«Τι είναι αυτό που σε τραβάει στην Ελληνική επαρχία» είναι το πρώτο πράγμα που ρωτάω τον Βασίλη Οικονόμου, τον δημιουργό της ταινίας «Επαρχία» που έχω μόλις παρακολουθήσει στο desktop μου.
Το μικρού μήκους φιλμ είναι ένα κολάζ από εικόνες με τοπία στην ομίχλη και στο χιόνι, το αστικό τοπίο της Κοζάνης αλλά και ερημιές, παλιά κέντρα διασκέδασης που μοιάζουν εγκαταλελειμμένα και ερειπωμένα. Στα δεκατέσσερα λεπτά της, πρωταγωνιστούν ένας πορτιέρης που αφηγείται τα καλά και τα κακά του επαγγέλματός του αλλά και της νύχτας, ένα ζευγάρι που κάνει ένα road trip και μια γυναίκα που μοιάζει να περιφέρεται ξεχασμένη από κάποια βραδινή έξοδο. Η δύναμη των εικόνων και της επιμελημένης από τον δημιουργό της, φωτογραφίας, στην ταινία είναι πολύ ισχυρή και κάνουν την επαρχία να φαντάζει ενδιαφέρουσα μέσα στην παρακμή της.
Γύρισε την ταινία στην Κοζάνη γιατί αυτή ήταν η πόλη στην οποία είχε γεννηθεί, θα μου πει. «Αφενός γιατί σε αυτή την πόλη έχω να αφηγηθώ κάτι πιο προσωπικό, κάτι που θεωρώ ότι πως είναι πιο κοντά στο αυθεντικό, αλλά και για το πρακτικό κομμάτι της παραγωγής καθώς το δίκτυο των ανθρώπων που έχω εκεί μου δίνει τη δυνατότητα να βρω τα άτομα και τις τοποθεσίες που χρειάζομαι για την ανάπτυξη της ιστορίας και το γύρισμα.
Είναι ένα μικρό πορτραίτο της πόλης μου και αν έπρεπε να το συνοψίσω με μια λέξη αυτή θα ήταν η αποδοχή. Επιπλέον, ήθελα να δω το αποτέλεσμα του να μετατρέπεις οικεία και κοινότυπα μέρη σε κινηματογραφικές εικόνες-σεκάνς» μου απαντά με ειλικρίνεια.
«Από εκεί παίρνω κίνητρα κι ερεθίσματα για να αφηγηθώ κάτι μιας και είναι το περιβάλλον που με έχει διαμορφώσει περισσότερο. Με γοητεύει λίγο περισσότερο σαν «σκηνικό» γιατί είναι πιο ακατέργαστο και τα αποτυπώματα της «παλιάς» Ελλάδας είναι ακόμα εμφανή. Παρατηρώντας την αντιλαμβάνεσαι καλύτερα και το παρόν. Τι έχει συμβεί, πώς έχουν εξελιχθεί τα ήθη και οι συμπεριφορές», λέει ο Βασίλης, ο οποίος πλέον ζει στην Θεσσαλονίκη.
«Το να μεγαλώνεις στην ελληνική επαρχία απαιτεί σίγουρα μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα και τουλάχιστον έστω κάποια σημεία ταύτισης με τη ζωή στα πλαίσια της κοινότητας.
Αν και μεγαλώνεις με πιο έντονο το αίσθημα του «ανήκειν», πιστεύω ότι η ελληνική επαρχία είναι παρεξηγημένη καθώς υπάρχει μεγαλύτερη ανεκτικότητα στις αποκλίσεις από την στερεοτυπική εικόνα. Ενώ δεν θα εκδιωχθείς τόσο εύκολα στο περιθώριο από την άλλη είναι όντως πιο δύσκολο να χτίσεις έναν πιο ιδιόμορφο μικρόκοσμο.
Παρά τις διάφορες δυσκολίες και περιορισμούς, νοιώθω ευγνωμοσύνη για τα πρώτα εφόδια που μου έδωσε η πόλη μου για να κάνω τα επόμενα βήματα», συμπληρώνει.
Του λέω πως παρακολουθώντας την ταινία, τα πλάνα με τα παλιά κέντρα διασκέδασης με φόντο χειμωνιάτικο και χιονισμένο ήταν σαν να δημιουργούσαν μια δική τους αφήγηση.
«Ναι, διάλεξα να διηγηθώ την ελληνική επαρχία από την οπτική γωνία της νυχτερινής διασκέδασης» θα μου πει. «Θεωρώ ότι η διασκέδαση τη νύχτα, αντανακλά σε μεγάλο βαθμό την κάθε εποχή - την ποιότητα ζωής, τις συμπεριφορές σε παρέες και την ερωτική προσέγγιση. Κάθε φορά που κάποιος επισκέπτεται την πόλη ρωτάει: «έχουν κίνηση τα μαγαζιά;», «βγαίνει ο κόσμος;». Κι από την απάντηση βγαίνουν τόσα συμπεράσματα για το πως έχει η κατάσταση στην πόλη και την οικονομία.
»Όλο το ύφος της ταινίας έχει να κάνει με έναν «απόηχο» που έχει αφήσει η εποχή της οικονομικής-εργασιακής ευημερίας που χάθηκε, για αυτό κι επέλεξα να κάνω τα γυρίσματα τον χειμώνα ώστε να ενισχύσω με τις καιρικές συνθήκες αυτό το συναίσθημα».
Ο πορτιέρης αντιπροσωπεύει το σύνορο ανάμεσα σε δύο καταστάσεις. Αυτήν του πραγματικού και του φαντασιακού, της αποδοχής και της απόρριψης. «Χιουμοριστικά μιλώντας, είναι το τελευταίο εμπόδιο πριν την «ευτυχία». Η σύνδεση του με τα υπόλοιπα πρόσωπα είναι πιο έμμεση και ανοιχτή σε ερμηνείες ακόμα και για μένα, καθώς επέλεξα μια συνειρμική ροή στο χτίσιμο των σκηνών», λέει ο σκηνοθέτης.
Πως είναι όμως να ζεις την Ελληνική επαρχία σήμερα; « Η ανεργία, πέρα από τις τουριστικές περιοχές, είναι πολύ υψηλή οπότε είτε θα τραπείς σε φυγή για να εξαντλήσεις τις πιθανότητες για κάτι καλύτερο ή θα καθηλωθείς στο ασφαλές, γνώριμο περιβάλλον με τις όποιες συνέπειες έχει αυτό.
Όμως πλέον υπάρχει και η διέξοδος του ίντερνετ. Δεν πλήττεις από έλλειψη ερεθισμάτων, πληροφοριών και pop κουλτούρας. Θεωρώ μάλιστα ότι είναι πιο «συμμαζευμένη» και ανθρώπινη η ζωή σε μια μεσαίου μεγέθους ελληνική πόλη από ότι στις κουραστικές μας μεγαλουπόλεις».
i. Ο Βασίλης Οικονόμου είναι φωτογράφος και μοντέρ. Αφού έζησε για μια πενταετία στην Κολωνία όπου εργαζόταν σε τηλεοπτικές σειρές, ταινίες κι εκπομπές, κυρίως στον τομέα του post production και στα πλατό, αποφάσισε εδώ και δύο χρόνια να επιστρέψει στη πατρίδα. Αυτό τον καιρό ετοιμάζει ένα νέο ντοκιμαντέρ για τους τελευταίους δεκαπέντε κατοίκους του ορεινού χωριού Κυπαρίσσι Γρεβενών.