Ένα «μουσείο μέσα στο μουσείο» ετοιμάζεται να ανοίξει τις πύλες του σύντομα στο Μουσείο Μπενάκη / Πειραιώς 138, αποκαλύπτοντας μια μεγαλειώδη έκθεση με τίτλο «Δρόμοι της Αραβίας. Αρχαιολογικοί Θησαυροί από τη Σαουδική Αραβία».
Έτσι τη χαρακτηρίζει και την οραματίζεται ο Νίκος Σ. Πετρόπουλος που ανέλαβε το στήσιμό της και μέσω αυτής θα έρθουμε για πρώτη φορά σε επαφή με έναν ολόκληρο πολιτισμό άγνωστο στη Δύση αλλά και στον αραβικό κόσμο.
Γιατί πόσο γνωστά είναι τα ταφικά μνημεία της Μαντάιν Σάλιχ (Έγρα στα ελληνικά), τοποθεσίας που τη χαρακτηρίζουν «Πέτρα της Αραβίας», την οποία, ακόμα και στις μέρες μας, ελάχιστοι την έχουν επισκεφθεί;
Οι εντυπωσιακές, λαξεμένες σε βράχους προσόψεις της, όμως, είναι εκείνες που επέλεξε ο γνωστός σκηνογράφος της όπερας να καλωσορίζουν τον επισκέπτη στον χώρο, ενώ φωτογραφίες της ερήμου είναι το κυρίαρχο φόντο αυτής της «υπερπαραγωγής».
Περισσότερα από 300 εκθέματα αποδεικνύουν ότι όλα όσα γνωρίζαμε μέχρι πρόσφατα –εφόσον εξακολουθεί να είναι σχεδόν αδύνατο να επισκεφθεί κανείς τη χώρα τουριστικά– ήταν εσφαλμένα.
Τα περισσότερα από 300 εκθέματα της έκθεσης, η οποία πρωτοπαρουσιάστηκε το 2010 στο Λούβρο, στο Παρίσι, και ταξίδεψε σε άλλες δεκατέσσερις πόλεις και τρεις ηπείρους πριν έρθει και στην Αθήνα, αποδεικνύουν ότι όλα όσα γνωρίζαμε μέχρι πρόσφατα ήταν εσφαλμένα.
Πρόκειται για ευρήματα που έχουν συμβάλει καθοριστικά στο να ξαναγραφτεί η ιστορία της Αραβικής Χερσονήσου. Μόλις τα τελευταία 50 χρόνια, από τη δεκαετία του '60 και ύστερα, η αρχαιολογική σκαπάνη αποκάλυψε θησαυρούς και μια ολόκληρη κληρονομιά που πιστοποιεί τον πολυδιάστατο χαρακτήρα της Αραβίας από την προϊστορική εποχή έως τον 20ό αιώνα.
Έτσι, το γεγονός ότι θεωρούσαμε πως η Αραβία δεν είχε τίποτα σημαντικό όσον αφορά το παρελθόν της, πως επρόκειτο για μια αχανή έκταση όπου ζούσαν νομαδικοί λαοί χωρίς αξιόλογη πολιτιστική δραστηριότητα, ανατρέπεται τελείως.
Η έκθεση επικεντρώνεται σε πλούσιες πόλεις-οάσεις που βρίσκονταν επάνω στους εμπορικούς δρόμους που συνέδεαν τον Νότο (την περιοχή της Υεμένης) με την ανατολική Μεσόγειο αλλά και με την Περσία και την Ινδία.
Ένα φυσικό περιβάλλον προκλητικό, καθόλου εύκολο, μια ολόκληρη χερσόνησος που από πόλη σε πόλη διαφοροποιείται κλιματικά, γεγονός που επηρέασε τη σχέση και την επικοινωνία της με άλλους λαούς, εκτός χερσονήσου.
Η έκθεση ξεκινάει από τους παλαιολιθικούς χρόνους. Πολλά παλαιολιθικά και νεολιθικά εργαλεία προέρχονται από τη Σουαχιτίγια στον Βορρά.
Όταν ο προϊστορικός άνθρωπος πέρασε από την Αφρική, η χερσόνησος ήταν πράσινη – στο Ομάν, μάλιστα, υπάρχουν βουνά με βλάστηση. Από το Αλ-Μαγκάρ προέρχεται μια εντυπωσιακή ομάδα αντικειμένων με πολλά ζωόμορφα αγαλματίδια.
Οι Άραβες θεωρούν σημαντικό κομμάτι του πολιτισμού τους την εξημέρωση του αλόγου, που πάει πολύ πίσω στην Ιστορία. Η καμήλα, βέβαια, ήταν το ζώο και το μέσο που έπαιξε τον σημαντικότερο ρόλο στο εμπόριο και στη διάδοσή του, αφού αντέχει τη ζέστη και την πολύωρη μετακίνηση.
Στην έκθεση εμφανίζονται τέσσερα αντικείμενα με μορφή καμήλας αλλά και καυστήρες θυμιάματος, κεραμικά, κοσμήματα, επιτύμβιες στήλες, επιγραφές από το παλάτι Κασρ αλ-Χαμρά, όπως επίσης και μια στήλη του Βαβυλώνιου βασιλιά Ναβονίδη που βασίλευσε δέκα χρόνια – λέγεται ότι η Βαβυλωνία έπεσε επειδή μετέφερε όλη του την εξουσία στην Τάυμα. Από το νησί Ταρούτ προέρχονται αρκετά από τα αγάλματα και τα γλυπτά, ενώ τα εντυπωσιακά αγγεία είναι από χλωρίτη.
Το εμπόριο, αυτή η δραστηριότητα που πάντα ένωνε τους ανθρώπους, ξεκίνησε στην Αραβία πιθανότατα τον 8ο αιώνα π.Χ., κυρίως για τη μεταφορά του περιζήτητου θυμιάματος, του λιβανιού και του μύρου που χρησιμοποιούνταν στις τελετές.
Ακολουθώντας τους δρόμους του θυμιάματος από τον Νότο μέχρι τον Βορρά και επανεκτιμώντας τους σταθμούς στα ταξίδια των καραβανιών, οι αρχαιολόγοι έφεραν στο φως πλούσια ευρήματα που αποδεικνύουν την ευμάρεια των εμπόρων και των νομαδικών λαών της περιοχής που άλλοτε εισήγαν πολυτελή ή χρηστικά αντικείμενα στην Αραβική Χερσόνησο και άλλοτε τα παρήγαν, τεκμηριώνοντας την επαφή με πολιτισμούς της ανατολικής Μεσογείου.
Τα καραβάνια με τις καμήλες, όμως, δεν μετέφεραν μόνο θυμιάματα αλλά και μπαχάρια, αρώματα, υφάσματα και πολύτιμους λίθους από την Ινδία και τη νοτιοανατολική Ασία στη Μεσοποταμία και στην ανατολική Μεσόγειο, ενώ επέστρεφαν στην Αραβία με λατρευτικά αγαλματίδια, κεραμικά και γυάλινα αντικείμενα.
Η έκθεση παρουσιάζει μια σειρά από ανάλογα αντικείμενα πολυτελείας αλλά και καθημερινής χρήσης.
Πέντε σταθμοί καραβανιών και πλούσιες πόλεις-οάσεις καθορίζουν την έκθεση: το Ταρούτ, νησάκι στον Αραβικό Κόλπο και πέρασμα στην Ινδία, όπου εντοπίστηκαν αγγεία της 3ης χιλιετίας π.Χ., η Τάυμα στη βορειοδυτική Αραβία, με λίθινες στήλες και κεραμικά, η Aλ-Ούλα, πρωτεύουσα του βασιλείου των Λιχυανιτών (η Δαιδάν της Παλαιάς Διαθήκης), όπου βρέθηκαν κολοσσιαία αγάλματα, η Μαντάιν Σάλιχ (η λεγόμενη «Πέτρα της Αραβίας» από την εποχή των Ναβαταίων) και η Καριάτ αλ-Φάου, μία από τις σημαντικότερες εμπορικές πόλεις της νότιας Αραβίας, που κατά την ελληνιστική εποχή είχε ιδιαίτερη ανάπτυξη, με αποτέλεσμα τα ευρήματά της (αγαλματίδια, κεραμικά, γυαλί, κοσμήματα, νωπογραφίες) να προσεγγίζουν την ελληνορωμαϊκή τέχνη.
Καθώς προχωράμε στον χώρο, αντικρίζουμε τρία εντυπωσιακά αγάλματα του 3ου-2ου αι. π.Χ. που προέρχονται από την πόλη Aλ-Ούλα. Είναι υπερμεγέθη και παραπέμπουν στους αρχαϊκούς κούρους, αλλά έχουν σαφή ανατολίτικα στοιχεία.
Καθώς οι αναφορές των εκθεμάτων είναι ανάλογες του τόπου όπου βρέθηκαν, στο βορειοδυτικό τμήμα της χερσονήσου εντοπίζονται στα τεκταινόμενα στην ανατολική Μεσόγειο ανάμεσα στους αρχαίους Έλληνες, στους Ρωμαίους και στους Ναβαταίους και όχι μόνο, αφού στο παιχνίδι μπαίνουν οι Ασσύριοι, οι Βαβυλώνιοι και οι Σασσανίδες Πέρσες.
Η πολυπολιτισμικότητα αυτή είναι εμφανής στις επιγραφές, ανάμεσα στις οποίες συμπεριλαμβάνονται σφηνοειδείς, περσικές, ναβαταϊκές, αραμαϊκές, παλαιότερες αραβικές, ακόμα και μια λατινική που δείχνει τη σχέση που αναπτύχθηκε με τους Ρωμαίους.
Φυσικά, δεν είναι λίγα τα αντικείμενα που πιθανολογείται ότι προήλθαν από την Αλεξάνδρεια, η οποία για αιώνες καθόριζε σημαντικά την επικοινωνία μεταξύ των λαών. Αλλά μέσω των εμπορικών συναλλαγών γινόταν και η εισαγωγή θεοτήτων.
Το γεγονός ότι θεωρούσαμε πως η Αραβία δεν είχε τίποτα σημαντικό όσον αφορά το παρελθόν της, πως επρόκειτο για μια αχανή έκταση όπου ζούσαν νομαδικοί λαοί χωρίς αξιόλογη πολιτιστική δραστηριότητα, ανατρέπεται τελείως.
Όσο πλησιάζουμε, μάλιστα, στην εποχή του Χριστού, ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων και λαών βρισκόταν ή πηγαινοερχόταν στην Αραβία.
Από τα εντυπωσιακότερα εκθέματα είναι τα κτερίσματα από τάφο μικρού κοριτσιού του 1ου αι. μ.Χ. από τη Θατζ (πιθανότατα η αρχαία Γέρρα, όπως αναφέρεται σε κείμενα αρχαίων συγγραφέων).
Ένα χρυσό προσωπείο, ένα χέρι (σαν γάντι) επίσης χρυσό, κοσμήματα (βραχιόλια και περιδέραια), επίρραπτα μικρά χρυσά δισκία με τον Δία και την Άρτεμη που κοσμούσαν το ένδυμά της, ένα εξαιρετικής ομορφιάς χάλκινο πόδι κρεβατιού με γυναικεία μορφή.
Κι ενώ μέσα από την έκθεση μας συστήνεται κυρίως η προϊσλαμική Αραβία, η πορεία της έκθεσης φτάνει μέχρι το Ισλάμ, και η σκηνογραφία της στο κομμάτι αυτό αναφέρεται στις μορφές της ισλαμικής αρχιτεκτονικής. Στις αρχές του 7ου αι. η άνοδος της νέας θρησκείας αναδεικνύει τη Μέκκα και τη Μεδίνα σε θρησκευτικά κέντρα.
Η ανάγκη των πιστών για το καθιερωμένο ετήσιο προσκύνημα («χατζ») μετέτρεψε τους δρόμους του εμπορίου σε προσκυνηματικές οδούς και η εξάπλωση του Ισλάμ από την Ισπανία μέχρι την κεντρική Ασία και την Ινδία προσέλκυσε χιλιάδες πιστούς στην Αραβική Χερσόνησο, οι οποίοι έφεραν μαζί τους αντικείμενα από τις δικές τους κοινωνίες.
Στην έκθεση περιλαμβάνεται μια μεγάλη πόρτα από την ίδια την Κάαβα (το βασικό προσκυνηματικό σημείο στη Μέκκα) αλλά και πρώιμα κοράνια σε κουφική γραφή, την πρώτη από πολλές μορφές καλλιγραφίας που έχουμε στη διάρκεια των αιώνων, και επιγραφές.
Η καλλιγραφία αναπτύσσεται από τους πρώτους αιώνες του Ισλάμ και είναι γνωστό πόσο μεγάλη σημασία έδιναν σε αυτήν, καθώς, σύμφωνα με την παράδοση, μετέφερε τον λόγο του Θεού, όπως τον έλαβε ο Μωάμεθ με τη μορφή προφητικών αποκαλύψεων στην έρημο που αποτέλεσαν τα κεφάλαια του Κορανίου. Επίσης, εκτίθενται αρκετές επιτύμβιες στήλες από βασάλτη με όμορφες επιγραφές από την περιοχή Μαΐν.
Ένα κομμάτι από ιερό ύφασμα-κέντημα που ονομάζεται κίσουα αποτελεί το κάλυμμα της Κάαβα, που πρέπει να αλλάζει κάθε χρόνο. Όποιος έχει την ευθύνη των δύο ιερών πόλεων, της Μέκκας και της Μεδίνας, έχει και την ευθύνη της ύφανσής του.
Από τον 10ο έως τον 16ο αι. την ευθύνη των δύο πόλεων είχαν οι χαλίφηδες του Καΐρου. Με τελετουργικό τρόπο έφευγε το κέντημα με καμήλες και πήγαινε στην Κάαβα.
Το παλιό ύφασμα το έκοβαν και το κρατούσαν σαν φυλαχτό. Η κίσουα που περιλαμβάνεται στην έκθεση είναι του 1992 και ανήκει στο Εθνικό Μουσείο του Ριάντ.
Ένα άλλο εντυπωσιακό έκθεμα είναι το μεταξωτό γαλάζιο κέντημα που κάλυπτε την πόρτα του ιερού στη Μεδίνα και ανήκει στην οθωμανική περίοδο.
Η συνεισφορά του Μουσείου Μπενάκη Ισλαμικής Τέχνης στη συλλογή των εκθεμάτων είναι δύο κηροπήγια από τη Μεδίνα και στη Βιβλιοθήκη του Μουσείου βρέθηκαν σπάνιες εκδόσεις περιηγητών του 18ου και του 19ου αι. Η έκθεση ολοκληρώνεται με ένα αφιέρωμα στην ίδρυση του βασιλείου της Σαουδικής Αραβίας.
Ο κατάλογος περιλαμβάνει άρθρα διεθνών ερευνητών αλλά και ελληνική συμβολή μέσα από κείμενα της Πολύμνιας Αθανασιάδη για τη σχέση των Ελλήνων με τους Άραβες στην ύστερη αρχαιότητα, της Μίνας Μωραΐτου για το Κοράνιο και του Γιώργη Μαγγίνη για τους Ευρωπαίους περιηγητές.
Η έκθεση πραγματοποιείται σε συνδιοργάνωση με τη Σαουδική Επιτροπή Τουρισμού και Αρχαιοτήτων και το Εθνικό Μουσείο του Ριάντ, με την υποστήριξη του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και υπό την αιγίδα του υπουργείου Εξωτερικών.
Info
«Δρόμοι της Αραβίας. Αρχαιολογικοί Θησαυροί από τη Σαουδική Αραβία»
21/3/19-26/5/19
Μουσείο Μπενάκη, Πειραιώς 138, www.benaki.gr
Η επιμέλεια της έκθεσης είναι της Μίνας Μωραΐτου, υπεύθυνης του Μουσείου Μπενάκη Ισλαμικής Τέχνης.