Δεν χρειαζόταν να δω την αυθορμήτως στημένη σκηνή δημοσιοποίησης της υποψηφιότητας για την Eυρωβουλή του Κώστα Αρβανίτη την ώρα της τηλεοπτικής εκπομπής του ίδιου για να παγιωθεί μέσα μου η βαθιά δυσανεξία στους δημοσιογραφικούς αστέρες (σχεδόν πάντα για «αστέρες» πρόκειται) που κάνουν την τόσο χαλαρή, άνετη –ένα ελαφρύ πηδηματάκι, ανεπαίσθητο‒ και προβλέψιμη μετάβαση στην επαγγελματική πολιτική σκηνή.
Δημοσιογράφος - πολιτικός - whatever, δηλαδή, κατά την παλιά lifestyle υβριδική ιδιότητα, μοντέλο - ηθοποιός - whatever.
Το είδα όμως έτσι κι αλλιώς από βίτσιο ‒ εκ των υστέρων προφανώς, σε βιντεάκι στο YouTube, δεν παρακολουθώ ενημερωτικές εκπομπές στην τηλεόραση, κρατική και ιδιωτική, αρκετά άχαρη και δυσάρεστη είναι η ζωή, και ακόμα περισσότερο η επικαιρότητα.
Το πρόβλημα δεν είναι ότι αλλάζει κάποιος πίστα, αναζητώντας υψηλότερο κύρος και ενδεχομένως ανώτερο μισθό. Ούτε ότι αποτελεί σχεδόν πάντα μια προδιαγεγραμμένη κατάληξη που μοιάζει με ανταμοιβή υπηρεσιών ή με ημι-αργομισθία πολυτελείας.
Οι δημοσιογράφοι που μπαίνουν πανηγυρικά στις κομματικές λίστες ως διασημότητες μπαίνουν, ως ηχηρές μεταγραφές της τελευταίας στιγμής που, αν αποδειχτούν «παλτά», δεν χάθηκε κι ο κόσμος.
Ούτε ότι υπάρχει μια βαθιά αντίφαση μεταξύ του ελέγχου της εξουσίας και της άσκησης της εξουσίας (ναι, σιγά, αυτό μας μάρανε, αυτές οι διαχωριστικές γραμμές έχουν θολώσει προ πολλού).
Ούτε το άρθρο 1, παράγραφος δ του κώδικα δεοντολογίας: «Ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει: Να μεταδίδει την πληροφορία και την είδηση ανεπηρέαστα από τις προσωπικές πολιτικές, κοινωνικές, θρησκευτικές, φυλετικές και πολιτισμικές απόψεις ή πεποιθήσεις του». (χα χα, καρδούλες, λυπάμαι, κ.λπ.).
Ούτε καν επειδή επισφραγίζεται σε κάθε τέτοια περίπτωση η ομογενοποίηση των δύο επαγγελμάτων και παγιώνεται στους ψηφοφόρους η αίσθηση διαπλοκής και ματαιότητας.
Είναι κυρίως επειδή με εκνευρίζουν οι «διασημότητες» όταν πολιτεύονται έτσι χαλαρά. Και οι δημοσιογράφοι που μπαίνουν πανηγυρικά στις κομματικές λίστες ως διασημότητες μπαίνουν, ως ηχηρές μεταγραφές της τελευταίας στιγμής που, αν αποδειχτούν «παλτά», δεν χάθηκε κι ο κόσμος.
Κάπου εδώ θα πρέπει υποχρεωτικά να δηλώσω ότι δεν πρόκειται για μονόπαντη επίθεση στην κυβέρνηση η αναφορά στη συγκεκριμένη περίπτωση (παρ' ότι αποτελεί άλλο ένα παράδειγμα του υποδειγματικού και αλάνθαστου παλαιοκομματικού καθεστωτισμού και του κυβερνώντος κόμματος), ούτε για «ξέπλυμα» των αντιπάλων.
Αυτό είναι το νοσηρό αποτύπωμα του σύγχρονου δημόσιου διαλόγου όπως ασκείται στα social media και κοντεύει να καταπιεί την όποια ψύχραιμη δημοσιογραφική αντίληψη έχει απομείνει ‒ με πιο επιρρεπείς, βεβαίως, τους ίδιους τους δημοσιογράφους.
Θα πει κάποιος, εδώ πολιτεύεται η σάρα και η μάρα, εδώ το κόμμα του Λεβέντη το στηρίζει σταθερά ένα αλλόκοτο 3%, οι δημοσιογράφοι σε πείραξαν; Καλύτεροι είναι, δηλαδή, οι δικηγόροι, οι γιατροί, οι πολιτευτές καριέρας, οι γόνοι και οι συγγενείς;
Μα, αυτοί δεν σβήνουν την προηγούμενη ιδιότητά τους όπως (οφείλουν να) κάνουν οι δημοσιογράφοι, ασχέτως αν κάποιοι αργότερα, αφού ολοκληρώσουν (διά της μη επανεκλογής) τη θητεία τους στα έδρανα –της Αθήνας ή των Βρυξελλών‒ επιστρέφουν δριμύτεροι στο προηγούμενο «λειτούργημα» και ενδεχομένως σοφότεροι, και σίγουρα ακόμα πιο κυνικοί από πριν.
Εκτός κι αν έχει τελικά δίκιο ο Άντριου Φέργκιουσον, πρώην διευθυντής της συντηρητικής εβδομαδιαίας επιθεώρησης «Weekly Standard», που κατέβασε οριστικά τα ρολά της τα Χριστούγεννα που μας πέρασαν, ο οποίος, με μια αποστροφή του που έχει μείνει παροιμιώδης, έμοιαζε να πιστεύει ότι οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα είναι πιο «σοβαρό», ακόμα και του πολιτικού:
«Η δημοσιογραφία είναι σαν ένα ελάττωμα χαρακτήρα. Είναι σαν να ζεις τη ζωή από μια ασφαλή απόσταση, σαν να κοιτάς την παρέλαση που περνάει, σημειώνοντας τις αστοχίες, τα λάθη της και προτείνοντας ανέφικτες λύσεις για τη βελτίωσή της. Δεν είναι ζωή αυτή για σοβαρά άτομα και οι δημοσιογράφοι το γνωρίζουν κατά βάθος...»
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO