Ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσπαθεί με κάθε τρόπο να πάει την ατζέντα εκεί όπου θέλει, αλλά η επικαιρότητα δεν τον αφήνει. Επιχειρεί να καλλιεργήσει την εικόνα μιας κυβέρνησης που έχει πιάσει δουλειά και μεταρρυθμίζει τη χώρα, φέρνει επενδύσεις, καινοτομεί και δημιουργεί κίνητρα για να επιστρέψουν οι νέοι επιστήμονες στην Ελλάδα. Για τον λόγο αυτό θέλησε να παραστεί ο ίδιος στην εναρκτήρια συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας και να μιλήσει για τη βούληση της κυβέρνησης να συνδεθεί η έρευνα με την οικονομία, γι' αυτό η κυβέρνηση παρουσίασε το πρόγραμμα «Ελλάδα Ξανά» για τον επαναπατρισμό επιστημόνων του brain drain.
Χειροπιαστά αποτελέσματα απ' όλα αυτά, όμως, για την ώρα δεν υπάρχουν. Ούτε νέες μεγάλες επενδύσεις γίνονται, ούτε οι επιστήμονες επιστρέφουν, ούτε η έρευνα και οι επιστήμες στην Ελλάδα αναβαθμίστηκαν. Αντιθέτως, τα πανεπιστήμια εξακολουθούν να βρίσκονται ‒τα περισσότερα τουλάχιστον‒ σε μια κατάσταση παρακμής λόγω υποχρηματοδότησης, και όχι μόνο. Επίσης, αντί να καθιερώνονται θεσμικά κανόνες αξιοκρατίας για τις διοικητικές θέσεις του Δημοσίου, όπως είχε προεκλογικά δεσμευτεί ο πρωθυπουργός, είδαμε και πάλι να δίνονται σε αποτυχημένους πολιτευτές και πολιτικούς γυρολόγους ως προϊόν συνδιαλλαγής.
Ωστόσο αυτός που δρα καταλυτικά στην ελληνική επικαιρότητα το τελευταίο διάστημα δεν είναι άλλος από τον Τούρκο Πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν, καθώς, από τις φραστικές απειλές, έχει περάσει στις πράξεις μετά το μνημόνιο που υπέγραψε με τον Σαράτζ της Λιβύης. Με την παράνομη και παράλογη αυτή συμφωνία, καταπατώντας κάθε έννοια διεθνούς δικαίου, επιχειρεί τώρα να αλλάξει και τον χάρτη της ανατολικής Μεσογείου, για να αποκτήσει η Τουρκία θαλάσσια σύνορα με τη Λιβύη, «εξαφανίζοντας» τα ελληνικά νησιά και τα ελληνικά ύδατα που βρίσκονται ανάμεσα στα δύο κράτη.
Όλα αυτά γίνονται για να εξαναγκάσει την Ελλάδα να μοιραστεί με την Τουρκία τον φυσικό της πλούτο, γιατί περί αυτού πρόκειται. Γι' αυτό και δήλωσε ικανοποιημένος που με το μνημόνιο Τουρκίας-Λιβύης «δέθηκαν τα χέρια της Ελλάδας, γι' αυτό τρελαίνονται».
Η ελληνική κυβέρνηση επιχειρεί να αντιμετωπίσει την κατάσταση μέσω της διπλωματικής οδού και σύμφωνα με τον νόμο. Βασικός σκοπός της, άλλωστε, είναι να μη δημιουργηθεί κλίμα πανικού στη χώρα. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ωστόσο, ότι η κοινή γνώμη μαθαίνει πολύ λιγότερα απ' όσα συμβαίνουν, καθώς τα περισσότερα γίνονται στο παρασκήνιο και λίγα δημοσιοποιούνται, με τους πολιτικούς να λένε ελάχιστα και επιλεκτικά. Το γεγονός είναι ότι η Τουρκία αυξάνει συνεχώς τις πιέσεις τις τελευταίες μέρες, προφανώς με σκοπό είτε να φέρει την Ελλάδα προ τετελεσμένων είτε να τη σύρει ακούσια σε μια διαπραγμάτευση με τους δικούς της όρους. Η κυβέρνηση προσπαθεί να βρει συμμάχους στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, ώστε να έχει υποστήριξη.
Είναι γνωστό ότι ο Ταγίπ Ερντογάν εδώ και χρόνια προσπαθεί να επιβάλει την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης, καθώς επιθυμεί να αλλάξει το νομικό καθεστώς και στο Αιγαίο και, κατά πολλούς αναλυτές, στη Θράκη. Πριν από λίγες μέρες ο Τούρκος Πρόεδρος μίλησε ξανά για αγορά τρίτου γεωτρύπανου που θα ενεργήσει στη θαλάσσια περιοχή που «μοίρασαν» με τη Λιβύη, νότια της Κρήτης (δηλαδή στα ελληνικά θαλάσσια ύδατα). Στις αρχές της εβδομάδας, μιλώντας στον κρατικό τηλεοπτικό σταθμό TRT, μπροστά σε ένα σκηνικό που είχε στηθεί ειδικά για την περίσταση (και την παράσταση), δείχνοντας έναν χάρτη της ανατολικής Μεσογείου, είπε: «Εδώ είναι η Κρήτη και τα σύνορά μας. Όπως βλέπετε, υπάρχει εδώ ένα σημείο όπου συναντάμε τη Λιβύη. Η περιοχή έως αυτό το σημείο είναι δική μας και μπορούμε να κάνουμε γεωτρήσεις...».
Ανέφερε, επίσης, ότι πριν από τη συμφωνία με τον Σαράτζ δεν υπήρχε τέτοιο σύνορο με τη Λιβύη. «Τώρα, όμως, ο χώρος πάνω από αυτό μάς ανήκει» είπε προκλητικά, δηλώνοντας ότι η Τουρκία μπορεί να δραστηριοποιηθεί σε αυτές τις περιοχές. «Βεβαίως, κάποιοι θα ενοχληθούν. Αυτό είναι άλλη υπόθεση» είπε στο ίδιο προκλητικό ύφος και επανέλαβε πως η Άγκυρα θα αγοράσει άλλο ένα γεωτρύπανο. Όλα αυτά γίνονται για να εξαναγκάσει την Ελλάδα να μοιραστεί με την Τουρκία τον φυσικό της πλούτο, γιατί περί αυτού πρόκειται. Γι' αυτό και δήλωσε ικανοποιημένος που με το μνημόνιο Τουρκίας-Λιβύης «δέθηκαν τα χέρια της Ελλάδας, γι' αυτό τρελαίνονται».
Η ελληνική κυβέρνηση έκανε τα ενδεδειγμένα, ζητώντας από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ να καταδικάσει την παράνομη συμφωνία της Τουρκίας με την Λιβύη και να καλέσει τα δύο κράτη να αποφύγουν ενέργειες που παραβιάζουν τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και κλιμακώνουν την ένταση στην περιοχή. Επίσης, συγκλήθηκε για πρώτη φορά στο υπουργείο Εξωτερικών το Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής υπό τον Νίκο Δένδια, ώστε να ενημερωθούν τα κόμματα της αντιπολίτευσης για τις κινήσεις της ελληνικής κυβέρνησης και τις συζητήσεις με τις άλλες χώρες. Όσο για τη Σύνοδο Κορυφής, η μόνη προσδοκία του πρωθυπουργού εξαρχής ήταν να υπάρχει στα συμπεράσματα της συνόδου μια φραστική καταδίκη της Τουρκίας, καθώς η Γερμανία είναι αντίθετη να αποφασιστούν κυρώσεις για την Τουρκία με τη δικαιολογία ότι αν πιεστεί (η Τουρκία), θα πάει στην «άλλη πλευρά».
Ο Νίκος Δένδιας ενημέρωσε και τους υπουργούς Εξωτερικών της Ευρώπης, επιδιώκοντας τη ρητή καταδίκη της Τουρκίας και τη δημιουργία πλαισίου κυρώσεων. Η Ελλάδα προσπαθεί να πιέσει τις δυτικές κυβερνήσεις με τις οποίες συνομιλεί η κυβέρνηση του Φαγιέζ αλ Σαράτζ της Λιβύης, ώστε να τον πιέσουν κι εκείνες με τη σειρά τους, αν και όλοι γνωρίζουν ότι ο Σαράτζ «αναγκάστηκε» από την Τουρκία να κάνει όσα έκανε. Αυτό που δεν είναι ξεκάθαρο είναι οι θέσεις της πολιτικής ηγεσίας πάνω στο θέμα, καθώς τα τελευταία χρόνια αφενός οι κυβερνήσεις δεν έχουν προχωρήσει στο θέμα της ΑΟΖ, αφετέρου η Ελλάδα από το 2014 έχει παραχωρήσει θαλάσσια οικόπεδα νότια της Κρήτης σε κοινοπραξία στην οποία συμμετέχουν τα ΕΛ.ΠΕ., η γαλλική Total και η αμερικανική ExxonMobil, γεγονός που εξαγριώνει τον βουλιμικό Ερντογάν, που θέλει μερίδιο.
Τον περασμένο Μάρτιο ο πρώην υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Κοτζιάς, σε ομιλία του στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών είχε υποστηρίξει, ξαφνιάζοντας τους πάντες και προκαλώντας πλήθος αντιδράσεων, ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να είναι μοναχοφάης αλλά να έχει και η Τουρκία έσοδα από τον ενεργειακό πλούτο της ανατολικής Μεσογείου. Βέβαια, η Τουρκία έχει αποδείξει επανειλημμένα ότι επιδιώκει μερίδιο από τον ενεργειακό πλούτο που βρίσκεται εντός των ελληνικών συνόρων και δεν περιορίζεται σε αυτά που δικαιούται με βάση το διεθνές δίκαιο. Ο κ. Κοτζιάς είχε αναφερθεί τότε και στο Καστελόριζο και πολλοί αναρωτήθηκαν αν προετοιμάζει την κοινή γνώμη για κάτι. «Αν νομίζετε, όπως μερικοί στην Ελλάδα, ότι η Τουρκία, με χιλιάδες μίλια, δεν έχει ΑΟΖ, δεν έχει τίποτα, και όλη η ΑΟΖ είναι, ξέρω 'γω, το Καστελόριζο, ότι έχει το 100%, όλη την περιοχή, κάνετε λάθος. Τα πράγματα θέλουν προσοχή, φιλική πολιτική, διεθνές δίκαιο και να τον βάζεις και τον άλλο στο παιχνίδι, για να τον κατευνάζεις». Η συγκεκριμένη πολιτική κατευνασμού, ωστόσο, που ακολούθησε τόσο η προηγούμενη κυβέρνηση όσο και αυτή δεν φαίνεται να έχει ως τώρα τα επιθυμητά αποτελέσματα, όπως έδειξε η επιθετική κίνηση Ερντογάν με τη Λιβύη.
Τα ίδια περί τουρκικών δικαιωμάτων στη Μεσόγειο είχε πει πάνω-κάτω και ο Γιώργος Κατρούγκαλος εκείνη την περίοδο, γι' αυτό δέχτηκε και τις ευχαριστίες του Τσαβούσογλου. «Όσον αφορά το θέμα των υδρογονανθράκων, ο Γιώργος είπε ότι δεν πρέπει να αποκλειστεί η Τουρκία. Τον ευχαριστούμε για το θετικό του μήνυμα» είχε πει ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, αναφέροντας ότι «κανένα πρότζεκτ, στο οποίο δεν συμπεριλαμβάνεται η Τουρκία, δεν είναι ρεαλιστικό». Η δήλωση αυτή είχε προκαλέσει την αντίδραση της ΝΔ, με τον Γιώργο Κουμουτσάκο να δηλώνει ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα ζητήσει εξηγήσεις για όσα υπονοεί ο Γ. Κατρούγκαλος με τις δηλώσεις αυτές. Σήμερα, ωστόσο, υπάρχουν πολλά στελέχη και της κυβέρνησης της ΝΔ που θολώνουν τα νερά, χωρίς να είναι καθαρό ποιες είναι οι θέσεις της σε αυτό το θέμα. Είναι βέβαιο ότι υπάρχουν στελέχη και στη ΝΔ που σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο. Πιο βέβαιο είναι, όμως, ότι ακόμα και η παραμικρή υποχώρηση από τις θέσεις που είχε η Ελλάδα ως τώρα δεν θα μπορούσε να περάσει από μία μονοκομματική κυβέρνηση. Σε κάθε περίπτωση, αν ο Ερντογάν κλιμακώσει περαιτέρω τις προκλήσεις του, θα χρειαστεί «εθνική συνεννόηση».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO