«Κανείς συγγραφέας δεν θα πρόδιδε ποτέ την μυστική του ζωή» έγραφε σε φίλο της το 1940 η Πατρίσια Χάισμιθ, όταν ήταν ακόμη μόλις 19 ετών. «Θα ήταν σα να στέκεται γυμνός σε κοινή θέα».
Είκοσι πέντε σχεδόν χρόνια μετά τον θάνατό της όμως, η δική της «μυστική ζωή» - οι στοχασμοί πάνω στο δημιουργικό της έργο, οι θυελλώδεις ρομαντικές της σχέσεις και οι εμμονές της με τα ψυχολογικά θεμέλια της βίας – πρόκειται να εκτεθούν σε κοινή θέα με την έκδοση εκατοντάδων σελίδων από τα προσωπικά της ημερολόγια.
Τα ημερολόγια, που αναμένεται να εκδοθούν στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2021, προσφέρουν μια μοναδική θέα στη ζωή μιας συγγραφέως που τα ιδιοφυή ψυχολογικά θρίλερ που έγραψε (ανάμεσά τους διάσημα και αενάως δημοφιλή έργα που έγιναν ακολούθως και εξέχουσες κινηματογραφικές ταινίες, όπως το «Ξένοι στο Τρένο» και ο «Ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ») αποτελούν ορόσημα για την λογοτεχνία και τον πολιτισμό του 20ου αιώνα.
Η ίδια ήταν μια παροιμιακά μυστικοπαθής και ευερέθιστη προσωπικότητα, αινιγματική ακόμα και για τους φίλους και τους ερωτικούς συντρόφους της (γυναίκες κατά κανόνα). Συχνά επίσης της ήταν αδύνατον να συγκρατήσει τις αβάσταχτα ρατσιστικές και αντισημιτικές αντιλήψεις της.
«Ο φόνος είναι κατά κάποιον τρόπο σα να κάνεις έρωτα, ένα είδος κατοχής του άλλου» έγραφε το 1950.
Τα ημερολόγια διατρέχουν ολόκληρο το χρονικό διάστημα της ενήλικης ζωής της (έξι δεκαετίες σχεδόν) καταγράφοντας τις σκέψεις της πάνω σε θέματα όπως το καλό και το κακό, η μοναξιά και η οικειότητα, ο έρωτας και ο φόνος. Τα δύο τελευταία φαίνεται να βρίσκονται συνδεδεμένα στο μαυλό της: «Ο φόνος είναι κατά κάποιον τρόπο σα να κάνεις έρωτα, ένα είδος κατοχής του άλλου» έγραφε το 1950. Η Χάισμιθ, όπως αναφέρει η ίδια, εντάχτηκε σε διαδικασία ψυχοθεραπείας για να βρεθεί «στην κατάσταση μιας γυναίκας που πρόκειται να παντρευτεί» αλλά συγχρόνως απεχθανόταν το ότι ένιωθε αναγκασμένη να κρύβει τον (σαφή) σεξουαλικό προσανατολισμό της από το κοινό. «Συνειδητά, δεν ντρέπομαι καθόλου για την ομοφυλοφιλία μου», έγραφε.
Σε κάποια άλλη σελίδα των ημερολογίων της, γράφει ότι «ο Αμερικανός άντρας δεν έχει ιδέα τι να κάνει με ένα κορίτσι από τη στιγμή που το κατακτά. Όχι τόσο επειδή είναι καταπιεσμένος από τους πουριτανικούς περιορισμούς που του έχουν κληροδοτηθεί: απλά δεν φαίνεται να έχει στόχους όσον αφορά το πλαίσιο μιας σεξουαλικής σχέσης». Σε κάποιο άλλο σημείο, περιγράφει μια αμήχανη απόπειρα σεξουαλικής συνεύρεσης με τον συγγραφέα Άρθουρ Κέστλερ ως «ένα μίζερο, άχαρο επεισόδιο».
Σαφώς πιο γόνιμη ήταν η σχέση της με τους χαρακτήρες των βιβλίων της. Γράφοντας το 1950 για την ηρωίδα του πρωτοποριακού «λεσβιακού» βιβλίου της "The Price of Salt" (γνωστού και ως «Κάρολ») το οποίο εξέδωσε χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο το 1952, αναφέρει στο ημερολόγια της και τα εξής: «Σήμερα ερωτεύτηκα τρελά την Κάρολ. Τι ωραιότερο πράγμα υπάρχει από το να αναλώνω τις δυνάμεις μου στη δημιουργία του χαρακτήρα της κάθε μέρα που περνά; Και τις νύχτες να νοιώθω την πιο γλυκιά εξάντληση. Θέλω να περνάω όλον τον καιρό μου, όλα μου τα βράδια μαζί της».
Τα ημερολόγια ανακαλύφτηκαν το 1995, λίγο καιρό μετά τον θάνατό της, υπό τη μορφή 56 σπιράλ σημειωματάριων (γύρω στις 8.000 σελίδες συνολικά) που βρέθηκαν καταχωνιασμένα πίσω από σεντόνια και πετσέτες σε μια ντουλάπα του σπιτιού της στο Τιτσίνο της Ελβετίας από την επιμελήτρια των βιβλίων της Anna Von Planta και τoν πληρεξούσιο της διαθήκης της Daniel Keel.
Έκτοτε βρίσκονται προς μελέτη στον χώρο των Ελβετικών Λογοτεχνικών Αρχείων. Σύμφωνα με την Von Planta που επιμελήθηκε την ανθολόγηση των ημερολογίων, η μεταγραφή και η επιμέλεια των χειρόγραφων αποτέλεσε τιτάνιο έργο, το οποίο έγινε ακόμα πιο δύσκολο εξαιτίας του γεγονότος ότι η Χάισμιθ διατηρούσε δύο ειδών χρονικά της ζωής της: σημειωματάρια σχετικά με την επαγγελματική της ζωή, όπου κατέγραφε ιδέες για την πλοκή και το ύφος των βιβλίων της, και ημερολόγια όπου έγραφε τις πιο ενδόμυχες προσωπικές της σκέψεις.
«Ήταν σα να κρατά διπλά βιβλία για την ίδια της την ζωή» λέει η επιμελήτρια της έκδοσης, δηλώνοντας ότι στόχος της ήταν να φωτιστούν ακόμα και οι πιο σκοτεινές πτυχές της προσωπικότητας της συγγραφέως που είχε αναφερθεί στο Ολοκαύτωμα ως «Ολοκαύτωμα και Σία» ("Holocaust Inc.") ή ως «ημικαύτωμα» ("semicaust") επειδή κάποιοι Εβραίοι είχαν διασωθεί.
Η έκδοση θα αποτελέσει έναν συνδυασμό των σημειωματάριων και των ημερολογίων, θα ακολουθεί χρονολογική σειρά και στις 650 σελίδες του θα περιλαμβάνονται σκίτσα και υδατογραφίες της Χάισμιθ. «Η ιδέα ήταν να δείξουμε το πώς η Πατρίσια Χάισμιθ έγινε η Πατρίσια Χάισμιθ», λέει η επιμελήτρια του βιβλίου, «επιτρέποντάς της να αφηγηθεί η ίδια τις σκέψεις, τις ανησυχίες, την δημιουργία του έργου της, με τα δικά της λόγια».
Με στοιχεία από τους New York Times
σχόλια