Κάπου στα μέσα των '90s, σε ηλικία 9-10 χρονών –δεν θυμάμαι ακριβώς–, οι γονείς μου αποφάσισαν να με πάνε σε φημισμένη παιδοψυχολόγο, η οποία κατοικοέδρευε στην Αθήνα αλλά έκανε συχνά-πυκνά «εξτραδάκια» στην επαρχία όπου μεγάλωσα. Είχαν αντιληφθεί μάλλον ότι κάτι «δεν πήγαινε καλά» με μένα και θεώρησαν ότι με αυτό τον τρόπο θα αντιμετωπιστεί το «πρόβλημα». Έχοντας λοιπόν κατά νου, σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, ότι ο λόγος της επίσκεψής μας είναι ο επαγγελματικός μου προσανατολισμός (!), βρέθηκα σε ένα γραφείο με τους ίδιους παρόντες, και την «ειδικό» να μου λέει κατάμουτρα, μετά από δέκα λεπτά συζήτησης, ότι όλα είναι καλά με μένα εκτός από το γεγονός πως «έχω κάποιες συνήθειες που κάνουν οι πούστηδες». Αυτή είναι ίσως μία από τις δύο-τρεις πιο ισχυρές αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας, όπως και τα κλάματα που ακολούθησαν, πάντα μπροστά στους γονείς μου.
Μπορεί αυτή η περιγραφή να φαίνεται τερατώδης με τα σημερινά δεδομένα, αλλά η αποπαθολογιοποίηση της ομοφυλοφιλίας και γενικότερα της queer εμπειρίας από τους ειδικούς ψυχικής υγείας δεν είναι δεδομένη, ακόμα και σήμερα. Σαφώς θα έπρεπε να είχε αφαιρεθεί η άδεια άσκησης επαγγέλματος από τη συγκεκριμένη ψυχολόγο που έλαχε στον δρόμο μου, αλλά ο ιδρυματισμός που υφίσταται, σχεδόν 25 χρόνια μετά, η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα στην Ελλάδα από ψυχολόγους, ψυχιάτρους και άλλους επαγγελματίες, σε πολλές περιπτώσεις καλά κρατεί. Γι' αυτό λοιπόν η είδηση εισαγωγής μαθήματος για τις έμφυλες ταυτότητες και γενικότερα για τα ΛΟΑΤΚΙ+ ζητήματα, κατ' ουσίαν οι εξαιρετικά διαδεδομένες στο εξωτερικό gender studies (που σε τμήματα Κοινωνιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας υπάρχουν εδώ και καιρό και στη χώρα μας), για πρώτη φορά σε ελληνικό τμήμα Ψυχολογίας, αυτό του Παντείου, αποτελεί σημείο τομής για την ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα, αλλά και για την προάσπιση των ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιωμάτων στη χώρα μας. Γιατί, ως γνωστόν, όλες οι μεγάλες κατακτήσεις ξεκινούν από την εκπαίδευση, οπότε οι μελλοντικοί ειδικοί ψυχικής υγείας οφείλουν να είναι καταρτισμένοι για ζητήματα που σίγουρα θα αντιμετωπίσουν στην επαγγελματική τους πορεία.
Τα τμήματα Κοινωνικής Εργασίας και Ψυχολογίας δουλεύουν απευθείας με ανθρώπους. Επίσης έρχονται από μία παράδοση, ειδικά το τμήμα Ψυχολογίας, παθολογιοποίησης (της ΛΟΑΤΚΙ+ εμπειρίας). Το μάθημα αυτό έρχεται σχεδόν σε αντίθεση με αυτήν τη μέχρι τώρα «παράδοση», με τον τρόπο με τον οποίο προσέγγιζε ως τώρα η συγκεκριμένη επιστήμη αυτές τις έννοιες.
Με αυτές τις σκέψεις επέστρεψα, μετά από αρκετά χρόνια, σε φοιτητικά έδρανα για να παρακολουθήσω, μια Πέμπτη μεσημέρι στο Πάντειο, μία από τις παραδόσεις της Νάνσυς Παπαθανασίου και της Έλενας Όλγας Χρηστίδη. Γνωρίζοντας ότι πρόκειται για μάθημα επιλογής που διδάσκεται ένα τρίωρο την εβδομάδα, σε προπτυχιακό επίπεδο, περίμενα να συναντήσω καμιά εικοσαριά μάξιμουμ άτομα, προερχόμενα κυρίως από την ίδια τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα. Αντ' αυτού εξεπλάγην αντικρίζοντας μια κατάμεστη αίθουσα με τουλάχιστον 70 σπουδαστές από διαφορετικά έτη, ακόμα κι από άλλες σχολές, που απλά έρχονται για να παρακολουθήσουν το μάθημα, όπως μου επιβεβαίωσαν αργότερα οι διδάσκουσες, καθώς δεν είχαν ακόμα ολοκληρωθεί οι δηλώσεις των μαθημάτων του εξαμήνου για να γνωρίζουμε τον ακριβή αριθμό τους. Η συντριπτική πλειονότητα των φοιτητών ήταν cis γυναίκες – πράγμα που ωστόσο έχει να κάνει και με τη γενικότερη ποσόστωση των φοιτητών του τμήματος Ψυχολογίας.
Πώς έφτασε το μάθημα στο Πάντειο
Η Νάνσυ Παπαθανασίου, PhD είναι κλινική ψυχολόγος και διδάσκει πλέον στο Πάντειο και στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής. Μαζί με την ψυχολόγο Έλενα Όλγα Χρηστίδη, την έτερη διδάσκουσα του μαθήματος, είναι υπεύθυνες του επιστημονικού φορέα Orlando LGBT+, που ασχολείται εξειδικευμένα με την ψυχική υγεία των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων. Διακριτή στο όλο εγχείρημα είναι και η συμμετοχή του Παναγιώτη Κορδούτη, προέδρου του τμήματος Ψυχολογίας και του ανθρώπου που στην ουσία πέρασε το μάθημα στο τμήμα, το στήριξε και το έβαλε στο πρόγραμμα σπουδών.
«Όλη η ιστορία ξεκίνησε πέρσι τον Σεπτέμβρη, όταν στο τμήμα Κοινωνικής Εργασίας του ΠαΔΑ μπήκε το αντίστοιχο μάθημα. Το προτείναμε και πιο πριν, αλλά δεν υπήρχε ποτέ ανοιχτή πόρτα για να συζητηθεί επίσημα και να ακολουθηθούν οι διαδικασίες. Το πέρασε η τότε πρόεδρος του ΠαΔΑ, η Κατερίνα Μανιαδάκη, με τη στήριξη του συλλόγου, μετά από πρόταση φοιτητών, ενώ το περίγραμμα του μαθήματος έγινε από τον τότε φοιτητή του τμήματος, Θεοδόση Γκελτή. Έψαχνε να βρει κάποιον να μπορέσει να το διδάξει. Δεν έβρισκε άνθρωπο που να έχει τα τυπικά ούτε τα ουσιαστικά προσόντα. Εξειδικευμένη γνώση δηλαδή. Τότε βρήκε το Orlando στο Facebook. Στην αρχή το μάθημα το τρέξαμε εθελοντικά» περιγράφουν οι δύο διδάσκουσες, συμπληρώνοντας η μία την άλλη, όπως και καθ' όλη τη διάρκεια της συζήτησής μας, με αξιοθαύμαστη επικοινωνία και σύμπνοια που είναι εξάλλου εμφανής και στη διάρκεια της παράδοσης του μαθήματος, την οποία κάνουν επίσης από κοινού, χωρίς να έχουν χωρίσει ενότητες και θεματικές – τουλάχιστον όχι στο τρίωρο που παρακολούθησα εγώ.
Μάθημα απαραίτητο για τους ειδικούς ψυχικής υγείας
«Τα τμήματα Κοινωνικής Εργασίας και Ψυχολογίας δουλεύουν απευθείας με ανθρώπους. Επίσης έρχονται από μία παράδοση, ειδικά το τμήμα Ψυχολογίας, παθολογιοποίησης (της ΛΟΑΤΚΙ+ εμπειρίας). Το μάθημα αυτό έρχεται σχεδόν σε αντίθεση με αυτήν τη μέχρι τώρα "παράδοση", με τον τρόπο με τον οποίο προσέγγιζε ως τώρα η συγκεκριμένη επιστήμη αυτές τις έννοιες» εξηγεί η Ν. Παπαθανασίου. «Τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα έχουν υποστεί ακραία παθολογιοποίηση και ιδρυματισμό από ειδικούς ψυχικής υγείας, πράγμα που συμβαίνει μέχρι και σήμερα» συμπληρώνει η E. O. Χρηστίδη, καθώς προσπαθούν να μου περιγράψουν γιατί το μάθημα είναι απαραίτητο στο συγκεκριμένο τμήμα.
Η ομοφυλοφιλία αφαιρέθηκε εξολοκλήρου και από την ICD (τη Διεθνή Ταξινόμηση Ασθενειών) το 1992, ενώ είχε ήδη αφαιρεθεί από το DSM (το αμερικανικό Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών). Η ταυτότητα φύλου αφαιρέθηκε από το ICD τον περασμένο Μάιο. «Παρόλ' αυτά υπάρχουν πολλοί ψυχίατροι που δεν μιλάνε ούτε καν με όρους δυσφορίας φύλου, αλλά διαταραχής φύλου, που μας πάει ακόμα πιο πίσω» καταλήγουν.
Πώς δομήθηκε η ύλη
Τι σημαίνει όταν ένα άτομο αυτοπροσδιορίζεται ως μη δυϊκό (non-binary); Γιατί λέμε ότι ο όρος «τρανς» είναι όρος ομπρέλα; Ποια σχέση έχει ο σεξουαλικός προσανατολισμός με την ταυτότητα φύλου και σε τι διαφέρει η έκφραση φύλου; Γιατί έχουν σημασία όλες αυτές οι ορολογίες και γιατί πρέπει οι ειδικοί ψυχικής υγείας να είναι προσεκτικοί στη χρήση τους; Αυτά είναι λίγα μόνο από τα ερωτήματα που οι διδάσκουσες προσέγγισαν κατά τη διάρκεια του μαθήματος, έχοντας σταθεί μάλιστα για πολύ περισσότερη ώρα στα ζητήματα ταυτότητας φύλου (που ενδεχομένως θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι και τα πιο δυσνόητα στο cis κοινό), σε σχέση με τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Έχοντας πετύχει την παράδοση που σχετίζεται με τη ΛΟΑΤΚΙ+ ορολογία, μέσα σε τρεις ώρες άκουσα συγκεντρωμένα πράγματα που ψάχνω μόνος μου εδώ και χρόνια για τα άρθρα μου αλλά και για τη γενικότερη επίβλεψη των LGBT+ θεμάτων στη LiFO. Μάλιστα, ζώντας ο ίδιος μέσα στην κοινότητα κι έχοντας συχνότατα βρεθεί στη θέση να εξηγώ τι σημαίνει τρανς άτομο και ότι δεν σχετίζεται απαραίτητα με την ομοφυλοφιλία, είμαι σε θέση να επιβεβαιώσω ότι η διάκριση σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας και έκφρασης φύλου είναι σημεία που ακόμα και τα ίδια τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα συχνότατα δεν γνωρίζουν.
«Κοινωνικοπολιτικά στην Ελλάδα έχει γίνει τα τελευταία χρόνια ένα βήμα μπρος κι ένα πίσω για τα τρανς άτομα: πέρασε η ΝΑΤΦ αλλά έχει τεράστια κενά» αναφέρει η Ε. Ο. Χρηστίδη σχετικά με την εστίασή τους στα τρανς ζητήματα. «Τεράστιος κακοποιητικός λόγος αναπτύχθηκε τότε, στη Βουλή, από ειδικούς ψυχικής υγείας κι από μερίδα ΜΜΕ. Έτσι κι αλλιώς η δική μας προσέγγιση βασίζεται στην επίδραση των διακρίσεων στην ψυχική υγεία. Και φυσικά, πιο πρόσφατα, η καταψήφιση από την κυβέρνηση της συμπερίληψης της ταυτότητας φύλου, των χαρακτηριστικών φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού στη συνταγματική αναθεώρηση και στην προστασία από τις διακρίσεις. Αυτά είναι πράγματα που αφορούν άμεσα τους ειδικούς ψυχικής υγείας και φυσικά έχουν τεράστια επίδραση στη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα».
«Ξεκινήσαμε λοιπόν (το μάθημα) με βασικά σημεία ιστορίας παθολογιοποίησης και αποπαθολογιοποίησης, για να ξέρουμε ποια είναι τώρα τα επιστημονικά δεδομένα, αλλά και από πόσα κύματα έχει περάσει η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, τι περιθωριοποίηση έχει δεχθεί και πόσο τεράστια λάθη έχει κάνει η επιστημονική κοινότητα» συνεχίζει η Ν. Παπαθανασίου. «Βασική ορολογία λοιπόν, σύνδεση όλων αυτών με τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη συνηγορία. Πιάνουμε και κομμάτια διαθεματικότητας και διαφορετικών προσεγγίσεων. Δεν μπορούμε να μη μιλήσουμε για ομόφυλη γονεϊκότητα, για LGBT+ πρόσφυγες, για εργασία στο σεξ, για HIV+. Κομμάτια που έχουν συνδεθεί με τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, την αφορούν άμεσα και προσπαθούμε να τα αναφέρουμε έστω και λίγο σε ένα κοινό πλαίσιο, γιατί πάντα ακολουθούμε διαθεματική προσέγγιση. Επίσης ΛΟΑΤΚΙ+ παιδιά στο σχολείο, ομοφοβικός εκφοβισμός, για τον οποίο μόνο τα τελευταία χρόνια έχουμε αρχίσει να μιλάμε με αυτούς τους όρους. Δεν αναφερόμασταν ποτέ στα ομοφοβικά και τρανσφοβικά χαρακτηριστικά του bullying, πράγμα που οφειλόταν σε όλα τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις που ξεκινούσαν από τους ίδιους τους ειδικούς ψυχικής υγείας που ασχολούνταν με το θέμα τα προηγούμενα χρόνια».
«Αναγνωρίζοντας ότι μία από τις μεγαλύτερες περιθωριοποιήσεις και παθολογιοποιήσεις που δέχεται η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα είναι σε βάρος των τρανς ατόμων, γίνεται ξεχωριστή αναφορά σε ζητήματα ταυτότητας φύλου και συμπεριληπτικών πρακτικών, είτε στο σχολείο, σε τρανς παιδιά, είτε για ενήλικα τρανς άτομα, τρανς γονείς» καταλήγει η Ε. Ο. Χρηστίδη. «Ο φόβος για την τρανς ταυτότητα λειτουργεί συχνά και σαν δούρειος ίππος για τους ειδικούς ψυχικής υγείας, για να περάσουν μια "κανονικοποιητική" προσέγγιση όταν δουλεύουν με παιδιά και εφήβους, ακόμα και σε θέματα σεξουαλικού προσανατολισμού. Και οι αυθαίρετες συνδέσεις που γίνονται ανάμεσα στον σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα και την έκφραση φύλου, είναι μια καθημερινότητα και για το επάγγελμα και στον δημόσιο λόγο».
Κατά τη διάρκεια της παράδοσης οι διδάσκουσες χρησιμοποιούν όλα τα γένη, αποδεικνύοντας έμπρακτα πως οι ίδιες έχουν υιοθετήσει τη σωστή ορολογία, πράγμα συχνά απαγορευτικό, τόσο στον γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο, ειδικά λόγω των ιδιαιτεροτήτων της ελληνικής γλώσσας. Πόσο εύκολο ήταν για εκείνες να το καταφέρουν; «Χρειάζεται να το κάνουμε. Οι λέξεις έχουν σημασία διότι έτσι προλαμβάνεις τις έμμεσες διακρίσεις. Αν εγώ συνέχεια απευθύνομαι σε αρσενικό φύλο, αυτό είναι μία έμμεση διάκριση. Δεν στέκομαι εκείνη την ώρα ευθέως σεξιστικά απέναντι σε γυναίκες συναδέλφισσες ή σε non-binary άτομα αλλά λέω ότι ουσιαστικά, πάντα ο κυρίαρχος λόγος θα είναι στο αρσενικό. Ο κυρίαρχος λόγος δεν θα είναι πάντα στο αρσενικό, ούτε μόνο σε αρσενικό. Θα είναι όσο μπορούμε και στο θηλυκό και στο ουδέτερο. Έτσι προδιαθέτεις το άτομο που είναι απέναντί σου να νιώσει πιο ευπρόσδεκτο στη συζήτηση».
Απορίες, κυρίαρχες στρεβλώσεις και ανταπόκριση από τους φοιτητές
Μια κάπως άβολη στιγμή στη διάρκεια της παράδοσης ήταν όταν (διαβασμένος, κατά τα φαινόμενα) φοιτητής αντέδρασε, εκφράζοντας, εντελώς πολιτισμένα και κόσμια, έναν αντίλογο και πηγαίνοντας ουσιαστικά κόντρα στην «αυθεντία» των διδασκουσών. «Ήταν τόσο ανακουφιστικό γιατί την έκανε πολύ γλυκά την ερώτηση» θα μου πει έπειτα η Ν. Παπαθανασίου. «Ήταν ορατή η αμηχανία του, εγώ δεν ένιωσα καμία επιθετικότητα, το αντίθετο, είχε μια φροντίδα και μία ενσυναίσθηση. Κάποιος είπε αυτό που ξέρουμε ότι σκέφτονται. Αισθάνθηκε ασφαλής για να το πει και να πάει η συζήτηση ένα βήμα παρακάτω. Σε άλλα πλαίσια, ειδικά από συναδέλφους, έχουν γίνει αντίστοιχες παρατηρήσεις αλλά με εντελώς διαφορετικό τρόπο, ύφος και διάθεση. Γι' αυτό δεν γίνεται να μην κάνουμε συζήτηση. Αν δεν το κάνουμε, ακυρώνουμε την ουσία του μαθήματος. Παρότι το εξάμηνο είναι ταλαιπωρημένο, λόγω των καταλήψεων, εξακολουθούν κι έρχονται, λόγω της ίδιας της διεργασίας που έχει σημασία».
«Θέλουμε να δημιουργούμε έναν ασφαλή χώρο. Αν δεν συζητήσουμε στο ακαδημαϊκό πλαίσιο ακόμα και τα κακοποιητικά στοιχεία και τις στρεβλώσεις, να τα αποκαλύψουμε και βέβαια να τα αποδομήσουμε, πώς θα γίνει αυτό παραέξω;» αναρωτιέται εύλογα η Ε. Ο. Χρηστίδη. «Σημαντικό κομμάτι είναι ότι κι εμείς παρουσιαζόμαστε, και ακαδημαϊκά αλλά και στην καθημερινή μας πρακτική και στον δημόσιο λόγο μας, με όλες μας τις ταυτότητες. Είμαστε ειδικοί ψυχικής υγείας που δουλεύουμε κυρίως με αυτά τα ζητήματα και ταυτόχρονα είμαστε μέλη της κοινότητας. Αυτό βέβαια δημιουργεί πολλά κύματα αντιδράσεων προς εμάς. Διπλά στερεότυπα, υποτίμηση της επιστημονικής ιδιότητας λόγω της ομοφοβίας, αλλά και το αντίθετο, να σβήνεται η μία ταυτότητα όταν ισχυροποιείται η άλλη. Εμείς θέλουμε να δώσουμε βάση στις αρχές της κοινοτικής ψυχολογίας και στη συμπερίληψη. Για εμάς είναι αυτονόητο ότι οι ειδικοί ψυχικής υγείας που ασχολούνται εξειδικευμένα με αυτά τα ζητήματα, αν τυγχάνουν να είναι μέλη της κοινότητας, είναι σημαντικό να είναι out με όλες τους τις ταυτότητες».
Ποιες είναι όμως οι βασικές στρεβλώσεις σε όσα (θεωρούν ότι) γνωρίζουν οι φοιτητές και πόσο εύκολο είναι να αλλάξουν όσα εκφράζονται λανθασμένα; «Το βασικότερο όλων είναι η παθολογιοποίηση που έχει πολλές πλευρές» επιμένει σχετικά η Ε. Ο. Χρηστίδη. «Στον δημόσιο λόγο των Ελλήνων ειδικών ψυχικής υγείας, δεν θα ακούσεις –μιλώ κατά πλειοψηφία– συχνά πλέον να λένε ότι "η ομοφυλοφιλία είναι μια διαταραχή στην ανάπτυξη" ή "η τρανς ταυτότητα φύλου αποτελεί ψυχική διαταραχή". Θα ακούσεις όμως πολλή επιχειρηματολογία και ερμηνεία σε ζητήματα σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου που έχουν ξεκάθαρα παθολογιοποιητικό υπόθαβρο. Για παράδειγμα ερμηνείες όπως "γιατί έγινε κάποιο άτομο γκέι", "από πού προέκυψε η τρανς ταυτότητα ενός ατόμου", η αλληλεπίδραση των σχέσεων με τους γονείς, αυτό το κομμάτι των ερμηνειών, ειδικά όταν έρχεται σε ένα πλαίσιο όπου πρωτοσυζητάς αυτά τα ζητήματα – δεν μιλάω για την προσωπική διερεύνηση που μπορεί να θέλει να κάνει ένα άτομο, αν έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο στη θεραπεία του, όπου και πάλι δεν θα μιλούσαμε για ερμηνεία. Μιλάω για την ξεκάθαρη ερμηνεία αυτών των ζητημάτων με τρόπο που δεν γίνεται ούτε για τις cis ούτε για τις στρέιτ ταυτότητες».
«Η βασική στρέβλωση είναι ότι πολλοί φοιτητές και ειδικοί ψυχικής υγείας δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι οι ταυτότητες αυτές έχουν αποπαθολογιοποιηθεί» συνοψίζει η Ν. Παπαθανασίου. «Μας είναι πολύ σαφές αυτό. Ακόμα κι αν το έχουν συνειδητοποιήσει, δεν το έχουν εντάξει σε ένα σύστημα σκέψης που να τις αντιλαμβάνεται ως αποπαθολογιοποιημένες. Μπορεί να το ξέρουν γνωστικά, αλλά συνεχίζουν να μιλάνε με έναν παθολογιοποιητικό τρόπο. Μας έχει τύχει να ακούσουμε σε ομιλίες του 2019 ορολογία του 1980. Τι σημαίνει όταν ουσιαστικά κάτι δεν θεωρείται παθολογία; Θα πω ένα παράδειγμα. Μας στέλνουν συχνά μέιλ ζητώντας τη γνώμη μας για διάφορους ερευνητικούς σχεδιασμούς. Είναι παθολογιοποιητικό να πεις ότι πας να μελετήσεις την προσωπικότητα των τρανς ανθρώπων, με τεστ προσωπικότητας, χωρίς να βάλεις μέσα διακρίσεις και κοινωνικούς παράγοντες. Είναι σαν να λες ότι περιμένεις να βρεις κάτι. "Πείστε με ότι είστε ΟΚ". Είναι σαν να λες ότι πας να μελετήσεις με τεστ προσωπικότητας τους Αλβανούς. Κάτι τέτοιο μπορεί να ήταν valid το 1950. Όταν τίθεται το 2019, έχει ξεκάθαρα τρανσφοβική βάση. Δεν είναι δυνατόν το 2019 να συζητάμε ακόμα για τα παιδιά που μεγαλώνουν με ομόφυλους γονείς, τη στιγμή που ο συντριπτικός όγκος των σχετικών επιστημονικών ερευνών έχει πάρει σαφή θέση. Είναι κακοποίηση της επιστήμης αυτό».
Τελικά η Ν. Παπαθανασίου συνάγει ότι το Πάντειο είναι προνομιακός χώρος σε σύγκριση με άλλα πανεπιστήμια. «Έχει δημιουργηθεί ένα πλαίσιο όπου τα άτομα είναι πολύ πιο εξοικειωμένα με έννοιες όπως το προνόμιο, οι διακρίσεις, τα στερεότυπα. Είναι δυνάμει πιο φιλόξενο. Οι σχολές έχουν ένα κλίμα το οποίο αλλάζει μέσα στα χρόνια». «Δεν είναι τυχαίο ότι ξεκίνησε από εδώ το μάθημα και όχι από άλλο τμήμα ψυχολογίας» κρίνει η Ε. Ο. Χρηστίδη.
Βασικό ζητούμενο: Πώς θα εξεταστεί το μάθημα
Καθώς όμως το μοτίβο του μαθήματος είναι καθαρά διαδραστικό και βασίζεται πρωτίστως στην αλληλεπίδραση και την κουβέντα με τους φοιτητές και όχι στη στείρα επίδειξη γνώσης, αναρωτήθηκα πώς θα εξεταστεί στο τέλος του εξαμήνου. «Το αντιμετωπίσαμε αυτό το ζήτημα ήδη στο τμήμα Κοινωνικής Εργασίας» επιβεβαιώνει η Ν. Παπαθανασίου. «Υπάρχει ένα τεράστιο, προβληματικό κομμάτι με το ελληνικό πανεπιστήμιο. Φοιτητές και φοιτήτριες που ενδιαφέρονται δεν μπορούν να έρθουν για πρακτικούς λόγους. Δεν είναι ένα μάθημα που θα μπορούσαμε να δώσουμε σημειώσεις να διαβάσουν και να τα καταλάβουν, τότε δεν θα κάναμε όλη αυτήν τη συζήτηση». «Όχι γιατί είναι τόσο σύνθετα αυτά τα ζητήματα, αλλά γιατί τα στερεότυπα είναι τόσο καλά εγκατεστημένα» διευκρινίζει η Ε. Ο. Χρηστίδη.
«Μένουμε λοιπόν σε ό,τι έχουμε προλάβει να πούμε στο πλαίσιο του μαθήματος και ξεκινάμε από τα βασικά. Καλές πρακτικές, στοιχεία αποπαθολογιοποίησης, και από την ιστορία των κινημάτων και από το σήμερα, βασικά σημεία ορολογίας, βασικά σημεία για το πώς πρέπει ένας επαγγελματίας ψυχοκοινωνικής υποστήριξης να υποδεχτεί τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα και πώς θα τα υποστηρίξει ή θα τα παραπέμψει. Βασικά σημεία που δεν είναι καθόλου αυτονόητα στο πεδίο. Το σπουδαιότερο για εμάς είναι η αποπαθολογιοποίηση, αλλά αντιλαμβανόμαστε ότι για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο όλοι μας, που κουβαλάμε εσωτερικευμένα στερεότυπα, θέλει πολλή προσωπική δουλειά. Θέλουμε ένα πράγμα. Να φύγουν από τη θέση της πλήρους βεβαιότητας και του παντογνώστη. Να κρατήσουν μία αμφιβολία. Οι ανάγκες βέβαια είναι πολύ μεγαλύτερες. Και βέβαια, αν μιλήσουμε σε πλαίσιο ακαδημαϊκό, είναι υποχρεωτικό αυτό το μάθημα και σε όλα τα τμήματα ψυχικής υγείας, κοινωνικής εργασίας, επαγγελματιών υγείας γενικότερα, σε όλα τα τμήματα που οδηγούν στην εκπαίδευση επίσης».
«Μόνο και μόνο το να βγαίνουν επαγγελματίες που θα έχουν ακούσει σε επίσημο θεσμικό πλαίσιο ποια είναι η πραγματικότητα γι' αυτά τα θέματα, αυτό δημιουργεί μία τάση» κλείνει η Ν. Παπαθανασίου. «Μπορεί να δημιουργήσει κι ένα ντόμινο, γιατί συνήθως η αλλαγή σπρώχνεται από κάτω, από τη νέα γενιά».