Την προηγούμενη Παρασκευή, στο πλαίσιο μιας νεανικής κινητοποίησης σε 140 πόλεις σε όλο τον κόσμο που ονομάστηκε «Παγκόσμια απεργία για την κλιματική αλλαγή», η Αθήνα πλημμύρισε από νέους και παιδιά που κρατούσαν πλακάτ που δεν έφεραν τα συνηθισμένα πολιτικά συνθήματα του παρελθόντος. Το βασικό σύνθημα που έγινε viral είναι ότι «ο πλανήτης γίνεται πιο hot από τον Ντι Κάπριο στα νιάτα του», πρόδηλο του χιούμορ, της εξοικείωσης με την ποπ κουλτούρα αλλά και του εντελώς διεθνικού πλαισίου αυτής της νεανικής πολιτικοποίησης (τα περισσότερα πλακάτ ήταν γραμμένα στα αγγλικά).
Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου οι πορείες και οι διαμαρτυρίες ακόμα και νέων έχουν συνήθως απλώς τελετουργικό χαρακτήρα, ξεκάθαρο πολιτικό πρόσημο (αριστερά και πέρα), βίαιες απολήξεις και συχνά απλώς αναπαράγουν πολιτικά κλισέ παλαιότερων γενεών, η εικόνα και μόνο αυτής της ειρηνικής κινητοποίησης αποτελεί μια αλλαγή, κάτι καινούργιο που πρέπει να δούμε πώς θα εξελιχθεί ή αν θα αφομοιωθεί από την εγχώρια παραδοσιακή υπερπολιτικοποίηση.
Είναι σίγουρο ότι αυτή η αλλαγή που είδαμε την προηγούμενη βδομάδα στους δρόμους της Αθήνας αλλά και σε πολλές πόλεις του εξωτερικού χρωστάει πολλά, αν όχι τα πάντα, σε ένα πρόσωπο: τη Σουηδή 16χρονη ακτιβίστρια Γκρέτα Τούνμπεργκ που εδώ και περίπου έναν χρόνο έχει κεντρίσει το δημόσιο ενδιαφέρον παγκοσμίως με τις εμφανίσεις και τη δράση της για την προάσπιση του περιβάλλοντος. Τα σχόλια που έχει προσελκύσει, βέβαια, δεν είναι μόνο θετικά. Η εικόνα που εκπέμπει, μιας μικρομέγαλης, πολύ σοβαρής και μάλλον από άλλη εποχή παρουσίας, δημιουργεί σατιρικά σχόλια τόσο από τους κακοπροαίρετους όσο και από τους καλοπροαίρετους επικριτές της. Η αποκάλυψη της ίδιας ότι πάσχει από μια μορφή αυτισμού (σύνδρομο Άσπεργκερ) και η δήλωσή της ότι η διαφορετικότητά της είναι η υπερδύναμή της αποτελεί ίσως την καλύτερη εξήγηση για το πώς αυτή η κοπέλα έχει καταφέρει να κάνει είδηση κάτι που μέχρι πρότινος φαινόταν μια εντελώς μακρινή και αδιάφορη συζήτηση ειδικευμένων επιστημόνων και ευαισθητοποιημένων ή αναίσθητων πολιτικών.
Το κίνημα για την κλιματική αλλαγή και ο ίδιος ο λόγος της Τούνμπεργκ έρχονται να μιλήσουν για μια μεγάλη κοινωνική διαφορά ανάμεσα σε αυτούς που ανησυχούν για το μέλλον γιατί θα το ζήσουν και αυτούς που δεν ανησυχούν, επειδή θα έχουν πάει στον «άλλο κόσμο».
Η Γκρέτα προσωποποιεί για τις νεότερες γενιές μια σούπερ ηρωίδα. Θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκει στους μεταλλαγμένους X-men ή στους τραυματικούς Avengers. Θα μπορούσε να είναι συγγενής των δημοφιλών όσο και αμφίσημων κοριτσίστικων προτύπων, όπως το κορίτσι χωρίς στόμα Σαντόρο και η δαιμονική κούκλα Άναμπελ. Η αδυναμία της, αυτό που ξενίζει και φοβίζει, αυτό που η ίδια προσπαθεί να υπερκεράσει, γίνεται αυτό που την ξεχωρίζει και αυτό που την κάνει ισχυρή, επιδραστική.
Η Γκρέτα, όπως όλοι οι σούπερ ήρωες και ηρωίδες της σημερινής εποχής, κρύβει σκοτεινά μυστικά, ενσαρκώνει κοινωνικές και βιολογικές αναπηρίες, οι οποίες όμως μετατρέπονται στο συγκριτικό τους πλεονέκτημα, στην υπερδύναμη που υπηρετεί το καλό (όσο και αν κάποιες φορές φλερτάρει και με το κακό). Το παγερό πρόσωπο της Τούνμπεργκ, η υπερβολική σοβαροφάνειά της, το παλαιομοδίτικο image της, γίνονται φορείς έκφρασης ενός εντελώς διαφορετικού λόγου, μιας φλογερής διαμαρτυρίας, μιας παιδικής εμμονής, μιας εκλαϊκευμένης επιστημοσύνης.
Αυτό στο οποίο ίσως να συμβάλει με τρόπο αποφασιστικό το νεανικό κίνημα του οποίου ηγείται η Τούνμπεργκ δεν είναι μόνο η ευαισθητοποίηση για την κλιματική αλλαγή, που μπορεί να αποδειχτεί και κάτι παροδικό, μια ακόμη αντισυμβατική μόδα, μια ακόμα περφόρμανς μιας αντισυστημικής διασημότητας. Αυτό που φαίνεται να ενισχύει, ίσως εν αγνοία της, είναι μια νέα διαιρετική τομή που είχε καιρό να εμφανιστεί στην παγκόσμια δημόσια σφαίρα, το γενεακό χάσμα. Ειδικά στην Ελλάδα, η διάκριση και η σύγκρουση μεταξύ των γενεών είτε υπήρξε ανύπαρκτη τα τελευταία χρόνια στο πλαίσιο μιας ενδοοικογενειακής συμφωνίας-ισορροπίας, είτε εκφράστηκε με πολύ έμμεσους τρόπους (εσωτερικευμένη ενδοοικογενειακή βία, παράλογα εγκλήματα κ.λπ.).
Το κίνημα για την κλιματική αλλαγή και ο ίδιος ο λόγος της Τούνμπεργκ έρχονται να μιλήσουν για μια μεγάλη κοινωνική διαφορά ανάμεσα σε αυτούς που ανησυχούν για το μέλλον γιατί θα το ζήσουν και αυτούς που δεν ανησυχούν, επειδή θα έχουν πάει στον «άλλο κόσμο». Αν μέχρι σήμερα το μεγαλύτερο πρόβλημα είχε να κάνει με το γεγονός ότι οι νεότερες γενιές δεν θα ζήσουν στο επίπεδο ζωής των γονιών τους, ο «προφήτης Γκρέτα» έρχεται να πει κάτι πολύ πιο τρομοκρατικό από την κοινωνική κάθοδο, μιλάει για ένα πραγματικό θρίλερ αυτοκαταστροφής: οι νεότεροι και τα παιδιά τους δεν θα έχουν πού να ζήσουν, ίσως να μη ζήσουν και καθόλου.
Αν σε κοινωνίες όπως η ελληνική προσθέσουμε άλλα σοβαρά προβλήματα, όπως αυτό της κοινωνικής ασφάλισης, τότε καταλαβαίνουμε ότι το ανοίκειο και θυμωμένο πρόσωπο της Γκρέτα, το μαύρο-άσπρο που βλέπει και εκφράζει, έρχεται να υπογραμμίσει μια νέα συγκρουσιακή πραγματικότητα που έχει καθαρά ηλικιακά χαρακτηριστικά και δεν έχει γνωστές πολιτικές ή πολιτισμικές οριοθετήσεις. Εάν από τη δεκαετία του '60 η νεανική αντίδραση έπαιρνε τη μορφή της νεανικής υποκουλτούρας (χίπις, πανκ, χιπ-χοπ κ.ά.) επάνω σε διαφορετικές επιλογές ζωής που είχαν να κάνουν κυρίως με διαφορετικά ιδεολογικά ή αισθητικά κριτήρια, τώρα φαίνεται να παίρνει άλλη μορφή. Εδράζεται στα αντισυμβατικά σύμβολα της δημοφιλούς κουλτούρας και μιλάει με επιστημονικούς όρους για την επιβίωση, για την ανασφάλεια της ίδιας της ύπαρξης.