«Στην Αλβανία τρώγαμε ξύλο. Στην Ελλάδα φάγαμε ξύλο και ψωμί. Εσύ τι θα προτιμούσες;». Αυτά μου είπε ένας νεαρός Αλβανός, το καλοκαίρι του 1997, όταν για πρώτη φορά βρέθηκα στη γειτονική μας χώρα που ως τότε μου ήταν άγνωστη. Έκτοτε, αγάπησα την Αλβανία και δεν χάνω ευκαιρία να την επισκέπτομαι με όλες τις αφορμές. Ξέρω όμως ότι είμαι μειοψηφία.
Σπάνια συμβαίνει δύο γείτονες να είναι τόσο δίπλα και τόσο μακριά συνάμα. Οι Αλβανοί έμαθαν την Ελλάδα. Και την κακή αλλά και την καλή όψη της. Οι Έλληνες δεν ξέρουν διόλου την Αλβανία. Λέγανε μια εποχή, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο, ότι οι Ιταλοί δεν ξέρανε τι γίνεται ανατολικά της Τεργέστης. Έτσι και εδώ, ο Έλληνας δεν ξέρει τι είναι βόρεια των Ιωαννίνων και της Καστοριάς. Ο σεισμός αυτός, με τα εξίμισι Ρίχτερ και τα 50 θύματα, έφερε για πρώτη φορά τους Έλληνες δίπλα στους Αλβανούς, πιο κοντά ίσως απ' όλα όσα έγιναν αυτά τα 29 χρόνια της πρόσφατης συνύπαρξης των δύο λαών στην Ελλάδα. Χρειάζονται πολλά για να επουλωθούν τα τραύματα του παρελθόντος αλλά η ζωή –με τις δυστυχίες και τις ευτυχίες της– είναι επίμονη και δυνατότερη.
Το βαρύ φορτίο του 20ού αιώνα
Τα τραύματα των ελληνοαλβανικών σχέσεων ξεκινούν ευθύς με τη σύσταση του αλβανικού κράτους το 1913. Το αλβανικό έθνος ως πρώτη ύλη έχει την αλβανική γλώσσα. Δεν μπορούσε αλλιώς. Σε αντίθεση με το ελληνικό που μαγιά του έχει το ορθόδοξο γένος, Αλβανοί για τους Αλβανούς είναι οι αλβανόφωνοι, είτε είναι Ορθόδοξοι είτε Καθολικοί είτε Μουσουλμάνοι. Αυτή ήταν και η πρώτη σοβαρή ιστορική «παρεξήγηση» με τους Έλληνες. Πολύ σοβαρή όμως... Το αλβανικό έθνος βλέπει Αλβανούς όπου υπάρχει αλβανοφωνία, και το ελληνικό βλέπει Έλληνες όπου υπάρχει Ορθοδοξία. Τα δύο έθνη λοιπόν μιλούν σε διαφορετική συχνότητα και για τον λόγο αυτό θέλει δουλειά ώστε να αρθούν οι «παρεξηγήσεις».
Σε αντίθεση με το ελληνικό που μαγιά του έχει το ορθόδοξο γένος, Αλβανοί για τους Αλβανούς είναι οι αλβανόφωνοι, είτε είναι Ορθόδοξοι είτε Καθολικοί είτε Μουσουλμάνοι. Αυτή ήταν και η πρώτη σοβαρή ιστορική «παρεξήγηση» με τους Έλληνες. Πολύ σοβαρή όμως...
Τα σημερινά σύνορα της Αλβανίας ορίστηκαν το 1913, με ένα τμήμα του ελληνικού στρατού εντός της νέας επικράτειας. Η κυριαρχία του νεόδμητου αλβανικού κράτους σε εδάφη που η Ελλάδα θεωρούσε πως ήταν δικά της είχε ως αποτέλεσμα ένοπλη εξέγερση και την ανακήρυξη της «Αυτονομίας της Βορείας Ηπείρου». Ως την αποδοχή της Αλβανίας στην Κοινωνία των Εθνών το 1920, η Ελλάδα διεκδικεί με κάθε τρόπο τη «Βόρεια Ήπειρο», αλλά τελικώς δεν τα καταφέρνει. Αναγκάζεται έτσι να ζήσει ως μητέρα πατρίδα των Ελλήνων της Αλβανίας με ζωντανούς τους αλυτρωτικούς της πόθους, επίσημα ως τα μέσα του '80. Η πληθυσμιακή απίσχανση της μειονότητας λόγω της μετανάστευσης προς την Ελλάδα έχει εξ αντικειμένου μειώσει τη σημασία που έχει για την ελληνική πολιτική το «βορειοηπειρωτικό», ωστόσο το μέλλον της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία συνεχίζει να αποτελεί ακόμη ένα αγκάθι στις σχέσεις των δύο χωρών.
Την ίδια στιγμή, ο αλβανικός αλυτρωτισμός ψάχνει στην αλβανοφωνία στην Ελλάδα αιτίες για να υπάρχει. Οι Αρβανίτες της Στερεάς και της Πελοποννήσου δεν προσφέρονται φυσικά για τέτοιες σκέψεις καθώς ευθύς συναποτέλεσαν με τους υπόλοιπους Έλληνες τον εθνικό κορμό. Μια μόνη εξαίρεση υπήρχε: στον κορμό αυτόν ήταν εξαρχής ξένα σώματα οι Μουσουλμάνοι Αλβανοί. Το καλοκαίρι του 1944, με αφορμή τη συνεργασία της ηγεσίας των Τσάμηδων με τους κατακτητές, τα στρατεύματα του ΕΔΕΣ βρήκαν την ευκαιρία να εκκαθαρίσουν τη Θεσπρωτία από την ανεπιθύμητη μειονότητα.
Η στρατιωτική επιχείρηση των ανταρτών του Ναπολέοντα Ζέρβα σε βάρος των Αλβανών μουσουλμάνων σε μια ασύντακτη χώρα, όπως ήταν η Ελλάδα το καλοκαίρι του 1944, νομοθετήθηκε ως γενοκτονία στην Αλβανία το 1994. Έτσι η Αλβανία θυμάται την 27η Ιουνίου μια υποτιθέμενη γενοκτονία σε βάρος των ανθρώπων της, την ίδια στιγμή που η Ελλάδα αρνείται τα πάντα: η ελληνική αφήγηση είναι πως «οι Τσάμηδες φύγανε επειδή συνεργάστηκαν με τον εχθρό», λες και είναι δυνατό να έγιναν δωσίλογοι όλοι οι Μουσουλμάνοι Αλβανοί της Ελλάδας... Έκτοτε, το «τσάμικο» ζήτημα δηλητηριάζει τις σχέσεις των δύο κρατών τροφοδοτώντας τις αμοιβαία πιο αδιάλλακτες εθνικιστικές θέσεις. Αυτό που συνέβη το καλοκαίρι του '44 στη Θεσπρωτία φυσικά δεν ήταν γενοκτονία, δεν ήταν όμως και τίποτε. Εθνοκάθαρση ήταν, διά της έξωσης του μεγαλύτερου τμήματος του πληθυσμού και της εξόντωσης ενός άλλου.
Την 28η Οκτωβρίου 1940 η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο στην Αλβανία από τα εδάφη της οποίας εισέβαλε ο εχθρός. Ο αναγκαστικός νόμος της εμπολέμου κατάστασης προς την Αλβανία της 10ης Νοεμβρίου 1940 αποδείχθηκε πολύ ανθεκτικός. Μόλις το 1987 το υπουργικό συμβούλιο, κατόπιν εισήγησης του υπουργού Εξωτερικών Κάρολου Παπούλια, «αποφαίνεται και δηλώνει ότι ο χαρακτήρας της Αλβανίας ως εχθρικού κράτους έχει πάψει να υφίσταται».
Ωστόσο, σύμφωνα με το Ελληνικό Σύνταγμα, το εμπόλεμο το άρει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κι όχι το υπουργικό συμβούλιο. Η πλημμελής νομικά άρση του εμπολέμου εκ μέρους της Ελλάδας τροφοδοτεί έκτοτε στην Αλβανία έναν εθνικιστικό παροξυσμό που υπαγορεύει πως τάχα οι δύο χώρες βρίσκονται ακόμη σε πόλεμο. Δέκα χρόνια μετά την απόφαση του υπουργικού συμβουλίου, τον Μάρτιο του 1996 –κι ενώ στην Ελλάδα έχουν ήδη μετοικήσει περίπου μισό εκατομμύριο Αλβανοί– υπογράφεται στα Τίρανα το Σύμφωνο Φιλίας, Συνεργασίας, Καλής Γειτονίας και Ασφάλειας μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Δημοκρατίας της Αλβανίας.
Είναι ανόητο και υποβολιμαίο να θεωρεί κανείς ότι σε ένα τέτοιο περιβάλλον συνεχίζει να υφίσταται εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ των δύο κρατών. Υπάρχει ωστόσο ένα εύλογο ερώτημα: κι αυτό δεν είναι άλλο από το γιατί η Ελλάδα δεν άρει το εμπόλεμο με τον νομικά προσήκοντα τρόπο τόσα χρόνια, ώστε να μη δίνει λαβή στον αλβανικό παροξυστικό εθνικισμό. Η απάντηση δεν ανήκει στη σφαίρα της γεωπολιτικής αλλά σε αυτήν της οικονομίας.
Με τον αναγκαστικό νόμο του 1940 με τον οποίο κηρύσσονταν ο πόλεμος στην Αλβανία προβλεπόταν η μεσεγγύηση των αλβανικών περιουσιών στην Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ότι η εκμετάλλευση των αλβανικών περιουσιών επί ελληνικού εδάφους έφυγε από τον ιδιοκτήτη και πέρασε σε χέρια τρίτων προσώπων στα οποία παραμένει ως ότου λυθεί η διαφορά των μερών. Αυτό δυστυχώς υπάρχει ακόμη και σήμερα! Το καλοκαίρι του 2018, τα δύο κράτη είχαν φτάσει μια ανάσα από την επίλυση αυτού του προβλήματος, που ουσιαστικά σημαίνει αποζημίωση στους κυρίους των αλβανικών περιουσιών. Ωστόσο, τελικά δεν υπήρξε συμφωνία και αυτό είναι κρίμα.
Σήμερα
Τα αγκάθια του παρελθόντος πονάνε. Δεν λένε να βγούνε εύκολα. Ωστόσο, η πραγματικότητα σήμερα είναι τελείως διαφορετική. Πλέον, εφτακόσιες χιλιάδες Αλβανοί ζούνε στην Ελλάδα, ευτυχούν και δυστυχούν με τους υπόλοιπους Έλληνες και ποσώς ενδιαφέρονται για την τύχη των προπολεμικών αλβανικών περιουσιών. Εξάλλου, έχουν νέες αλβανικές περιουσίες κι οι Έλληνες χαίρονται σαν συναλλάσσονται μαζί τους γιατί είναι καλοπληρωτές και συχνά συνεπέστεροι των Ελλήνων. Η κρίση τους τσάκισε και κάποιοι απ' αυτούς είτε επέστρεψαν στα χωριά τους ή πάνε για άλλες πολιτείες στη Δύση. Το σίγουρο πάντως είναι ότι ακόμη κι η Ελλάδα της κρίσης είναι ασύγκριτα καλύτερα από την Αλβανία που ρημάζει.
Παρά το ότι στην εποχή της αλβανοφοβικής δίνης κάποιοι ανεγκέφαλοι φωνασκούσαν «Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ», οι Αλβανοί πλέον είναι οι συντριπτικά πρώτοι στα ποσοστά πολιτογραφήσεων και σίγουρα οι πιο ενσωματωμένοι μετανάστες στην ελληνική κοινωνία. Χρειάστηκαν μόνο εικοσιπέντε χρόνια από τότε που ήρθαν ώστε ακόμη κι ο όρος «μετανάστης» να περάσει στη λήθη για εκείνους. Πλέον, στο μυαλό του μέσου Έλληνα, άλλοι είναι οι "μετανάστες". Η πρώτη γενιά μοχθεί να δει τα παιδιά της στα ελληνικά πανεπιστήμια. Οι μεικτοί γάμοι πληθαίνουν. Οι ρακένδυτοι άνδρες που διαμόρφωσαν την καταφρονεμένη εικόνα του «Αλβανού» στη δεκαετία του '90 έχουν παντελώς ελληνοποιηθεί: πήραν τα κιλά τους, ξερόζιασαν κάπως τα χέρια τους, ψωνίζουν ακριβότερα και πλέον αυτό που τους διακρίνει από τους Έλληνες είναι μόνο η ιδιαίτερη αλβανική προφορά στα ελληνικά τους. Για τους ανθρώπους αυτούς, το παρελθόν υπάρχει αλλά σβήνει μέσα τους καταχωνιασμένο και βιασμένο από τις βιοτικές τους ανάγκες. Το μέλλον των παιδιών τους τούς νοιάζει.
Είναι αδιανόητο δύο χώρες σαν την Ελλάδα με την Αλβανία, με τέτοια εγγύτητα και τόσα θέματα που αφορούν το κοινό μέλλον των λαών τους, να συνεχίζουν να σπαταλούν το διπλωματικό τους κεφάλαιο για συμβάντα του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα. Ο σεισμός στο Δυρράχιο είναι μια καθοριστική στιγμή. Μια ευκαιρία. Αν τα δύο κράτη την αρπάξουν για να συνεννοηθούν, το μέλλον θα είναι καλύτερο.
Αρκούνε λοιπόν εξίμισι Ρίχτερ και πενήντα νεκροί;