Τα εστιατόρια βρίσκονται αυτές τις μέρες αντιμέτωπα με μια πρωτόγνωρη κρίση. Το παρατεταμένο κλείσιμο (για δύο βδομάδες, για δύο μήνες, ίσως και για πολύ περισσότερο) επηρεάζει άμεσα την οικονομική επιβίωση των ανθρώπων που τα στελέχωναν μέχρι χτες ενώ ο κίνδυνος του οριστικού κλεισίματος είναι για κάποια από αυτά πολύ πραγματικός.
Ένας Λονδρέζος αφηγείται μια συγκινητική αλλά και αισιόδοξη, με έναν τρόπο, ιστορία για το τελευταίο, ξεχωριστό γεύμα που έφαγε αυτή την εβδομάδα στο εμβληματικό Wolseley, ένα από τα πιο φημισμένα, κλασικά εστιατόρια του Λονδίνου:
«To Λονδίνο είναι διάσημο για δύο πράγματα: για μερικά από τα καλύτερα μπαρ και εστιατόρια στον κόσμο και για μια περήφανη, χαρακτηριστικά βρετανική αποφασιστικότητα, μια ήρεμη "περιφρόνηση" απέναντι σε οτιδήποτε το έχει απειλήσει κατά καιρούς.
Παλιότερα, όταν με ρωτούσαν ποιο θα θελα να είναι το τελευταίο μου γεύμα, απαντούσα αμέσως χωρίς να χρειαστεί να σκεφτώ: «Σνίτσελ Χολστάιν και μια μπίρα στο τραπέζι του Lucian Freud στο Wolseley». Αυτό ακριβώς έφαγα τη μέρα που ο κόσμος άλλαζε γύρω μου.
Μετά το Blitz η πόλη ξαναχτίστηκε, μετά από βομβιστικές επιθέσεις άντεξε. Όμως την Τρίτη το πρωί, φεύγοντας από τη δουλειά, αντίκρισα ένα Λονδίνο πιο ήσυχο και σκοτεινό από ποτέ. Η κυβέρνηση της Βρετανίας, αφού αρχικά προσπάθησε να ακολουθήσει μια τακτική ταιριαστή με το γνωστό σλόγκαν «Keep Calm and Carry On», το προηγούμενο βράδυ είχε αναγκαστεί, με βάση τα επιστημονικά δεδομένα, να αναθεωρήσει ριζικά τη στάση της απέναντι στον κορωνοϊό. Συμβούλεψαν τον κόσμο να μη βγαίνει σε pubs και clubs και να αποφεύγει τις δημόσιες συγκεντρώσεις, χωρίς όμως η ίδια να διατάξει το κλείσιμο των χώρων εστίασης. Αυτό, για τους ιδιοκτήτες των μπαρ και των εστιατορίων ήταν διπλή καραντίνα: μπορούσαν μεν να μείνουν ανοιχτά αλλά πιθανότατα δεν θα μπορούσαν να καλύψουν τα κόστη λειτουργίας αφού οι πελάτες τους είχαν πάρει την οδηγία να απέχουν.
Θέλοντας να τους στηρίξω, να δείξω και εγώ βρετανική αποφασιστικότητα και να γεμίσω το άδειο μου στομάχι, κατευθύνθηκα με αισιοδοξία (τον λόγο της οποίας θα εξηγήσω σε λίγο) προς το Wolseley. Το Wolseley είναι το διαμάντι του Corbin & King, του καλύτερου εστιατορικού ομίλου του Λονδίνου. Σκέφτηκα με ελπίδα ότι η πράξη μου μπορεί να με επιβράβευε με μια θέση στο καλύτερο τραπέζι του μαγαζιού: το γωνιακό τραπέζι στο κεντρικό πέταλο στο οποίο έτρωγε συχνά, όσο ζούσε, ο ζωγράφος Lucian Freud. Το βράδυ του θανάτου του το Wolseley κράτησε το αγαπημένο του τραπέζι άδειο προς τιμήν του, καλυμμένο με ένα μαύρο τραπεζομάντιλο, και μόνο ένα αναμμένο κερί να καίει με φόντο τη μονοχρωμία.
Τρώω στο Wolseley τα τελευταία δέκα χρόνια τουλάχιστον. Το εισόδημά μου δεν μου επιτρέπει να πηγαίνω πολύ συχνά. Το επισκέπτομαι σποραδικά μέσα στον χρόνο. Τρώω εκεί όταν έχω την οικονομική δυνατότητα και μερικές φορές ακόμα και αν δεν την έχω στ' αλήθεια. Αστειευόμενος μια φορά με τον μάνατζερ είπα πως η –εξάχρονη τότε– κόρη μου που με συνοδεύει εκεί παραδοσιακά κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα και θεωρεί το Wolseley το αγαπημένο της εστιατόριο, ήταν, αν όχι θαμώνας, σίγουρα σταθερή επισκέπτρια. Και οι δυο μας πάντως έχουμε αγάπη για το μέρος αυτό, για το φαΐ του και το ευγενικό του προσωπικό.
Πολλές φορές έχω προσπαθήσει να κάτσω στο τραπέζι του Lucian, χωρίς επιτυχία. Την Τρίτη, φτάνοντας σε ένα Wolseley με πιο πολύ προσωπικό παρά πελάτες, ήμουν και πάλι άτυχος με το τραπέζι. Παρόλα αυτά, σαστισμένος από το ασυνήθιστο σκηνικό, αποφάσισα να μείνω. Και σύντομα ανταμείφθηκα. Εκείνος που είχε καταλάβει το τραπέζι, ίσως επειδή η ατμόσφαιρα θύμιζε το τελευταίο δείπνο στον Τιτανικό, άλλαξε γνώμη και σηκώθηκε να φύγει. Ρώτησα αν μπορούσα να πάρω τη θέση του και το αίτημά μου απαντήθηκε με το φιλικό χαμόγελο και την άψογη φιλοξενία του προσωπικού, ίδια ακριβώς όπως και τους κανονικούς καιρούς.
Την ώρα που ακολούθησε μοιράστηκα μαζί τους ένα γεύμα και μερικές στιγμές που θα θυμάμαι για πάντα. Ακόμα και όταν δεν ζω πια, η ιστορία θα ζει μέσω της κόρης μου. Παλιότερα, όταν με ρωτούσαν ποιο θα θελα να είναι το τελευταίο μου γεύμα, απαντούσα αμέσως χωρίς να χρειαστεί να σκεφτώ: "Σνίτσελ Χολστάιν και μια μπίρα στο τραπέζι του Lucian Freud στο Wolseley". Αυτό ακριβώς έφαγα τη μέρα που ο κόσμος άλλαζε γύρω μου.
Στον δρόμο για το σπίτι έμαθα ότι ο Corbin & King είχε πάρει τη δύσκολη απόφαση να κλείσει όλα του τα εστιατόρια μέχρι νεωτέρας. Αυτή η είδηση έκανε τη σοβαρότητα όσων ζούμε πιο πραγματική στο μυαλό μου. Το Λονδίνο δεν είχε σταματήσει ποτέ στο παρελθόν, τώρα όμως ακόμα και οι "Rolls-Royce" του αναγκάζονταν να σταματήσουν λόγω του Covid-19. Είμαι ένας από τους πιο αισιόδοξους ανθρώπους που ξέρω – το γεγονός πως η κόρη μου έχει τέσσερα μικρότερα αδέρφια ίσως είναι η πιο περίτρανη απόδειξη. Εκείνη τη στιγμή όμως με πήραν τα κλάματα.
Ξύπνησα νωρίς το επόμενο πρωί και σκέφτηκα το προσωπικό του Wolseley που δεν θα πήγαινε εκείνη τη μέρα στη δουλειά, σκέφτηκα όλους αυτούς που θα χάσουν τις δουλειές τους και αυτούς που θα υποφέρουν ακόμα χειρότερη τύχη, πιο άμεσα επηρεασμένοι από την ίδια την αρρώστια.
Ύστερα όμως σκέφτηκα αυτό το γεύμα. Με κάποιο τρόπο, είχα μπορέσει να φάω το καλύτερο φαγητό, στο καλύτερο τραπέζι, στο καλύτερο εστιατόριο, στην καλύτερη πόλη του κόσμου. Το είχα καταφέρει με μοναδικό εφόδιο την αισιοδοξία και ένα αίσθημα αλληλεγγύης για τον συνάνθρωπό μου. Χωρίς αυτά τα δύο θα είχα γυρίσει σπίτι πεινασμένος και θα είχα νιώσει ακόμα περισσότερη απαισιοδοξία από αυτή που ένιωσα αργότερα μαθαίνοντας τα νέα.
Να προσέχετε, να απομονώνεστε όταν χρειάζεται, αλλά πάνω απ' όλα κρατήστε την αισιοδοξία σας – ποτέ δεν ξέρετε που θα σας βγάλει. Αυτή η σκέψη ήταν που με βοήθησε να σηκωθώ απ' το κρεβάτι για πρωινό».
Το κείμενο του Mr. Harrison Sr. δημοσιεύτηκε στο Yolo Journal.
σχόλια