Υπάρχει πιο άκυρη παρηγοριά από το «ποτέ δεν είναι αργά»; Σχεδόν πάντοτε είναι αργά, όλο και πιο αργά... Ειδικά λίγο πριν από το τέλος. Παρ' όλα αυτά, αποφάσισα να το ασπαστώ προσωρινά ως αξίωμα και να δω το κύκνειο άσμα του «Game of Thrones», χωρίς να έχω δει προηγουμένως ούτε ένα επεισόδιο από τους οκτώ κύκλους της απίστευτα δημοφιλούς σειράς, παρά μόνο κάτι σπαράγματα από δω κι από κει κατά καιρούς σε ξένα σπίτια, ενώ συγχρόνως χάζευα στο κινητό.
Κατανοώ ότι η απόφαση αυτή μοιάζει με εκκεντρική εξάσκηση στη ματαιότητα και επίσης προσβάλλει βάναυσα όσους έχουν φάει τόσα χρόνια από τη ζωή τους να ασχολούνται (φανατικά συχνά) όχι απλώς με τα καθέκαστα μιας τηλεοπτικής μυθοπλασίας αλλά με ένα αυτόνομο φαντασιακό σύμπαν – με έναν ολόκληρο παράλληλο κόσμο γεμάτο κώδικες και χαρακτήρες, εντελώς άγνωστους σ' εμένα. Τι παριστάνεις, δηλαδή, ρε φίλε; Περί άλλα τυρβάζεις σε όλη τη μακρά διαδρομή και εμφανίζεσαι λίγο πριν από τη γραμμή του τερματισμού; Αίσχος! Εσύ δεν είσαι από αυτούς που κάγχαζαν τόσα χρόνια: «Ιπτάμενοι δράκοι και προβιές, ρε παιδιά; Σοβαρά τώρα;».
Δίκαιη η αποδοκιμασία, αλλά κι εμείς, που δεν το έχουμε δει, άνθρωποι είμαστε και θέλουμε να συμμετέχουμε (έστω «κλέβοντας», έστω και μέσω κάποιας ώσμωσης στα τελειώματα της ιστορίας) στο μέγα αυτό γεγονός της σύγχρονης ψυχαγωγικής κουλτούρας. Τόσα χρόνια εμφανίζονται τακτικά μπροστά μας πρόσωπα, σλόγκαν και εικόνες μεσαιωνικής παρτούζας που είχαν αποκτήσει, λόγω άγνοιας, περίεργες σημειολογικές διαστάσεις.
Φοβόμουν ότι θα μπερδευτώ ακόμα περισσότερο μ' αυτήν τη βραχύβια, τουριστική παραμονή στο σύμπαν του Γουέστερος, αλλά τελικά κάτι έπιασα, μολονότι προς το τέλος άρχισα πάλι να το χάνω και να μην καταλαβαίνω τι διακυβεύεται, καθώς η σειρά βάδιζε αργά και με ελεγειακούς τόνους προς το αιώνιο σούρουπο.
Ο Τζον Σνόου. Ο Κόκκινος Γάμος. Ο χειμώνας που διαρκώς έρχεται. Η βία και το σεξ. Ο θρόνος που έμοιαζε με έπιπλο/συσκευή ανασκολοπισμού. Αυτός ο πανταχού παρών «νάνος συμβουλάτορας» (κωδικοποιημένα το λέω, στην πραγματικότητα ο Πίτερ Ντίνκλατζ ήταν ένα από τα ελάχιστα μέλη του καστ που αναγνώριζα). Τι παιζόταν; Σε γενικές γραμμές έστω...
Γι' αυτό ακριβώς είπα να κάτσω να δω τουλάχιστον ένα ολόκληρο επεισόδιο και συγκεκριμένα το «γκραν φινάλε», παρ' ότι γνωρίζω από προηγούμενες εμπειρίες με σειρές στις οποίες είχα επενδύσει συναισθηματικά επί μακρόν ότι τα πολυαναμενόμενα φινάλε αγαπημένων σειρών αποτελούν κατά κανόνα άχαρες τελετές λήξης που μάταια προσπαθούν να συμμαζέψουν τα ασυμμάζευτα και να προσφέρουν μια ψευδαίσθηση ολοκλήρωσης στους θεατές που ήδη παρουσιάζουν έντονα συμπτώματα στέρησης.
Φοβόμουν ότι θα μπερδευτώ ακόμα περισσότερο μ' αυτήν τη βραχύβια, τουριστική παραμονή στο σύμπαν του Γουέστερος, αλλά τελικά κάτι έπιασα, μολονότι προς το τέλος άρχισα πάλι να το χάνω και να μην καταλαβαίνω τι διακυβεύεται, καθώς η σειρά βάδιζε αργά και με ελεγειακούς τόνους προς το αιώνιο σούρουπο.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι μετάνιωσα για τις άσχετες κρυάδες που είχα αμολήσει κατά καιρούς για ξωτικά και δράκους (είχε και ξωτικά η σειρά, εκτός από δράκους; Από το φινάλε δεν κατάλαβα). Η σκηνή όπου εμφανίζεται ο δράκος πίσω από τη βασίλισσα, καθώς εκείνη απευθύνεται, σε διάλεκτο Dothraki, στο απέραντο, αλλά απολύτως συντεταγμένο πλήθος, ήταν συγκλονιστική.
Κατά τα λοιπά, σεξ μηδέν, βία ελάχιστη και η αίσθηση πως ό,τι συνταρακτικό ήταν να γίνει, είχε γίνει χωρίς εμένα. Τα φινάλε είναι απόπειρες εκκαθάρισης λογαριασμών, με μισή καρδιά πάντα. Εξού, μάλλον, και κάποιοι «συνταρακτικά» αφηρημένοι διάλογοι, όπως αυτός ανάμεσα στον Τζον Σνόου και στον Τύριον Λάνιστερ:
Τ.Σ.: «Ο έρωτας είναι ο θάνατος του καθήκοντος».
Τ.Λ.: «Καμιά φορά, όμως, το καθήκον είναι ο θάνατος του έρωτα...».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια