Καθώς η Γερμανία προετοιμάζεται για τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης υπό τον Χριστιανοδημοκράτη Φρίντριχ Μερτς, αβέβαιο παραμένει το αν θα εγκριθεί τελικά η πώληση 40 μαχητικών Eurofighter Typhoon στην Τουρκία. Η υπόθεση έχει προκαλέσει έντονο ενδιαφέρον, λόγω των γεωπολιτικών προεκτάσεων αλλά και της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία.
Η προηγούμενη κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς επέλεξε να αφήσει την τελική απόφαση στη νέα ηγεσία, η οποία αναμένεται να αναλάβει καθήκοντα στις 6 Μαΐου. Η σύλληψη του δημάρχου Κωνσταντινούπολης και πιθανού προεδρικού υποψήφιου, Εκρέμ Ιμάμογλου, για υποθέσεις διαφθοράς – που πολλοί χαρακτηρίζουν πολιτικά υποκινούμενη – είχε αναζωπυρώσει την αντίσταση στη συμφωνία.
Ωστόσο, αναλυτές επισημαίνουν ότι ο Μερτς έχει εκφραστεί θετικά για τη στρατιωτική συνεργασία με την Τουρκία, τονίζοντας τη σημασία της στον ευρωατλαντικό άξονα: «Η Τουρκία διαθέτει έναν από τους μεγαλύτερους στρατούς στο ΝΑΤΟ και είναι αναντικατάστατη για την ευρωπαϊκή ασφάλεια», είχε δηλώσει.
Οι οικονομικοί δεσμοί μεταξύ των δύο χωρών είναι ισχυροί, με το διμερές εμπόριο να ξεπερνά τα 50 δισεκατομμύρια δολάρια το 2023. Η Γερμανία ήδη εξάγει προηγμένα υποβρύχια στην Τουρκία, ενώ συνεργάζεται στη ναυπήγηση νέων μονάδων.
Ωστόσο, παρά τη θετική στάση Μερτς, το ποια κόμματα θα αναλάβουν τα υπουργεία Άμυνας και Εξωτερικών θα παίξει καθοριστικό ρόλο. Αν οι Σοσιαλδημοκράτες διατηρήσουν τον έλεγχο του ΥΠΕΘΑ, πιθανόν να τεθούν προϋποθέσεις όπως η συμμόρφωση με τις αρχές της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Την ίδια στιγμή, η Τουρκία εξετάζει εναλλακτικά σενάρια, όπως την αγορά γαλλικών Rafale ή την επιτάχυνση της συμφωνίας για τα αμερικανικά F-16. Οι σχέσεις της Άγκυρας με την Ουάσιγκτον παραμένουν τεταμένες μετά τον αποκλεισμό της από το πρόγραμμα των F-35 λόγω αγοράς των ρωσικών S-400.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η υπόθεση Eurofighter δεν είναι μόνο ένα εξοπλιστικό deal, αλλά κομβικό γεωπολιτικό σταυροδρόμι για τις σχέσεις Ευρώπης–Τουρκίας και τη σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο.