Τις προάλλες μιλούσα με μια φίλη μου στο τηλέφωνο. «Ρε φίλε, δεν νιώθω τίποτα! Δεν κλαίω, δεν γελάω, δεν ενθουσιάζομαι, δεν συγκινούμαι, δεν χαίρομαι, δεν λυπάμαι. Αν πέσεις κάτω αυτήν τη στιγμή και μου πεις "βοήθεια, πεθαίνω", δεν θα νιώσω πράμα! Είμαι σαν ζωντανή νεκρή!». Της συνέστησα να πάει σε έναν ψυχολόγο. Η ψυχανάλυση θα φέρει την ψυχοθεραπεία και η ψυχοθεραπεία θα φέρει είτε ένα θεμιτό αποτέλεσμα είτε μια κάποια φαρμακευτική αγωγή με τις ευλογίες, πάντα, ενός έμπειρου ψυχιάτρου (δεν εκφέρω άποψη για το αν είμαι υπέρ ή κατά των φαρμακευτικών αγωγών κατά περίπτωση, καθότι το φάσμα των διαταραχών που μπορεί να επιφέρουν νευρολογικές διαταραχές της εγκεφαλικής δραστηριότητας υπερποικίλλει).
Η φίλη μου με προβλημάτισε. Με έκανε να σκεφτώ αυτές τις λίγες περιστασιακές περιπτώσεις κατά τις οποίες έχω διερωτηθεί ακριβώς το ίδιο για τον εαυτό μου. Την καταλαβαίνω. Κι εγώ το έχω περάσει. Άλλοι το περνάμε ως μικρή φάση, είτε το αντιλαμβανόμαστε με καχυποψία είτε όχι. Άλλοι, όμως, το έχουν σε μια πολύ βαρύτερη μορφή, η οποία χρήζει γνωμάτευσης, παρακολούθησης αλλά και αντιμετώπισης (και, εντάξει,δεν είναι το ίδιο με ό,τι περιγράφω παραπάνω, αλλά αυτό ήταν που μου έδωσε το σχετικό ερέθισμα). Μιλάμε για κάποια συγκεκριμένη διαταραχή; Ναι. Μιλάμε για την αλεξιθυμία (η ετυμολογία αυτονόητη).
Τις προάλλες μιλούσα με μια φίλη μου στο τηλέφωνο. «Ρε φίλε, δεν νιώθω τίποτα! Δεν κλαίω, δεν γελάω, δεν ενθουσιάζομαι, δεν συγκινούμαι, δεν χαίρομαι, δεν λυπάμαι. Αν πέσεις κάτω αυτήν τη στιγμή και μου πεις "βοήθεια, πεθαίνω", δεν θα νιώσω πράμα! Είμαι σαν ζωντανή νεκρή!».
Αρχικά, οφείλουμε να κατανοήσουμε τα συναισθήματα μέσα από μια λιτή, αλλά περιεκτική περιγραφή τους. Τα συναισθήματα είναι σχετικά εφήμερα, ψυχοφυσιολογικά μοτίβα αντίδρασης που προκύπτουν από την αξιολόγηση ενός ερεθίσματος σχετικά με τους στόχους και τις ανάγκες του οργανισμού. Περιλαμβάνουν τάσεις δράσης, σωματικές αντιδράσεις και υποκειμενική συναισθηματική εμπειρία. Μπορούν να διαχωριστούν από τη διάθεση επειδή είναι συνήθως βραχυπρόθεσμα και έχουν έναν εκ προθέσεως χαρακτήρα, δηλαδή συνδέονται με ένα αντικείμενο. [Gall, Kerschreiter, Mojzisch (2002), «Handbuch Biopsychologie und Neurowissenschaften»]. Η λέξη-κλειδί για τα συναισθήματα, όσον αφορά το εγκεφαλικό επίπεδο, είναι η αμυγδαλή.
Η αλεξιθυμία είναι διαδεδομένη περίπου στο 10% του γενικού πληθυσμού και είναι γνωστό ότι συνυπάρχει με πολλές ψυχιατρικές παθήσεις. Θα έλεγε κάποιος ότι είναι μια «σκοτεινή» κατάσταση που μπορεί να επιφέρει στο άτομο ψυχοσωματικές εκφάνσεις προβλημάτων κατανόησης ή/και έκφρασης των συναισθημάτων − κατανόησης είτε των δικών του είτε των γύρω του και έκφρασης των δικών του. Είναι σκοτεινή λόγω του ότι δεν είναι από τις περιπτώσεις παθήσεων που έχουν εκτεταμένη επιστημονική εξήγηση αλλά και επειδή έχει να κάνει με νευρολογικές διεργασίες του οργανισμού, οι οποίες, στη μεγαλύτερη έκτασή τους, είναι αρκετά ρευστές.
Σίγουρα, ένα αλεξιθυμικό άτομο έχει συναισθήματα. Μπορεί, ακούσια, να εκδηλώσει συναισθηματικές καταστάσεις. Για παράδειγμα, μπορεί να παρατηρηθεί μια έκρηξη οργής. Η εκδήλωση όμως αυτή δεν θα είναι ταυτοποιήσιμη από το άτομο. Θα αναρωτηθεί για το τι είναι και πώς προέκυψε. Αν, δε, του ζητηθεί να την περιγράψει ως συναίσθημα, δεν θα βρίσκει τις κατάλληλες λέξεις για να το κάνει. Το πιθανότερο είναι να οδηγηθεί σε παραλήρημα στην προσπάθειά του να εξηγήσει κάτι τέτοιο, καθότι οι περιγραφές του μπορεί να είναι πολύ σχολαστικές και υπεραναλυτικές. Πώς γίνεται αυτό; Υπάρχουν πολλές διαταραχές του εγκεφάλου οι οποίες διακρίνονται από αυτό το χαρακτηριστικό. Σε συγκεκριμένες οφθαλμολογικές διαταραχές, όπου το άτομο πάσχει από μερική ή και ολική τύφλωση (και οι οποίες οφείλονται σε δυσλειτουργία περιοχών του ινιακού λοβού), το ίδιο το άτομο αρνείται την τύφλωσή του(!) με αποτέλεσμα να φέρει μώλωπες σε όλο του το σώμα, καθώς πιέζει τον εαυτό του να λειτουργεί όπως ένα άτομο με άρτια όραση.
Τα αλεξιθυμικά άτομα μπερδεύονται αρκετά με την παρατήρηση της έκφρασης των συναισθημάτων των ατόμων του περιγύρου τους. Δεν μπορούν να καταλάβουν τι τους συμβαίνει (μάλιστα, μπορεί να τα θεωρούν και εντελώς παράλογα). Κάτι πολύ βασικό είναι ότι τους καταλαμβάνει μια μόνιμη και ατέρμονη προσπάθεια να εξηγήσουν (ή, καλύτερα, να ερμηνεύσουν) τη σωματική εκδήλωση των συναισθημάτων τους (δάκρυα, παλμοί και αρρυθμίες) ορθολογικά. Αυτό έχει διάφορες αιτίες που έγκεινται στη Φυσική και στη Φυσιολογία (περιβαλλοντικά φαινόμενα όπως η ατμοσφαιρική πίεση και η υγρασία, χημικές και βιοχημικές αντιδράσεις του οργανισμού κ.ο.κ).
Ο διαχωρισμός της πάθησης οφείλεται σε διάφορες παραμέτρους. Η βασικότερη είναι η φύση της. Η πρωτογενής, λοιπόν, αλεξιθυμία οφείλεται σε γενετικούς ή/και νευροφυσιολογικούς παράγοντες (είναι γονιδιακής προέλευσης, είτε κληρονομικής είτε μεταλλαξιογόνας). Η δευτερογενής, από την άλλη, οφείλεται σε ψυχολογικούς παράγοντες (στρες, καταπιεσμένες επιθυμίες, τραύματα). Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να πούμε (πολύ άτυπα) ότι η πρωτογενής αλεξιθυμία είναι συγγενούς χαρακτήρα, ενώ η δευτερογενής, επίκτητου.
Κάποια άλλα χαρακτηριστικά της αλεξιθυμίας είναι η έλλειψη φαντασίας (βασικά, η αδυναμία αυθόρμητης φαντασίας, αλλά όχι η δημιουργία ελεγχόμενης φαντασίας, η οποία γίνεται για να εξυπηρετήσει καθαρά πρακτικούς σκοπούς και δεν περιέχει απόλυτη ενσυναίσθηση του λόγου της δημιουργίας της), η σεξουαλική δυσλειτουργία, διαφόρων τύπων γαστρεντερολογικά προβλήματα και αρκετές ακόμη αγχώδεις διαταραχές, ακόμη και κατάθλιψη. Για την τελευταία οφείλεται η ενεργοποίηση του παρασυμπαθητικού νευρικού συστήματος. Τα άτομα αυτά δυσκολεύονται να θέσουν στόχους, να ονειροπολήσουν και, το πιο βασικό, δεν μπορούν να λάβουν αποφάσεις για ζητήματα που αφορούν την προσωπική τους ζωή, είτε αυθόρμητα είτε έπειτα από σκέψη (αλλά, κατά βάση, αυθόρμητα).
Είναι αρκετά σημαντικό και ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι άτομα που πάσχουν από μείζονα καταθλιπτική διαταραχή (κοινώς κατάθλιψη) παρουσιάζουν δυνητική συσχέτιση με αλεξιθυμικές (προ)διαθέσεις. Έρευνες που έχουν γίνει σε άτομα με τις συγκεκριμένες διαταραχές έχουν δείξει ότι μόνο η αλεξιθυμία, και όχι η κατάθλιψη, είναι αυτή που μειώνει την ενσυναίσθηση. Αυτό ίσως και να σημαίνει ότι η αλεξιθυμία πρέπει πλέον να αναγνωριστεί και να αντιμετωπίζεται πιο σοβαρά ως μεμονωμένη διαταραχή και όχι να συγχέεται με άλλες διαταραχές που ομοιάζουν σε εξωτερικευμένα συμπτώματα (εδώ να σημειωθεί ότι η αλεξιθυμία δεν είναι επίσημα αναγνωρισμένη διαταραχή και αποτελεί μεγάλο debate στην ψυχιατρική και στην ευρύτερη επιστημονική κοινότητα).
Όσο για την αντιμετώπιση της αλεξιθυμίας, έχουν εφαρμοστεί κατά καιρούς διάφορες τεχνικές από ψυχοθεραπευτές και λογοθεραπευτές. Τα αποτελέσματα ερευνών σε παθόντες που έχουν προσπαθήσει να λύσουν τα προβλήματα που τους δημιουργεί η αλεξιθυμία δείχνουν ότι η προσέγγιση της αντιμετώπισής της πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο προσπάθειας αναγνώρισης των συναισθημάτων και σωματικής εξωτερίκευσής τους από τον ίδιο τον ασθενή αλλά και εύρεσης τρόπων με τους οποίους αυτός οφείλει και μπορεί να τα διαχειρίζεται.
Η πρωτογενής μορφή της αλεξιθυμίας χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη δυσκολία στον χειρισμό της, ενώ η δευτερογενής είναι αναστρέψιμη, με τις σχετικές, κατά περίπτωση, δυσκολίες. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή για τα άτομα με αλεξιθυμία πέρα από κάποια κλασικά φαρμακευτικά σχήματα κατά της κατάθλιψης (με σκοπό περισσότερο το άτομο να μπορεί να διαχειρίζεται ευκολότερα τις ανεξήγητες φορτίσεις που του προκαλούν τα ακούσια συναισθήματά του).
*ευχαριστίες για την παραχώρηση ερευνητικού υλικού: PD Dr. Philipp Kanske