Στο ακανθώδες ζήτημα της επιστροφής των κλεμμένων αρχαιολογικών θησαυρών, μεταξύ αυτών και των γλυπτών του Παρθενώνα, αναφέρθηκε με άρθρο γνώμης στο CNN ο Τζέφρι Ρόμπερτσον, δικηγόρος για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ακαδημαϊκός και συγγραφέας του βιβλίου 'Who Owns History? Elgin's Loot and the Case for Returning Plundered Treasure᾿.
«Τα δυτικά μουσεία έχουν κατακλυστεί με αιτήματα για την επιστροφή της κλεμμένης περιουσίας - της πολιτιστικής κληρονομιάς λαών υπό κατοχή που λεηλατήθηκαν από τους αποικιακούς στρατούς κατά τον 19ο αιώνα ή καταληστεύτηκαν από άπληστους ιεραπόστολους ή εξωφρενικούς πρέσβεις» αναφέρει στην αρχή του άρθρου του με τίτλο «Είναι ώρα τα μουσεία να επιστρέψουν τους κλεμμένους θησαυρούς» (It's time for museums to return their stolen treasures).
Ο Ρόμπερτσον - o oποίος προ μηνών είχε χαρακτηρίσει το Βρετανικό Μουσείο ως τον μεγαλύτερο αποδέκτη κλεμμένων αρχαιοτήτων στον κόσμο - κάνει αναφορά στην απόφαση του Γάλλου προέδρου, Εμανουέλ Μακρόν να επιστραφεί το μεγαλύτερο μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της Αφρικής που βρίσκεται στα μουσεία της Ευρώπης, αλλά και στην επίμονη άρνηση του Βρετανικού Μουσείου να δώσει πίσω στην Ελλάδα τα γλυπτά του Παρθενώνα που εκλάπησαν από τον Λόρδο Έλγιν.
«Δια νόμου» εξηγεί ο ίδιος, «αυτός που διέπραξε την κλοπή απαγορεύεται να κρατήσει όσα πήρε, ανεξαρτήτως τού πόσο παλιά έγινε αυτό ή πόσο τα έχει αναδείξει». Κάνει, μάλιστα, ειδική μνεία στα «ισχυρά μουσεία όπως το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης στη Νέα Υόρκη, το Γκετί, το Λούβρο, το Βρετανικό Μουσείο και το Humboldt Forum στο Βερολίνο που έχουν «κλειδώσει» την πολύτιμη κληρονομιά άλλων χωρών - που τους αφαιρέθηκε λόγω πολέμου, βιαιοπραγιών ή κλοπής. «Αρνούνται τα αιτήματα επιστροφής τους παρότι πολλά από αυτά αποσπάστηκαν από αποικιακούς στρατούς στο πλαίσιο αυτού που σήμερα θα θεωρούσαμε έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Επιμένουν πως δικαιούνται να τα κρατούν ως 'λάφυρα πολέμου' - παρότι το δόγμα αυτό απορρίπτεται από το διεθνές δίκαιο - ή βασιζόμενοι στην παιδαριώδη λογική τού 'όποιος τα βρίσκει, τα κρατά'».
Στη συνέχεια ο Ρόμπερτσον αναφέρεται συγκεκριμένα στα γλυπτά του Παρθενώνα, σημειώνοντας πως «ο Έλγιν ουδέποτε προσφέρθηκε να πληρώσει γι'αυτά, καθώς γνώριζε πως οι Οθωμανοί (τότε η Αθήνα ήταν υπό κατοχή) δεν θα τα πουλούσαν ποτέ. Οπότε, δωροδόκησε αφειδώς τοπικούς αξιωματούχους ώστε να κάνουν τα στραβά μάτια ενώ οι άνθρωποί του ξήλωναν τα γλυπτά από τους τοίχους του ναού». Υπερθεματίζει δε, λέγοντας πως το Βρετανικό Μουσείο ψευδώς ισχυρίζεται πως ο Έλγιν ενήργησε νομίμως και αρνείται να επιστρέψει τα «σπουδαιότερα σωζόμενα θαύματα του αρχαίου κόσμου στο νέο μουσείο της Ακρόπολης, το μέρος όπου μπορούν να εκτιμηθούν όπως τούς αρμόζει».
Ο ίδιος υποστηρίζει πως η αρχή της επιστροφής πολιτιστικής ιδιοκτησίας που παρανόμως αποκτήθηκε από άλλες χώρες, αναγνωρίζεται από δικαστήρια σε πολλές χώρες του κόσμου - μεταξύ αυτών της Αγγλίας, της Ιρλανδίας, των ΗΠΑ. Επικαλείται συνθήκες ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αναγνωρίζουν το «δικαίωμα στον πολιτισμό» των χωρών που διεκδικούν όσα τους ανήκουν, αλλά και τη Διακήρυξη του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα των Αυτοχθόνων Λαών που ορίζει την επιστροφή της κληρονομιάς «που αφαιρέθηκε χωρίς την πρότερη ελεύθερη και υπό επίγνωση συναίνεσή τους».
Ωστόσο, ο ίδιος θεωρεί πως πρέπει να υπάρξουν και εξαιρέσεις, με βασικό γνώμονα τη συντήρηση των αρχαιοτήτων σε συνθήκες ασφάλειας, ξεκαθαρίζοντας πως «δεν θα ήταν σωστό να επιστρέφονται σε χώρες που βρίσκονται σε εμφύλιο ή μουσείο όπου θα βρίσκονται σε κίνδυνο, είτε από τους διεφθαρμένους εφόρους ή την έλλειψη κλιματισμού». Όπως λέει, ωστόσο, για τη διάκριση αυτή θα πρέπει να δημιουργηθεί ένας διεθνής θεσμός που τουλάχιστον θα θέτει μια σειρά κανόνων και προϋποθέσεων για τις αρχαιολογικές διεκδικήσεις.
Όσον αφορά, πάντως, «αντικείμενα οικουμενικής σπουδαιότητας, όπως τα γλυπτά του Παρθενώνα» ο ίδιος επιμένει πως το κριτήριο επιστροφής τους θα πρέπει να είναι το πού μπορούν να μελετηθούν και να αναδειχτούν καλύτερα και αυτό, στην περίπτωση των γλυπτών, θα συμβεί «προφανώς στο νέο Μουσείο της Ακρόπολης που είναι αφιερωμένο στην αφήγηση της ιστορίας τους»