ΤΟΝ ΜΑΡΤΙΟ του 1972, επί δικτατορίας δηλαδή, ο Günter Grass καλείται στην Αθήνα για να δώσει μια διάλεξη στην «Εταιρεία Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων». Η Εταιρεία είχε ιδρυθεί τον Μάρτιο της προηγούμενης χρονιάς (1971) με στόχο, όπως αναφερόταν στο καταστατικό της… «την μελέτην των σύγχρονων ελληνικών προβλημάτων και την ανακοίνωση των σχετικών πορισμάτων». Ο δε σκοπός της θα μπορούσε… «να επιδιωχθή δια παντός νομίμου και, κατά την κρίσιν του Διοικητικού Συμβουλίου, προσφόρου μέσου» (βλ. Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας).
Μέλη της ΕΜΕΠ ήταν οι Γιάγκος Πεσμαζόγλου, Ρόδης Ρούφος, Γεώργιος Κουμάντος, Νίκος Κυριαζίδης, Δημήτρης Ζάννας, Αναστάσης Πεπονής, Βιργινία Τσουδερού κ.ά. Η Εταιρεία διαλύεται τον Μάιο του 1972 με απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών, με μέλη της να συλλαμβάνονται και να εκτοπίζονται.
Για την ιστορία της Εταιρείας είχε αρθρογραφήσει ο καθηγητής Γεώργιος Κουμάντος (1925-2007) στην «Καθημερινή» τής 3/9/2006, με αφορμή την κριτική που είχε τότε δεχθεί ο γερμανός νομπελίστας συγγραφέας, όταν είχε αποκαλύψει (το 2006) πως 17χρονος, το 1944, είχε συμμετάσχει για μικρό χρονικό διάστημα στα Waffen-SS.
Πολλοί, τότε, από το χώρο της Τέχνης και της κουλτούρας, είχαν σπεύσει να κατηγορήσουν τον Grass, ενώ άλλοι βγήκαν να τον υπερασπιστούν (όχι βεβαίως λόγω της συμμετοχής του στην ναζιστική οργάνωση, αλλά λόγω της παρρησίας του να το δηλώσει, αποκαλύπτοντας ο ίδιος μια σκοτεινή πτυχή του παρελθόντος του). Ο καθηγητής Κουμάντος θυμήθηκε τη συμβολή του Grass στον αντιδικτατορικό αγώνα σημειώνοντας:
«Ο Γκίντερ Γκρας δικαιούται την υπεράσπισή μας, από την κατοπινή αγωνιστική του παρουσία υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ακόμα περισσότερο τη δικαιούται από εμάς τους Έλληνες, γιατί στάθηκε ολόψυχα στο πλευρό μας στον αγώνα κατά της χούντας. Είχαμε τότε ιδρύσει μια Εταιρεία Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων (το όνομα επίτηδες ουδέτερο και άγευστο), με σκοπό να ακουστεί ένας λόγος ελευθερίας με εκμετάλλευση των περιθωρίων που ήταν αναγκασμένη να αφήσει η χούντα για να δημιουργεί καλές εντυπώσεις στο εξωτερικό –ώσπου κάποτε φαίνεται πως ξεπεράσαμε αυτά τα όρια και η εταιρεία διαλύθηκε, ενώ πολλοί βρεθήκαμε εκτοπισμένοι– ο Γιάγκος Πεσμαζόγλου στη Δεσκάτη, ο Σάκης Πεπονής κι εγώ πρώτα στο Κερασοχώρι Ευρυτανίας και ύστερα στο Θέρμο Τριχωνίδας. Σ’ αυτήν την προσπάθεια η συμπαράσταση του Γκίντερ Γκρας ήταν αποφασιστική, αφού ήρθε στη χουντοκρατούμενη Ελλάδα για μια ομιλία που ήταν αληθινό μνημείο. Όσοι συμπράξαμε στην προσπάθεια εκείνη του το χρωστάμε. Του το χρωστάει, νομίζω, και ο ελληνικός λαός…».
«Η Ελλάδα είναι η έκφραση της Ευρώπης. Μόλις μαραζώσει η Ελευθερία στην Ελλάδα, η Ευρώπη φτωχαίνει. Επειδή ακριβώς σας αφαίρεσαν τα δημοκρατικά σας δικαιώματα, απειλούνται τα δικά μας. Η Δημοκρατία δίδαξε άλλους λαούς κι' όχι το λαό της χώρας που την γέννησε. Τώρα έρχεται εδώ ο ευγνώμων μαθητής της με άδεια χέρια, ενώ του λείπουν κι οι κατάλληλες λέξεις...».
Η παρουσία του Günter Grass δεν είχε περάσει απαρατήρητη από τα μέσα και τον Τύπο, στην Αθήνα του ’72. Έγινε μεγάλος ντόρος και πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες, με τη χούντα να επιχειρεί να εκμεταλλευθεί το γεγονός, προβάλλοντας ένα ψεύτικο, χαλαρό προσωπείο (εξαπολύοντας, ταυτοχρόνως, δηλητηριώδη και συκοφαντικά βέλη προς εκείνους που τον είχαν προσκαλέσει).
Κατά δήλωση του χουντικού υφυπουργού (παρά τω πρωθυπουργώ) Β. Σταματόπουλου (πρωτοσέλιδο «Μακεδονίας» από την 24/3/1972):
«Είμεθα και πάλιν ευγνώμονες προς τον κ. Γκρας διότι με τους κατ’ επανάληψιν λόγους και τας ενέργειάς του, ανεμποδίστους από πάσης απόψεως, ο ίδιος αποδεικνύει ότι η Ελλάς είναι δυτική, ευρωπαϊκή και δημοκρατική. Αξιοσημείωτον πάντως είναι ότι εκείνοι οι οποίοι τον προσεκάλεσαν δια να τον παγιδεύσουν και να τον καπηλευθούν, τον εγκατέλειψαν κατά την σημερινήν συγκέντρωσιν τύπου, ως βυθιζόμενον σκάφος, προφανώς για να μην αναλάβουν ενώπιον των Ελλήνων και ξένων δημοσιογράφων τας ηθικάς και πολιτικάς ευθύνας ασυστόλων ανακριβειών και ανεντίμων συκοφαντιών κατά της Ελλάδος».
Όλοι, μπορούμε να αντιληφθούμε τι είχε παιχτεί. Τα είχε πει, εξάλλου, και ο ίδιος ο Grass στη διάλεξή του, όταν σημείωνε πως… «Θα ήθελα ν’ αφήσω να εννοηθεί περί τίνος θα επιθυμούσα να μιλήσω, αλλά δεν μπορώ, και του τι πρέπει να παραλείψω, αποσιωπώντας το με τη συγκατάθεσή σας»… ενώ ακόμη περισσότερα είχε δηλώσει, όταν έφθασε στη Βόννη («Μακεδονία» της 25/3/1972), ερωτώμενος, ανάμεσα σε άλλα, και σε σχέση με την μη εμφάνισή του στην ελληνική τηλεόραση:
«Όταν θα δώσουν την ευκαιρία στην ελληνική δημοκρατική αντιπολίτευσι να μιλάη από την τηλεόρασι και το ραδιόφωνο στον ελληνικό λαό, για την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα, τότε είμαι πρόθυμος να ξαναπάω στην Αθήνα και να μετάσχω κι εγώ σε ανάλογη εμφάνισι».
Η ομιλία του Günter Grass στην Αθήνα, την 20 Μαρτίου 1972 στο Θέατρο Άλφα, είχε τυπωθεί σ’ ένα δίγλωσσο (ελληνικά-γερμανικά) 24σέλιδο βιβλιαράκι υπό τον τίτλο «Λόγος εναντίον της συνήθειας/ Rede gegen dieGewöhnung» [Attika Press Verlag, Frankfurt/M 1972] και από ’κει μεταφέρω χαρακτηριστικά αποσπάσματα… Το έντυπο αυτό δεν είχε εκδοθεί στην Ελλάδα, ασχέτως αν εγώ το βρήκα πριν μερικά χρόνια κάπου στο Παγκράτι…
Όπως θα διαπιστώστε η αγάπη και ο σεβασμός του Grass προς την Ελλάδα υπήρξε διαχρονικός (και δεν άρχισε με το ποίημά του «Europas Schande», την «Ντροπή της Ευρώπης», το 2012)…
Κυρίες και κύριοι,
Η εταιρεία Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων με προσκάλεσε να σας μιλήσω σαν συγγραφέας και σαν σοσιαλδημοκράτης.
Ευχαριστώ για την πρόσκληση αυτή. Θα ήθελα κατ’ αρχάς ν’ αφήσω να εννοηθεί περί τίνος θα επιθυμούσα να μιλήσω, αλλά δεν μπορώ, και τέλος περί του τι πρέπει να παραλείψω, αποσιωπώντας το με τη συγκατάθεσή σας…
Όταν μιλώ εδώ για Δημοκρατία, κάθε Έλληνας δημοκράτης γνωρίζει ποια Δημοκρατία εννοώ, το πώς χάθηκε, ποιος, πριν απολεσθεί, την είχε διακωμωδήσει και τι πράγματι σημαίνει απώλεια των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Σεις γνωρίζετε την ιστορία της χώρας σας. Δεν χρειάζεται να σας εξηγήσει ένας ξένος το πώς έγινε μπορετό να αναβιώσει η δικτατορία του Αυγούστου του 1936, ποιοι από τους κρατούντες είναι ικανοί να παίξουν σήμερα το ρόλο του Μεταξά και γιατί η ιστορία επαναλαμβανόμενη στήνει τις τραγωδίες της σαν φάρσες.
Εδώ, φυσικά, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρει κανείς τα οικονομικά αίτια, μια και σας είναι γνωστές οι ομάδες συμφερόντων, που στην Ελλάδα του μεσοπολέμου και στη δεκαετία του ’60 αντιτάχθηκαν στη Δημοκρατία. Και δεν επιτρέπεται να αποτελέσει δικό μου έργο να κρίνω και να επικρίνω τα δημοκρατικά εκείνα κόμματα, που ο οπορτουνισμός ή η ιδεολογική τους τύφλωση κατέστησαν τη Δημοκρατία αναξιόπιστη και που είναι συνυπεύθυνα για τη χρεωκοπία της.(…)
Επίσης δεν επιθυμώ να καταφύγω σε παραβολές ή, ακόμα χειρότερα, σε ιστορικές μεταμφιέσεις. Γι’ αυτό άλλωστε δεν θα πω λέξη περί Χέλντερλιν και περί νεανικού φιλελληνικού ενθουσιασμού, ούτε για τον Λόρδο Βύρωνα, ούτε θα επιχειρήσω την «αναζήτηση της χώρας των Ελλήνων, με οδηγό τα μάτια της ψυχής»… θα πω μόνο τούτα τα λίγα:
Οι Έλληνες και οι Γερμανοί έχουν μια οδυνηρή, θα ’λεγα κακότυχη, σχέση με τη Δημοκρατία, μια σχέση που κάθε τόσο ανακοπτόταν και δεν είχε μια ευθύγραμμη εξέλιξη, όπως στην Αγγλία. Γι’ αυτό και δεν θα ταίριαζε σ’ έναν Γερμανό να θελήσει να σας δώσει μαθήματα δημοκρατικότητας, μια και η Δημοκρατία, η ίσαμε σήμερα άσβεστη αυτή ιδέα, έχει λίκνο της την Ελλάδα. Εδώ κατέρρευσε και αναστηλώθηκε πάλι. Εδώ αποδείχτηκε ποια δύναμη πηγάζει από τη λαϊκή κυριαρχία. Και εδώ φάνηκε ανάγλυφα η διθυραμβική αυτοπροβολή της ολοκληρωτικής εξουσίας, μετά την κατάργηση του λαού και των δημοκρατικών του δικαιωμάτων.
Η Ελλάδα είναι η έκφραση της Ευρώπης. Μόλις μαραζώσει η Ελευθερία στην Ελλάδα, η Ευρώπη φτωχαίνει. Επειδή ακριβώς σας αφαίρεσαν τα δημοκρατικά σας δικαιώματα, απειλούνται τα δικά μας. Η Δημοκρατία δίδαξε άλλους λαούς κι’ όχι το λαό της χώρας που την γέννησε. Τώρα έρχεται εδώ ο ευγνώμων μαθητής της με άδεια χέρια, ενώ του λείπουν κι οι κατάλληλες λέξεις…
Αφού προσπάθησα να κάνω αντιληπτά εκείνα που δεν μπορούν να λεχθούν, επιθυμώ να σας αυτοσυστηθώ:
Γεννήθηκα το 1927, στο Ντάντσιχ της Βαλτικής. Το 1933 ήμουν έξι χρονών, το 1939 δώδεκα και τον Μάιο του 1945 δεκαεπτά, δηλαδή πολύ νέος για να έχω μετάσχει στα εγκλήματα του εθνικοσοσιαλισμού, εντούτοις όμως αρκετά ώριμος για να δεχθώ τις επιδράσεις και τις επιπτώσεις του. Άθελά μου μη βεβαρημένος, ίσως συμπτωματικά μόνο αθώος, μολαταύτα δεν πιστεύω σε όψιμες αντιφασιστικές καυχησιολογίες. Τιμώ όμως την αντίσταση που έχει επίγνωση του κινδύνου και εκτίθεται σ’ αυτόν.(…)
Σχετικά νωρίς έδωσα την ψήφο μου στους σοσιαλδημοκράτες. Τάχθηκα δηλαδή υπέρ της μεταρρυθμιστικής πολιτικής έκφρασης του δημοκρατικού σοσιαλισμού, χωρίς να γίνω και τυπικά μέλος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος.(…)
Έτσι ίσως να είχα βγάλει, σαν συγγραφέας, τα αναγκαία συμπεράσματα από την πτώση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Μιας Δημοκρατίας που καταβαραθρώθηκε όχι μόνο από τη δίψα της εξουσίας των εθνικοσοσιαλιστών, τον οπορτουνισμό των Γερμανών συντηρητικών, την ακαμψία των κομμουνιστών και την ανημποριά των δημοκρατικών κομμάτων, αλλά και από το γεγονός ότι η πλειοψηφία των συγγραφέων της εποχής δεν στάθηκαν θεματοφύλακές της, ενώ όχι λίγοι απ’ αυτούς έκαναν ό,τι μπορούσαν, βέβαια με χιούμορ και πνεύμα, για να την μεταβάλουν σε γελοιογραφία.
Αυτό το πάθημα έπρεπε να γίνει μάθημα. Το δε συμπέρασμα ήταν σαφές: Μόνο το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα μπορούσε να επιδείξει, ακόμα και κει όπου είχε αντιδράσει ασθενικά και ανήμπορα, δημοκρατική συνέπεια και συνέχεια. Το κόμμα αυτό με βοήθησε να αποκτήσω μια προσγειωμένη άποψη περί Δημοκρατίας, που με την νηφαλιότητά της προφυλάσσει από κάθε είδους ενθουσιασμούς. Για να το πω με δυο λόγια: Μια Δημοκρατία χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη, παραμένει μόνο «τύποις» Δημοκρατία.(…)
Ο πανικός και η φοβία του κομμουνισμού οδήγησε τις δυτικές δημοκρατίες στο να χάσουν τη συνείδηση της δύναμής τους. Αυτή η έλλειψη αυτοπεποίθησης τις παρέσυρε σε άνευ όρων συμμαχίες με δεξιές δικτατορίες εναντίον του κομμουνισμού. Ο αρχικός σκοπός του ΝΑΤΟ να προστατεύσει σαν στρατιωτική συμμαχία τις δυτικές δημοκρατίες, αντιπαρατασσόμενο στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας, κατάντησε καταγέλαστος λίγο αργότερα, από την ίδια την πολιτική πραγματικότητα. Η Πορτογαλία κυβερνάται δικτατορικά, και δεν παρέμεινε ο μόνος σύμμαχος του ΝΑΤΟ που αρνείται στους πολίτες του να ασκήσουν τα δημοκρατικά τους δικαιώματα.
Ολοένα και πιο αναξιόπιστη η δημοκρατική φρασεολογία των πρώτων χρόνων του ΝΑΤΟ, άρχισε να ενθυλακώνεται στη φρασεολογία περί «στρατιωτικής ασφαλείας» και τελικά θάφτηκε ολότελα. Και μολαταύτα: Ακόμα και οι ίδιοι οι εμπειρογνώμονες της στρατηγικής θεωρούν τους εταίρους του ΝΑΤΟ, Πορτογαλία, Ελλάδα και Τουρκία, σαν παράγοντες ασφαλείας πολύ αμφισβητήσιμης αξίας. Κάπως έτσι ο ιδεολογικός αντικομμουνισμός αποδείχθηκε η αδυναμία της Δημοκρατίας.(…)
Στα τέλη της περασμένης δεκαετίας σημειώθηκαν και στα δύο μπλοκ συγκρίσιμα γεγονότα. Η Ελλάδα μέλος του ΝΑΤΟ, έπαψε από την 21η Απριλίου 1967 να αποτελεί δημοκρατικό κράτος. Η Τσεχοσλοβακία, σαν κράτος-μέλος του Συμφώνου της Βαρσοβίας, κατελήφθη την 21η Αυγούστου 1968 από τις στρατιές πέντε άλλων κρατών-μελών του ίδιου Συμφώνου.
Και στις δύο περιπτώσεις, οι πρωταγωνιστές των δυο μπλοκ ήταν εκείνοι που έφεραν και την κύρια ευθύνη. Χωρίς την συγκατάθεση, ή μάλλον χωρίς την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, τα δημοκρατικά δικαιώματα δεν θα ήταν δυνατό να καταργηθούν στην Ελλάδα. Χωρίς την ιμπεριαλιστική θέληση της Σοβιετικής Ένωσης, το τσεχοσλοβακικό εγχείρημα, δηλαδή η πραγμάτωση ενός ανθρώπινου –που θα πει δημοκρατικού– σοσιαλισμού, δεν εύρισκε το προσωρινό τέλος που βρήκε. Συγκρίσιμες είναι και οι προφάσεις που χρησιμοποιήθηκαν γι’ αυτήν τη διπλή αυθαιρεσία, προκειμένου να θεσμοποιηθεί και στις δύο περιπτώσεις η τρομοκρατία. Στην Ελλάδα, έτσι είπαν, έπρεπε να αποτραπεί η κατάληψη της εξουσίας από τους κομμουνιστές. Στην Τσεχοσλοβακία, έτσι είπαν, έπρεπε να αποτραπεί ένα πραξικόπημα καπιταλιστικών-ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Η επίκληση του εσωτερικού εχθρού στη γλώσσα των τεχνοκρατών εξυπονοούσε: Τα ζωτικά μας συμφέροντα απειλούνται.(...)
Όπως πριν από αιώνες, έτσι και σήμερα: Η ομιχλώδης γλώσσα συντελεί στο να παρουσιάζονται σιγά-σιγά τα πολιτικά εγκλήματα σαν κάτι το συνηθισμένο. Ένας υπολογισμός που αποδείχνεται κάθε φορά σωστός.(…)
Ένα πρόχειρο παράδειγμα: Τρία χρόνια μετά την κατάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ, Βασιλιάδες και Πρωθυπουργοί, άψογοι δημοκράτες, άσπιλοι και εντιμότατοι άνθρωποι, συναθροίσθηκαν στο Βερολίνο. Μαζί με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, γιόρταζαν, θέλοντας και μη, την πλήρη αναγνώριση του Χίτλερ και της εθνικοσοσιαλιστικής του δικτατορίας. Παράλληλα με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, κυριολεχτικά δίπλα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ανέχονταν απαθείς τους βασανισμούς και τους φόνους. Ο ενθουσιασμός για τα ολυμπιακά ρεκόρ και για το θέαμα της αθλούμενης νεολαίας, εκάλυπτε τους ενοχλητικούς θορύβους. Αφού είχε κανείς συνηθίσει πια την καθημερινότητα της τρομοκρατίας, άρχιζε να έχει μαζί της και σχέσεις καλής γειτονίας.(…)
Πριν λίγο καιρό είδα ένα όνειρο: Είδα την εξουσία να προβάλει κορδωμένη στο προσκήνιο, εδώ όπως κι εκεί. Κι είδα τον αποστερημένο από τα δημοκρατικά του δικαιώματα λαό να παρακολουθεί το θέαμα. Κι είδα την κρατική εξουσία πώς πάσχιζε να παριστάνει την καθώς-πρέπει, κι είδα πώς στην προσπάθειά της αυτή γινόταν όλο και πιο γελοία. Κι επειδή η ολοκληρωτική εξουσία ένοιωσε ότι, πασχίζοντας να εμφανισθεί ευπρεπής και έντιμη, γινόταν όλο και πιο γελοία, θύμωσε κι’ έχασε το χρώμα της… Κι’ αυτό το παραπανήσιο ζόρισμα την έκανε ακόμα πιο γελοία. Κι επειδή ο λαός, στην ανελεύθερη κατάσταση που βρισκόταν, έβλεπε την γελοιοποίηση αυτή να μεγαλώνει συνεχώς κι επειδή δεν του έμενε τίποτε άλλο για να προστατευθεί απ’ αυτή τη γελοιότητα, ξέσπασε, εδώ όπως κι εκεί, ξέσπασε παντού όπου η εξουσία ισχυρίζεται ότι είναι ευπρεπής και άκακη, σ’ ένα τρανταχτό, σ’ ένα πάνδημο, σ’ ένα ομηρικό γέλιο…
Σε λίγο θα επιστρέψω σε μια χώρα όπου οι πολίτες της συχνά δεν συνειδητοποιούν τα δημοκρατικά τους δικαιώματα, κι’ όπου η ελευθερία τούς φέρνει έναν κορεσμό. Θα τους μιλήσω για το θάρρος σας, για την επίμονη αντοχή σας, για την αλύγιστη αντίστασή σας – όμως και για την μοναξιά σας.
Πριν όμως χωρισθούμε, θα ’θελα απ’ αυτή τη θέση να σας χαιρετίσω(…). Ο χαιρετισμός μου, όμως, είναι και μια υπόσχεση: Δεν πρόκειται να ξεχάσω και δεν πρόκειται να συνηθίσω…