρό που έκανα ραδιόφωνο γνώρισα παιδιά που εργαζόντουσαν ως ταξιτζήδες, οι οποίοι ήταν τόσο βαθιά μπασμένοι στο καλό ρεμπέτικο, που μπορούσαν να κάνουν εκπομπές. Είχα γνωρίσει έναν που άκουγε Τρίτο Πρόγραμμα και όταν του είπα ότι εντυπωσιάζομαι με την επιλογή του, μου απάντησε: «Δεν ξέρω τι ακριβώς ακούω ή ποιον συνθέτη, αυτό που ξέρω είναι ότι με ταξιδεύει». Αυτός ο άνθρωπος έχει το σωστό DNA για να διαχωρίσει τις ποιότητες. Γιατί έχει σημασία την ποιότητα με την οποία σε έχει προικίσει η φύση να την αξιοποιήσεις και να την κάνεις σπουδαιότερη.
Αυτό ήταν και το ζητούμενο την εποχή που ξεκίνησα το ραδιόφωνο, όπου μπήκα χάρη σε ένα μαγικό άγγιγμα της τύχης. Πλησίασα το 1958 ως ακροατής την παραγωγό του ραδιοφώνου –και μεγάλη προσωπικότητα− Φραγκίσκη Καρόρη, που ήταν η πρώτη που έκανε εκπομπή με λαϊκά τραγούδια, είδος που μέχρι εκείνη τη στιγμή και για 20 χρόνια ήταν απαγορευμένο. Αυτή η γυναίκα είχε τη φλόγα να ανακαλύπτει νέους ανθρώπους και μου έκανε εξονυχιστική συνέντευξη. Ήθελε να μάθει τι άκουγα και τι έβλεπα, όχι μόνο στο τραγούδι αλλά και στο σινεμά και στον χορό. Κι όταν είδε ότι είμαι μέσα σε όλα −γιατί έτσι είχα μεγαλώσει− τότε μόνο με πήρε.
— Τι έπαιξε ρόλο σε αυτή σας την ευρυμάθεια;
Πολλά. Το καλλιεργημένο αστικό περιβάλλον της οικογένειάς μου, όπου υπήρχε μια παράδοση. Ας πούμε, ο Νίκος και ο Μανώλης Κάσδαγλης ήταν πρώτα ξαδέρφια της μητέρας μου, που προερχόταν από μεγαλοαστική οικογένεια της Ρόδου με παρακλάδια στην Αλεξάνδρεια. Ο μεγάλος αδερφός του πατέρα μου στο Ηράκλειο της Κρήτης ήταν ένας από τους επιστήθιους φίλους του Νίκου Καζαντζάκη, με τον οποίο κράτησε αλληλογραφία μέχρι το τέλος της ζωής του. Στην οικογένειά μου δεν ήταν το χρήμα που μετρούσε αλλά η μόρφωση. Οι γονείς μου δεν με πήγαν στο γήπεδο, αλλά στο θέατρο όταν ήμουν 12 χρονών και στα 15 μου ήμουν μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης.
Η επιλογή των φίλων μου είχε πάντα κριτήριο την αγάπη τους για το θέατρο, το σινεμά και τη μουσική. Τα πηγαδάκια που κάναμε στο Βαρβάκειο όπου φοιτούσα ήταν γύρω από παραστάσεις και ταινίες. Το Βαρβάκειο ήταν ένα σχολείο πολυσυλλεκτικό, με παιδιά απ' όλες τις τάξεις, και το κριτήριο ήταν η εκπαίδευση του μυαλού και της ψυχής. Ανάμεσα στους συμμαθητές μου υπήρχαν παιδιά χωρίς οικονομική άνεση, τα οποία όμως είχαν τα ίδια οράματα για τη ζωή. Οι νεόπλουτοι, πάντως, άρχισαν να εμφανίζονται ακριβώς τότε, με την αντιπαροχή. Η δική μας νοοτροπία στο σπίτι και στο σχολείο ήταν ακριβώς η αντίθετη.
— Πόσο νωρίς ξεκίνησε η σχέση σας με τη μουσική;
Στο σπίτι υπήρχε ραδιόφωνο από τη μέρα που άνοιξε σταθμός στην Αθήνα το 1938, όταν παντρεύτηκαν οι γονείς μου. Απ' όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, από τα 4-5 άκουγα ραδιόφωνο, με το οποίο είχα πάθος. Υπήρχε και πικάπ στο σπίτι, στα παιδικά πάρτι ακούγαμε πάντα μουσική, αλλά το πολυσυλλεκτικό ραδιόφωνο της εποχής έδινε και το φως για άλλα είδη, με ανοίγματα στην κλασική μουσική και στην όπερα, στα οποία μπορούσε να σε εισαγάγει χωρίς να σε τρομάξει.
— Παρακολουθούσατε, μεγαλώνοντας, το Φεστιβάλ Αθηνών;
Ήμουν στην έναρξή του το 1955, επάνω στα βραχάκια, με τους φίλους μου. Ήταν πολύ αυστηρά τα πράγματα τότε ως προς το ποιος εμφανιζόταν στο Φεστιβάλ. Όταν το 1962 ήρθε να τραγουδήσει στη Ηρώδειο ο Σινάτρα έγινε χαμός από τις εφημερίδες γιατί άνοιγαν τις πύλες του Ηρωδείου σε έναν εκπρόσωπο του ελαφρού. Τον θυμάμαι στο ρεσιτάλ του να πίνει τσάι και να τραγουδάει. Εν τω μεταξύ, με ενοχλούσε πολύ που είχαν προσκλήσεις οι κοσμικές κυρίες, οι οποίες όμως δεν είχαν το δικό μου πάθος για τη μουσική, ενώ εγώ και οι φίλοι μου αναγκαζόμασταν να καθόμαστε στα βραχάκια.
Μέχρι που μια φορά, καθώς κόβαμε βόλτα έξω από την είσοδο, μας πλησίασε ένας κύριος και μας είπε να πούμε ότι είμαστε από τον κ. Βουρλούμη για να μας αφήσουν να μπούμε. Έτσι έγινε, το μάθαμε και με πολύ θράσος συνεχίσαμε να μπαίνουμε, με τον ίδιο πάντα τρόπο. Εκ των υστέρων έμαθα ότι ήταν ο μαέστρος Αθανασιάδης. Ο Βουρλούμης ήταν μάλλον διευθυντής του ΕΟΤ, τον οποίο δεν συνάντησα ποτέ. Αν είχες πάθος, έβρισκες τρόπο να βλέπεις ό,τι ήθελες.
— Το ραδιόφωνο σάς έφερε, φαντάζομαι, κοντά σε όλα τα σημαντικά καλλιτεχνικά γεγονότα.
Με το που μπήκα στο ραδιόφωνο, θα μπορούσαν να είχαν πάρει τα μυαλά μου αέρα. Η Φραγκίσκη με εμφάνιζε παντού ως το φαινόμενο. Θα μπορούσα να είχα λαλήσει, κάτι που ευτυχώς δεν έγινε. Το θέμα είναι ότι το αισθητήριό μου ταίριαζε στην τότε διοίκηση. Γιατί το ζητούμενο ήταν να μπορείς να ξεχωρίζεις ποιος ήταν ο Χατζιδάκις και ποιος ο Θεοδωράκης. Αυτό με έκανε να κερδίζω πόντους. Ο έρωτάς μου, βέβαια, για τον Χατζιδάκι ξεκίνησε το 1953 κι έκτοτε δεν τέλειωσε ποτέ.
Γερανοί - Μάνου Χατζιδάκι (Ανέκδοτη ηχογράφηση)
Νυχτερινό - Μάνου Χατζιδάκι (Ανέκδοτη ηχογράφηση)
Δύο μουσικά θέματα του Μάνου Χατζιδάκι με άγνωστη προέλευση που μου πρόσφερε από το δικό του αρχείο ο αξέχαστος θεατρικός και τηλεοπτικός μου φίλος Κωστής Λειβαδέας.
— Σας ενδιαφέρει η μυθολογία του Χατζιδάκι; Παλιότερα μου είχατε απομυθοποιήσει την «Οδό Ονείρων».
Η «Οδός Ονείρων» είναι κομμάτι της μυθολογίας μιας πόλης, αλλά πρέπει να την τοποθετήσεις στη σωστή της διάσταση. Αν πεις ότι ήταν μια παράσταση, όπως και η «Όμορφη Πόλη» του Θεοδωράκη, που συζητήθηκε πάρα πολύ, κυρίως πριν γίνει, έχεις δίκιο. Όπως επίσης ότι ήταν η μονομαχία των δύο μεγάλων στη λεωφόρο Αλεξάνδρας και η υπόσχεσή τους ότι το είδος της επιθεώρησης, όπως το ξέραμε, θα ανανεωνόταν. Αυτή η μυθολογία δικαιολογημένα υπάρχει.
Αυτό που προσθέτω εγώ, και θα το βρεις σε ντοκουμέντα της εποχής, είναι ότι υπήρχε η αίσθηση της απογοήτευσης, είτε γιατί τα κείμενα ήταν πιο «χαμηλά», είτε γιατί η ανανέωση που έταξαν δεν έγινε − αλλά αυτό δεν αναιρεί τον μύθο. Όταν μιλάω για την «Οδό Ονείρων», μιλάω για μια παράσταση που έκανε ντόρο τότε, αλλά δεν την εξυμνώ σαν να ήταν η παράσταση που άλλαξε τον ρου της ιστορίας. Επίσης, στην πρεμιέρα της παράστασης «Καίσαρας και Κλεοπάτρα» είπα ότι αν και τα υλικά ήταν τα καλύτερα, το γλυκό δεν έδεσε. Κι όμως, ως δίσκος, είναι από τους ωραιότερους του Μάνου − η παράσταση ωστόσο απέτυχε. Όπως και το «Συνέβη στην Αθήνα» ήταν μια αποτυχημένη ταινία, ενώ η μουσική του Μάνου είναι από τις ωραιότερές του.
Ο μύθος είναι κάτι άλλο και η δουλειά μας ως δημοσιογράφων είναι να τοποθετούμε τα πράγματα στη σωστή τους θέση. Γι' αυτό ήμουν πάντα ανοιχτός σε όλα. Και στις εκπομπές μου έβαζα πράγματα που ήταν ευτελέστερης διαλογής, αλλά τα τοποθετούσα εκεί όπου ανήκαν. Έλεγα πόσα βράδια ξεφαντώσαμε με έναν καλλιτέχνη, αλλά όχι ότι άλλαξε την αισθητική του τόπου.
— Όταν ακούσατε πρώτη φορά τα «Παιδιά του Πειραιά» ξέρατε ότι θα γινόταν διεθνές hit;
Ο Πύρρος Σπυρομήλιος, ο οποίος υπήρξε ο μεγάλος έρωτας της Μελίνας και επιστήθιος φίλος του Χατζιδάκι, ήταν διευθυντής στο ΕΙΡ και ήθελε να περνάμε οτιδήποτε τραγουδούσε η Μελίνα. Κάθε Πρωτοχρονιά, με το που έμπαινε ο νέος χρόνος, στην πρώτη πανηγυρική εκπομπή παίζαμε ως μπουναμά ένα ανέκδοτο τραγούδι του Μάνου. Την Πρωτοχρονιά του 1960 παίξαμε τα «Παιδιά του Πειραιά». Η εντύπωση που μου έκανε −και όχι μόνο σ' εμένα− ήταν ότι επρόκειτο για ένα συγκλονιστικό τραγούδι. Υπέροχο τραγούδι, με μια υπέροχη Μελίνα, σε μια ταινία που δεν μου άρεσε καθόλου και δεν συγκρινόταν με τη «Στέλλα», που είναι μία από τις ταινίες της ζωής μου. Απορούσα γιατί οι ξένοι δεν ανακάλυψαν τη «Στέλλα».
— Προτιμάτε τη «Φαίδρα», με τη μουσική του Θεοδωράκη;
Ήταν μια ταινία με πολλές καλές στιγμές. Τώρα, όσον αφορά τον Θεοδωράκη, ο ίδιος ο Μίκης είχε πει το 1961: «Μη μας κάνετε να νιώθουμε σαν άλογα κούρσας». Για μένα Μίκης και Μάνος είναι εφάμιλλοι. Από την πρώτη στιγμή, όταν βγήκε ο «Επιτάφιος» με τη Μούσχουρη, φάνηκε ότι ο Χατζιδάκις δεν θα ήταν πια μόνος. Είναι μέγιστοι και οι δύο.
Αντέγραψα τότε και διέσωσα την εκτέλεση του «Είμαι αητός χωρίς φτερά» με τον Μάνο στο πιάνο, τον Μπιθικώτση να τραγουδάει και τον Μίκη να διευθύνει την ορχήστρα. Έζησα την πρώτη δημόσια αντιπαράθεση στη Λέσχη Φιλελευθέρων, με τον εξώστη να κοντεύει να πέσει από τους κρότους των φανατικών, που ήταν χωρισμένοι σε Χατζιδακικούς και Θεοδωρακικούς, ποιος «Επιτάφιος» είναι καλύτερος, με τη Μούσχουρη ή με τον Μπιθικώτση, παρουσία και των δύο. Ακριβώς την ίδια εποχή του Νόμπελ του Σεφέρη και των διεθνών επιτυχιών του Θεάτρου Τέχνης και του Εθνικού.
— Όλα αυτά που ακύρωσε και κατάργησε η χούντα.
Η χούντα ήταν μια καταστροφή. Είχαμε διευθυντή στο ραδιόφωνο έναν Αναστασόπουλο που απαγόρευε όχι μόνο το λαϊκό τραγούδι αλλά ό,τι είχε σχέση με μπουζούκι, με Σοβιετική Ένωση, τα πάντα. Προωθούσε μόνο το ελαφρύ τραγούδι, που ήταν ακίνδυνο. Το 1970, όταν ήρθε άλλη διοίκηση, το ανέτρεψε αυτό. Η πορεία μου εκείνα τα χρόνια ακολουθούσε τα σκοτεινά και τα φωτεινά ρεύματα, που εναλλάσσονταν.
— Ανάμεσα στους δύο μεγάλους υπήρχε και η περίπτωση του Ξαρχάκου.
Τον Σταύρο τον γνώρισα πρώτη φορά στα «Κόκκινα Φανάρια», σε σκηνοθεσία του Αλέξη Δαμιανού. Μου έκαναν εντύπωση η μουσική και η παράσταση και πλησίασα τον Σταύρο, γιατί, καθώς έγραφα τότε στο «Πρώτο», ένα περιοδικό των αδελφών Μπότση, ήθελα να του κάνω μια συνέντευξη. Συναντηθήκαμε στο Ζonar's και μετά πήγαμε στο σπίτι του και μου έβαλε να ακούσω τη μουσική που ετοίμαζε για το «Ταξίδι» και άλλα που σύντομα θα τραγουδούσε όλη η Ελλάδα. Τον Δεκέμβριο του 1962 του έκανα το πρώτο του πορτρέτο στο ραδιόφωνο. Αυτό με συνέδεσε μαζί του με μια μεγάλη φιλία που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
— Το όνομά σας είναι συνδεδεμένο και με το Νέο Κύμα...
Γνωρίζω το 1962 τον Γιάννη Σπανό στο Παρίσι, φέρνω εδώ τους γαλλικούς του δίσκους και τους παίζω στην εκπομπή. Τους ακούει ο Αλέκος Πατσιφάς, που ήθελε να ξεκινήσει το Νέο Κύμα, και μου ζητάει να τον φέρω σε επαφή μαζί του. Γίνεται η επαφή, του δίνω και στίχους για το «Μια αγάπη για το καλοκαίρι» και το «Μικρό ταξίδι στο γιαλό» και του μιλάω για την Καίτη Χωματά. Έτσι, το 1964 ξεκινάει το Νέο Κύμα. Αργότερα έγραψα και την «Ανάμνηση» σε μουσική Πιτσιλαδή − ξέρεις, το «Μαζί πηγαίναμε στην αμμουδιά». Ο δίσκος έγινε χρυσός.
— Τα μπλουζ των εφηβικών πάρτι του '60 και του '70..
Ναι, όταν χαμήλωναν τα φώτα. Μετά από αυτό και το «Στου Προφήτη Ηλία», που τα υπέγραψα ως Γιώργος Στεφάνου, άρχισα να υπογράφω με το κανονικό μου όνομα. Το έμαθε ο Ξαρχάκος και μου ζήτησε να γράψω στίχους στο «Κορίτσια στον ήλιο» του Γεωργιάδη. Το πιο γνωστό «Ένα πρωινό» μάλιστα, το τραγούδησε σε συναυλία η Φλέρυ Νταντωνάκη.
— Πότε συνειδητοποιείτε ότι η φωνή σας γίνεται αναγνωρίσιμη;
Κατά τη στρατιωτική μου θητεία, μεταξύ 1965-1967, έκανα εκπομπές στον ραδιοφωνικό σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων, όπου πήγαιναν όσοι είχαν σχέση με τέχνη και γερό δόντι, ηθοποιοί και τραγουδιστές. Ήμουν με τον Νότη Μαυρουδή, τον Μόρτζο, τον Μαρίνο, τον Καρακατσάνη, τον Πάντζα, τον Γιάννη Μαρκόπουλο. Με το που απολύθηκα, επέστρεψα στην ΕΡΤ, όπου έκανα πολλές διαφορετικές εκπομπές. Στις «Μουσικές Αναμνήσεις», που ήταν ο προπομπός του «Καλησπέρα, κύριε Έντισον», είδα ότι κάτι γινόταν με τη φωνή μου. Το 1968 μου ζήτησε ο Πατσιφάς να κάνω τα διαφημιστικά της Λύρας, κάτι που κράτησε μέχρι το 1980, οπότε, καθώς έκανα πολλά διαφημιστικά σποτ, δεν προλάβαινα. Στο μεταξύ είχε μπει στη ζωή μου και η τηλεόραση.
— Πώς μεταπηδήσατε στην τηλεόραση;
Η Ίρις Χαραμή επέμενε πολύ να κάνω τηλεόραση. Μετά πέρασα από την εκπομπή της Έλλης Ευαγγελίδου. Πρώτη μου εκπομπή ήταν το «Η μουσική γράφει ιστορία», μαθητευόμενος δίπλα στον Νίκο Μαστοράκη, τον οποίο θεωρώ δάσκαλό μου. Στο μεταξύ, είχε έρθει στην ΕΡΤ και ο Ροβήρος Μανθούλης, ο οποίος ήθελε να κάνω την πρωτοχρονιάτικη εκπομπή του 1976 με τον Ζορζ Μουστακί. Αυτή η εκπομπή μού άνοιξε οριστικά τον δρόμο για τη σειρά εκπομπών «Μουσική Βραδιά» που κράτησε μέχρι το 1981.
1977, η Dalida στην Αθήνα, στην τηλεόραση της ΕΡΤ τραγουδά τη μεγάλη της επιτυχία εκείνης της εποχής «Gigi l' amoroso» ολομόναχη μέσα σε ένα τεράστιο ελληνοπρεπές σκηνικό του Τάσου Ζωγράφου. Σκηνοθεσία Μιχάλης Παπανικολάου. Μουσική βραδιά με την Dalida.
— Ήταν εβδομαδιαία;
Ήταν τόσο φιλόδοξα τα σχέδιά μου και κρατούσε τόσο πολύ χρόνο η προετοιμασία κάθε εκπομπής, που ήταν αδύνατο να είναι εβδομαδιαία. Τελικά, προβαλλόταν όποτε είχαμε έτοιμη μια νέα εκπομπή. Πολλοί τραγουδιστές, πάντως, αντιστεκόντουσαν εκείνα τα χρόνια, δεν ήθελαν να βγουν. Αυτό στο οποίο πόνταρα, λοιπόν, δεν ήταν η αναγνωρισιμότητα αλλά το κύρος, και αυτό εξαργύρωσα.
— Εκείνη την περίοδο είναι που συνδυάζετε καλλιτέχνες μεταξύ τους, όπως Μαρίνο με Γαλάνη, Μαρινέλλα με Μπέλλου, Μοσχολιού με Χατζή και άλλους;
Τότε, και ακόμα περισσότερο αργότερα, από το 1982 μέχρι το 1992, με το «Οι παλιοί φίλοι». Δεν μου παρείχαν συνεργεία, δεν πληρωνόμουν καν. Ήμουν υπεύθυνος για το ψυχαγωγικό τμήμα, αλλά τις εκπομπές τις έκανα από έρωτα για την τηλεόραση. Δεν πήρα ποτέ δεκάρα. Παράλληλα, έκανα 16 χρόνια για το ραδιόφωνο το «Καλησπέρα, κύριε Έντισον», όπου παρουσίαζα δίσκους. Και το 1992 σταμάτησα, γιατί ένιωθα πια παροπλισμένος, ότι η ΕΡΤ δεν με ήθελε. Με αγνοούσαν παντελώς. Όταν βραβευτήκαμε με τον σκηνοθέτη μου Κώστα Αυγέρη για τους «Παλιούς Φίλους», η ΕΡΤ αρνήθηκε να προβάλει το βραβείο.
— Ανήκατε ίσως και σε μια παλιά φουρνιά, όχι αρεστή στην παράταξη που κυβερνούσε.
Όχι μόνο αυτό. Είχα ένα όραμα για τη δουλειά μου, το οποίο δεν δεχόμουν να παζαρεύω κι έτσι γινόμουν ενοχλητικός.
— Έχει ενδιαφέρον, πάντως, η σημασία που δείξατε στο λαϊκό τραγούδι. Ξεχωρίζετε ποιοτικά το λαϊκό από το έντεχνο;
Όλες οι λαϊκές μουσικές του κόσμου, είτε είναι αλγερινές, είτε αιγυπτιακές, είτε αμερικανικές, έχουν συγγένεια. Είναι η πηγαία, αυθόρμητη έκφραση ανθρώπων που πολλές φορές δεν ξέρουν μουσική. Αυτή είναι και η διαφορά με το έντεχνο, το οποίο εκφράζεται από ανθρώπους που έχουν σπουδάσει μουσική. Εφόσον υπάρχουν αυτοδίδακτοι σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, μπορούμε να πούμε ότι τα ρεμπέτικα έχουν σχέση με τα μπλουζ, το ηπειρώτικο τραγούδι με την τζαζ και πάει λέγοντας...
— Υπάρχουν χαμένα ταλέντα στο τραγούδι;
Πιστεύω ότι δίπλα στο ταλέντο με το οποίο σε έχει προικίσει η φύση, πρέπει να έχεις και το ταλέντο να ξέρεις πώς να το αξιοποιήσεις. Σίγουρα υπάρχουν ταλέντα που χάθηκαν γιατί δεν βοήθησαν οι ίδιοι τον εαυτό τους. Για να κάνεις καριέρα δεν πρέπει να χάνεις καμία ευκαιρία. Να έχεις τον διάβολο μέσα σου.
— Τι σας οδήγησε να ξεκινήσετε τη δημοσιοποίηση του αρχείου σας;
Όλα ξεκίνησαν από τον καλό φίλο και εξαιρετικό σκηνοθέτη Κώστα Αυγέρη, με τον οποίο έκανα τις τελευταίες εκπομπές των «Παλιών Φίλων». Εκείνος επέμενε ότι καθώς το αρχείο μου, δουλειά 50 ετών, κυκλοφορεί στο Ίντερνετ χωρίς να φαίνεται η πηγή του, πρέπει να συγκεντρωθεί σε μια ιστοσελίδα. Αρχικά αντιστάθηκα, αλλά σιγά-σιγά άρχισα να το επεξεργάζομαι.
Προχώρησα σε επιλογή εκπομπών, κείμενα, όλα με τη βοήθεια δύο παιδιών, του Πρόδρομου και της Μόρφως, που κάνουν την οπτικοποίηση. Το έκανα για να φανεί ότι όλα αυτά τα χρόνια δεν πήγαν χαμένα. Συμπεριλαμβάνονται όχι μόνο εκπομπές αλλά και εξωτερικές μεταδόσεις συναυλιών, ακόμα και κλασικής μουσικής, και πρόλογοι-πορτρέτα διεθνών καλλιτεχνών. Ένα μέρος υπάρχει ήδη στο YouTube και στο facebook, στα προφίλ «Γιώργος Παπαστεφάνου» και «Μια φορά θυμάμαι». Μια σύνοψη δουλειάς 50 χρόνων.
Πάνω σε μια προβλήτα που γίνεται καράβι η Άλκηστη Πρωτοψάλτη δίνει τη δική της ταξιδιάρικη εκδοχή στους «Γλάρους», ένα από τα τραγούδια που συνδέσαμε με τη φωνή του Πάνου Γαβαλά. Ενορχήστρωση Νίκος Κούρος. «Οι Παλιοί μας φίλοι», 1989, για τον στιχουργό Χαράλαμπο Βασιλειάδη ή Τσάντα
Το άρθρο δημοσιεύθηκε πρώτη φορά το 2015